Στις 25 Μαΐου 1945, δύο μεσήλικες παρουσιάστηκαν σε άθλια κατάσταση στην είσοδο της ελληνικής πρεσβείας στη Βέρνη. Ο φύλακας τούς λυπήθηκε και πώς να γινόταν διαφορετικά. Του είπαν ότι ήταν αντιστασιακοί, ότι είχαν συλληφθεί από τους Γερμανούς και ότι είχαν μεταφερθεί ως όμηροι στη Γερμανία. Δεν ζητούσαν παρά τα απαραίτητα για να επιστρέψουν στην Ελλάδα και στις οικογένειές τους. Εδωσαν τα ονόματά τους: Γρηγόριος Παζιώνης και Διονύσιος Αγάθος. Ηταν τα μοναδικά αληθινά στοιχεία.
Ο Γρηγόριος Παζιώνης ήταν από τους γνωστότερους Ελληνες εθνικοσοσιαλιστές, στενός συνεργάτης του Γεώργιου Σπυρίδη, αρχηγού του «Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος Μακεδονίας Θράκης» και βέβαια στενός συνεργάτης των κατακτητών, οι οποίοι τίμησαν τον Παζιώνη με κυβερνητικές θέσεις στη Θεσσαλονίκη. Ο Παζιώνης είχε αναλάβει και προκατοχικά κυβερνητικές θέσεις και μάλιστα είχε παρασημοφορηθεί από τον βασιλέα Γεώργιο. Ωστόσο, όταν οι Σπυρίδης και Παζιώνης έστειλαν συγχαρητήριο τηλεγράφημα στον Χίτλερ, παραμονές της γερμανικής εισβολής, η μεταξική κυβέρνηση αποφάσισε να απομακρύνει τους εθνικοσοσιαλιστές από κυβερνητικές θέσεις (ο Παζιώνης ήταν τότε νομάρχης Χαλκιδικής).
Ο Διονύσιος Αγάθος, πάλι, είχε επιδείξει και κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου την πίστη του στους ναζί. Γεννημένος στην Κέρκυρα, μόνιμος κάτοικος της Θεσσαλονίκης, ήταν αξιωματικός και όπως και ο –ίσως– γνωστότερος Ελληνας δωσίλογος Πούλος έφθασε μέχρι τον βαθμό του συνταγματάρχη. Ωστόσο, στη διάρκεια του πολέμου καταδικάστηκε για εσχάτη προδοσία ως κατάσκοπος του εχθρού, αλλά η είσοδος των Γερμανών στάθηκε σωτήρια για τον Αγάθο.
Οταν ο Ελληνας πρέσβης στην Ελβετία ενημερώθηκε για τους δύο «αντιστασιακούς» φρόντισε να ρωτήσει την Αθήνα και έτσι, λίγους μήνες μετά, οι Παζιώνης και Αγάθος έφθασαν φρουρούμενοι στην Ελλάδα.
Οι δυο τους είχαν καταφύγει στη Γερμανία αμέσως μετά την απελευθέρωση. Από εκεί, με τη βοήθεια Γάλλων εργατών πέρασαν στην Ελβετία. Ο Ελληνας πρέσβης ήταν υποψιασμένος επειδή εκατοντάδες δωσίλογοι είχαν ακολουθήσει τον γερμανικό στρατό πολεμώντας μάλιστα στο πλευρό της Βέρμαχτ, κυρίως στην Αυστρία και τη Γερμανία.
Το ταμπού σπάει
Ο δωσιλογισμός στην Ελλάδα ήταν (και είναι;) από τα μεγαλύτερα ταμπού της νεότερης ιστορίας μας. Πτυχές αυτής της ιστορίας έρχεται να αναδείξει η –ακόμη αδημοσίευτη– έρευνα του πανεπιστημιακού Στράτου Δορδανά (ΑΠΘ), η πρώτη που γίνεται αναζητώντας τα ίχνη όσων δωσιλόγων διέφυγαν ακολουθώντας τα στρατεύματα κατοχής. (Η έρευνα πρόκειται να εκδοθεί σε βιβλίο, ως συνέχεια του τόμου «Ελληνες εναντίον Ελλήνων», εκδόσεις Επίκεντρο.)
