Τέσσερις ντίβες του Ιταλικού σινεμά μας διηγούνται ιστορίες πολύ διαφορετικές από αυτές που χαρακτηρίζουν τις σημερινές ηθοποιούς του κινηματογράφου και της τηλεόρασης.
Η Αλίντα Βάλι, παρότι έχει τον τίτλο της βαρόνης, δεν διστάζει να ζήσει μια ζωή εντελώς έξω από τα πρότυπα της καταγωγής της, μη θέλοντας να υποκύψει στη φασιστική προπαγάνδα, τη στιγμή που θα μπορούσε να έχει την Τσινετσιτά στα πόδια της. Οι φιλίες της είναι κι αυτές... ανορθόδοξες! Συμπεριλαμβάνουν τον εξίσου αριστοκράτη Βισκόντι, τον ερμητικό Αντονιόνι, τον αριστερό Παζολίνι, τον εκρηκτικό Ντάριο Αρτζέντο. Περνάει από το Χόλιγουντ σαν διάττων αστέρας για να καταλήξει στη Ρώμη των σκανδάλων που προοιωνίζονται την Ντόλτσε Βίτα του Φελίνι. Κι αφού κάψει κυριολεκτικά καρδιές στο έργο «Αίσθηση» του Βισκόντι, αυτή η αιθέρια, η υπέρκομψη κι αριστοκράτισσα ντίβα θα δεχτεί να παίξει και στο πρώτο έργο ενός ακόμα άσημου κωμικού, του Ρομπέρτο Μπενίνι. Θα πεθάνει πάμφτωχη και σχεδόν ξεχασμένη. Διαμετρικά αντίθετη είναι η πορεία της Βίρνα Λίζι, που ενώ ξεκίνησε σαν μια σπάνια πλατινέ ομορφιά υπήρξε ικανή να καλλιεργήσει το ταλέντο της μέσα στον χρόνο και να ωριμάσει χωρίς το άγχος της ντίβας που γερνά. Οι καλύτερες ερμηνείες της είναι πάντα οι τελευταίες, ενώ ρυτίδες και κάποια παραπάνω κιλά δεν φαίνεται να έχουν γίνει εμπόδια στη δημοτικότητά της. Αψήφησε το Χόλιγουντ, που την ήθελε στο ρόλο της χαζής ξανθιάς, και προτίμησε το θέατρο του Στρέλερ και του Αντονιόνι. Το 1994 της απονέμεται στις Κάνες το βραβείο για την ερμηνεία της στο έργο του Πατρίς Σερό «Βασίλισσα Μαργκό». Ερμηνεύει τον ρόλο της Αικατερίνης των Μεδίκων με ανεπανάληπτο τρόπο. Εξακολουθεί να παίζει σε τηλεοπτικές σειρές και καλοστημένες κωμωδίες.
Κι ακριβώς στις κωμωδίες κι όχι στα περίπλοκα δράμματα έδωσε τον καλύτερο εαυτό της η Μόνικα Βίτι. Κι ας θεωρήθηκε η κατεξοχήν ηθοποιός της «επικοινωνιακής ανεφικτότητας», ένα είδος κινηματογράφου που εξέφραζε τα οράματα και τον προβληματικό εσωτερικό κόσμο του Μικελάντζελο Αντονιόνι. Οταν ένας άλλος Ιταλός σκηνοθέτης, ο Μάριο Μονιτσέλι, τη λανσάρει σε μια ξεκαρδιστική κωμωδία, «Το κορίτσι με το πιστόλι», η Βίτι που σε όλο το έργο έξαλλη απο ζήλια κυνηγά τον άπιστο εραστή της, δεν θα γυρίσει ποτέ ξανά στον «βαρύ» κινηματογράφο που την έκανε διάσημη. «Οταν ανακαλύπτεις ότι μπορείς να κάνεις τον κόσμο να γελά», θα πει η ίδια, «είναι σαν να ανακαλύπτεις ότι είσαι η κόρη του βασιλιά». Αποτραβηγμένη σήμερα από τις δημόσιες εμφανίσεις εξαιτίας μιας ανίατης νόσου, παραμένει για το ιταλικό κοινό η υπ’ αριθμόν ένα κωμικός της πατρίδας της.
Η αρρώστια έπαιξε σημαντικό ρόλο και στη ζωή της ντίβας Σιλβάνα Μάνγκανο, που φαινομενικά απέκτησε τα πάντα. Ως σύζυγος του μεγαλύτερου Ιταλού παραγωγού κινηματογράφου όλων των εποχών, του Ντίνο ντε Λαουρέντις, και ως ηθοποιός των πιο σπουδαίων σκηνοθετών της εποχής, θα μπορούσε να είναι η πιο ευτυχισμένη ηθοποιός του κόσμου. Μεσογειακή ομορφιά και ταμπεραμέντο, μούσα του Βισκόντι, που την επιστράτευσε στα πιο σπουδαία έργα του, ιδανική παρτενέρ του Βιτόριο Γκάσμαν και παλιά αγάπη του Μαστρογιάνι, θα επιχειρήσει μέχρι και την αυτοκτονία, σπρωγμένη από μια παθολογική κατάθλιψη που τη συντρόφευσε μέχρι το τέλος της ζωής της.
Της Λιλiκας Γεωργοπούλου από από τις «Εικόνες», τεύχος Νο 325, ένθετο περιοδικό που συνόδευε το ΕΘΝΟΣ της Κυριακής, 18 Μαΐου 2008.