Ο Στράτος Δορδανάς αναζήτησε στα συμμαχικά και στα γερμανικά αρχεία αλλά και στις δικογραφίες του εφετείου Θεσσαλονίκης τα βήματα των «ανθρώπων–σκιών» της (προ)εμφυλιακής και μεταμφυλιακής Ελλάδας. Σε αρκετές περιπτώσεις δεν αναφέρει τα πλήρη στοιχεία όσων εντόπισε («για να μη δημιουργηθούν, τόσα χρόνια μετά, εντάσεις και προβλήματα σε τοπικό επίπεδο»).
Σύμφωνα με έγγραφο της Υπηρεσίας Πληροφοριών του Γενικού Επιτελείου Στρατού προς το υπουργείο Εσωτερικών το 1945, «ως και υμίν τυγχάνει γνωστόν, μέγας αριθμός Ελλήνων υπηκόων εκ των μεταβάντων κατά την διάρκειαν της κατοχής εις Ιταλίαν, Αυστρίαν και Γερμανίαν παραμένουσι εις τα εν λόγω κράτη ή διεσπάρησαν εις έτερα τοιαύτα της Μεσευρώπης αρνούμενοι τον επαναπατρισμόν των. Ικανός αριθμός δωσιλόγων ηκολούθησε τα αποχωρούντα εχθρικά στρατεύματα. (...)».
Οπως εξηγεί ο κ. Δορδανάς «τους μήνες πριν από την πλήρη κατάρρευση των ναζί, στην Αυστρία και στη Γερμανία είχε συγκεντρωθεί ένα συνονθύλευμα δωσιλόγων απ’ όλη την Ευρώπη. Πολλοί από αυτούς πολέμησαν δίπλα σε ό,τι είχε απομείνει από τη Βέρμαχτ και μετά ασχολήθηκαν είτε με τη μαύρη αγορά είτε ως πράκτορες των συμμάχων υποδεικνύοντας φυγόδικους ναζί ή δίνοντας πληροφορίες για πρόσωπα και πράγματα στις χώρες τους».
Η ελληνική κυβέρνηση προσπάθησε (αλλά πολύ συχνά όχι με ιδιαίτερο ζήλο, ίσως και λόγω της διοικητικής παράλυσης των πρώτων χρόνων) να προλάβει τις προθεσμίες έκδοσης από διάφορες χώρες.
Η έρευνα του κ. Δορδανά εντόπισε δωσίλογους όχι μόνο στις ευρωπαϊκές χώρες αλλά και στην Αιθιοπία (Αντίς Αμπέμπα, ο Αριστοτέλης Χ. ο οποίος εξεδόθη), στην Πραιτώρια της Ν. Αφρικής, στην Αυστραλία και στις ΗΠΑ.
«Γεγονός ήταν», καταγράφει ο Στράτος Δορδανάς, «ότι εξαιτίας της σημαντικής καθυστέρησης στη συγκέντρωση και στην αποστολή των ονομάτων των δωσιλόγων (...) είχε χαθεί πολύτιμος χρόνος, εξέλιξη λίαν ευνοϊκή για τους διωκόμενους. Ηδη εντός του 1946 κάποιοι από αυτούς είχαν φροντίσει να εξαφανίσουν διά παντός τα ίχνη τους. Το ίδιο έπραξε ο ρουμανίζων συνεργάτης των Γερμανών Γεώργιος Ζ., ο οποίος μέχρι τότε κρατούνταν από τους Αμερικανούς στις φυλακές του Αουγκσμπουργκ της Γερμανίας. Αν και είχε καταδικαστεί ερήμην από το Ειδικό Δικαστήριο Δωσιλόγων Βέροιας, οι ελληνικές αρχές δεν κατάφεραν να υποβάλουν τα απαιτούμενα έγγραφα. Αυτός κατέφυγε με την οικογένειά του στο Μπουένος Αϊρες. Στο σχετικό αίτημα των ελληνικών αρχών, ο γενικός εισαγγελέας Αργεντινής αποφάνθηκε αρνητικά με το σκεπτικό ότι το αδίκημα ήταν πολιτικό, επισημαίνοντας παράλληλα τις ουσιώδεις ελλείψεις στον φάκελο έκδοσης.
Μέσα στο πρώτο εξάμηνο του 1947 άρχισαν να αποστέλλονται από το υπουργείο Εξωτερικών προς τις διπλωματικές αντιπροσωπείες οι πρώτες καταστάσεις με δωσιλόγους φυγάδες (...). Σ’ αυτό το πλαίσιο ο ειδικός επίτροπος Δωσιλόγων Θεσσαλονίκης έστειλε στο υπουργείο Εξωτερικών ονομαστικό κατάλογο 35 δωσιλόγων που είχαν καταφύγει στη Γερμανία. Μεταξύ αυτών ξεχώριζαν τα ονόματα των Διονυσίου Αγάθου, Αντωνίου Βήχου, Χαράλαμπου Αϊβαλιώτη, Κυριάκου Γραμματικόπουλου, Εμμανουήλ Γαρουφαλή, Αθανασίου Καπνόπουλου, Παναγιώτη Μελεμανλή, Γρηγορίου Παζιώνη, Λάσκαρη Παπαναούμ από την Μπίτολα (Μοναστήρι), ο οποίος διέφυγε με τη Γερμανίδα σύζυγό του στη Βιέννη και ουδέποτε τιμωρήθηκε για τον αφανισμό του εβραϊκού στοιχείου της Θεσσαλονίκης, Γεωργίου Πούλου και Γεωργίου Σπυρίδη».
Πρωτοκλασάτα στελέχη
Τον δρόμο της επιστροφής είχε εγκαινιάσει πρώτος ο Κωνσταντίνος Κυλινδρέας ο οποίος συνελήφθη από τους Ρώσους στη Βιέννη. Στις 31 Μαΐου η βρετανική πρεσβεία ενημέρωσε το ελληνικό υπουργείο των Εξωτερικών, κατόπιν προηγούμενης δικής της ενημέρωσης από το Ανώτατο Στρατηγείο των Συμμαχικών Δυνάμεων, ότι είχαν συλληφθεί ο Πούλος, ο Πασαδάκης (γενικός διοικητής Κρήτης) και οι Τσιρονίκος και Ταβουλάρης και προς το παρόν κρατούνταν από την 7η Αμερικανική Στρατιά. Τον Αύγουστο, η αμερικανική πρεσβεία στην Αθήνα μεταβίβασε στην ελληνική κυβέρνηση την αναφορά του Ελληνα στρατιωτικού συνδέσμου στο στρατηγείο του Αϊζενχάουερ ότι οι παραπάνω τέσσερις συλληφθέντες κρατούνταν από τις αμερικανικές στρατιωτικές αρχές μαζί με τους 400 άντρες του Πούλου στο Κίτσμπιχελ (Kitzbuhel) της Αυστρίας. Ετσι, το υπουργείο Δικαιοσύνης απευθύνθηκε στον νομικό σύμβουλο των βρετανικών δυνάμεων στην Ελλάδα, αντισυνταγματάρχη H.W.F. Clay, με την παράκληση να προβεί στα αναγκαία διαβήματα προς τις συμμαχικές αρχές στη Γερμανία για την έκδοση των συλληφθέντων.
Μέχρι τον Οκτώβριο δεν είχε σημειωθεί καμία πρόοδος επί του θέματος. Για τον λόγο αυτό το υπουργείο Δικαιοσύνης απευθύνθηκε για μια ακόμη φορά προς το υπουργείο των Εξωτερικών, ζητώντας να ενημερωθεί σε ποιο σημείο βρίσκονταν οι μέχρι τότε ενέργειες που είχαν γίνει «διά την παράδοσιν των υπολοίπων δωσιλόγων εγκληματιών πολέμου Τσιρονίκου, Ταβουλάρη, Γκοτζαμάνη και του συνταγματάρχου Πούλου». Τελικά, οι μόνοι που λίγες ημέρες αργότερα πήραν τον δρόμο της επιστροφής στην Ελλάδα, ήταν οι «Πουλικοί». Σχεδόν έναν χρόνο αργότερα, ο Πούλος εξακολουθούσε να παραμένει κρατούμενος στις αμερικανικές στρατιωτικές φυλακές. Τελικά, ο Πούλος εκτελέστηκε τον Ιούνιο του 1949 στο Γουδί.
Αντίθετα ο Βήχος, ο άνθρωπος που συσπείρωσε τις εκτός Πούλου αντιεαμικές οργανώσεις της Μακεδονίας, πέθανε στις 30 Οκτωβρίου 1948 στην Αθήνα από παθολογικά αίτια. Επάνω στη ληξιαρχική πράξη θανάτου του κάποιος έγραψε με κόκκινη μελάνη τη φράση «λειτουργία της Θείας Δίκης ως προς τον Βήχον».
Η περίπτωση του Ξενοφώντα «Φον» Γιοσμά
Μία δημοσιογράφος σε τοπική εφημερίδα του νομού Ροδόπης αναρωτήθηκε φέτος, λίγο πριν από τις εκλογές, αν ο εκ των υποψηφίων του ΛΑΟΣ στην περιοχή είχε σχέση με τον (συνεπώνυμό του) Ξενοφώντα «Φον» Γιοσμά, έναν εκ των γνωστότερων δωσιλόγων της Κατοχής, του οποίου το όνομα είχε εμπλακεί μετέπειτα και στη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη. Είχε. Είναι γιος του και η απορία της δημοσιογράφου, σύμφωνα τον Στράτο Δορδανά, είναι χαρακτηριστική του τρόπου λειτουργίας της μνήμης επί της Ιστορίας.
Στα βήματα του Γιοσμά μπορεί κανείς να παρακολουθήσει την εξέλιξη ενός μεγάλου κομματιού του δωσιλογισμού στην Ελλάδα τόσο ως βιογραφία όσο και ως πολιτική διαχείριση της εμφυλιακής και κυρίως της μετεμφυλιακής μνήμης.
Από την ΕΟΝ του Μεταξά και το ελληνοαλβανικό μέτωπο βρέθηκε, το 1943, στις Αντικομμουνιστικές Ομάδες Ασφαλείας, που υποστηρίχθηκαν από τους Γερμανούς. Η δράση του ως «καπετάν Παρμενίων» ήταν τέτοια που τον ανάγκασε να ακολουθήσει, το 1944, τους Γερμανούς με την υποχώρηση. Τρία χρόνια έζησε με πολλούς άλλους δωσίλογους στη Γερμανία, ενώ από το 1945 είχε καταδικαστεί στην Ελλάδα ερήμην σε θάνατο. Το 1947 επιστρέφει στην Ελλάδα. Οχι μόνο δεν εκτελείται αλλά και σύντομα αποφυλακίζεται. Το 1950, με το σχετικό διάταγμα του βασιλιά Παύλου, του απονέμεται χάρη και η ποινή του μετατρέπεται σε 20ετή κάθειρξη. Ωστόσο, τρία χρόνια μετά αποφυλακίζεται και μέχρι το 1961 είναι πρόεδρος σχολικής εφορείας στην Ανω Τούμπα Θεσσαλονίκης!
Η Τούμπα, εκεί όπου σήμερα είναι το γήπεδο του ΠΑΟΚ, διεκδικήθηκε ως οικόπεδο από τον Οικοδομικό Συνεταιρισμό Αγωνιστών Εθνικής Αντίστασης, τον οποίο έχει ιδρύσει ο Γιοσμάς. Πίσω από τον συνεταιρισμό βρίσκεται ο Σύνδεσμος Αγωνιστών και Θυμάτων Εθνικής Αντίστασης, με ιδρυτή τον Γιοσμά, του οποίου έμβλημα είναι ο Σιδηρούς Σταυρός της Βέρμαχτ. Εκεί βρίσκουν στέγη διάφοροι «γερμανοντυμένοι» του Πούλου, αλλά και μια νέα γενιά μεταξύ των οποίων οι Κοτζαμάνης και Εμμανουηλίδης (μάλιστα ο Γιοσμάς βοήθησε τον Κοτζαμάνη να αποπληρώσει το γνωστό τρίκυκλο).
Οι σχέσεις του Γιοσμά με το επίσημο κράτος ήταν τέτοιες που –όπως λέει ο Στράτος Δορδανάς– εκλήθη το 1963 από τον αρχηγό της Χωροφυλακής Μήτσου να βοηθήσει αυτός και οι άντρες του στα μέτρα ασφαλείας κατά τη διάρκεια της επίσκεψης του στρατηγού Ντε Γκωλ στη Θεσσαλονίκη.
Μετά τη δολοφονία Λαμπράκη, ο Γιοσμάς συνελήφθη με εντολή του Χρήστου Σαρτζετάκη αλλά στη δίκη δεν στοιχειοθετήθηκε εις βάρος του άλλη κατηγορία πέραν της «διατάραξης της κοινής ειρήνης». Πέθανε το 1975 στο νοσοκομείο Αγιος Δημήτριος της Θεσσαλονίκης.
7 διαστάσεις της ένοπλης συνεργασίας
Αναμφίβολα, η πλέον πολυσυζητημένη μορφή συνεργασίας με τους ναζί είναι η ένοπλη. Ομως, όπως λέει ο επίκουρος καθηγητής Νίκος Μαραντζίδης (Πανεπιστήμιο Μακεδονίας), «αντίθετα απ’ ό,τι πιστεύει ο μέσος φιλίστορας, η ένοπλη συνεργασία στην Ελλάδα δεν υπήρξε ένα περιθωριακό φαινόμενο». Η μελέτη του δωσιλογισμού απαιτεί μια προσέγγιση ικανή να εξηγήσει, εμπειρικά τουλάχιστον, τις διαστάσεις του φαινομένου, όπως τις αναλύει ο Ν. Μαρατζίδης.
-Πρώτη διάσταση, η έκταση του δωσιλογισμού. Η συνεργασία με τις κατοχικές αρχές καλύπτει ένα ευρύτατο πλέγμα κυμαινόμενων συμπεριφορών και έλαβε σημαντικές διαστάσεις, συμπεριλαμβανόμενου και του σκληρού της πυρήνα, της ένοπλης συνεργασίας. Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία, τα Τάγματα Ασφαλείας (Τ.Α.) και άλλοι ανάλογοι σχηματισμοί ενέταξαν στις τάξεις τους 17 με 23 χιλιάδες άνδρες. Αν προστεθούν σ’ αυτά η Χωροφυλακή (που συμμετείχε σε επιχειρήσεις εναντίον του ΕΛΑΣ και υπήρξε στόχος του), οι διάφορες τοπικές πολιτοφυλακές και φρουρές χωριών που οπλίστηκαν από τους Γερμανούς, παραστρατιωτικοί, άτακτοι κ.ά., οι αριθμοί αυξάνονται δραματικά.
-Δεύτερον, η πολιτική και κοινωνική σύνθεση του δωσιλογισμού. Ως προς τις πολιτικές προτιμήσεις της ηγεσίας, διαθέτουμε πρόσφατα ερευνητικά πορίσματα, σύμφωνα με τα οποία η πλειοψηφία των περίπου 1.000 αξιωματικών που στελέχωσαν τα Τ.Α. είχε βενιζελικό φρόνημα. Για τις πολιτικές προτιμήσεις των οπλιτών δεν γνωρίζουμε κάτι συγκεκριμένο. Προφανώς υπήρξαν αντικομμουνιστές, αλλά το ερώτημα είναι αν συμμετείχαν στα σώματα αυτά επειδή ήταν αντικομμουνιστές ή αν έγιναν αντικομμουνιστές λόγω της συμμετοχής τους σε αυτά – και τι σήμαινε ακριβώς ο αντικομμουνισμός γι’ αυτούς.
-Τρίτον, οι πολιτικοί στόχοι του δωσιλογισμού. Τι επεδίωκαν εκείνοι που συνεργάστηκαν ένοπλα με τους Γερμανούς;
-Τέλος, η μεταπολεμική αντιμετώπιση του δωσιλογισμού και των δωσίλογων από τις αντίπαλες παρατάξεις, τόσο κατά τη διάρκεια του πολέμου όσο και μεταπολεμικά. Υπήρξαν τέσσερις κατηγορίες δωσίλογων:
α) Η πρώτη περιλάμβανε τους πρώην υπουργούς των δωσίλογων κυβερνήσεων.
β) Η δεύτερη, τα Τάγματα Ασφαλείας, άλλα σώματα ασφαλείας και εξοπλισμένες άτακτες ομάδες από τους Γερμανούς.
γ) Η τρίτη περιλάμβανε πράκτορες της Γκεστάπο, Ελληνες ναζί και καταδότες, και τέλος
δ) Η τέταρτη κατηγορία ήταν αυτοί που συνεργάστηκαν με τις βουλγαρικές αρχές κατοχής.
Μόνο οι δύο τελευταίες κατηγορίες αντιμετωπίστηκαν με αυστηρότητα (αν και ελάχιστοι εκτελέστηκαν, κυρίως γιατί οι περισσότεροι καταδικάστηκαν ερήμην). Τα Δεκεμβριανά επηρέασαν τη στάση του πολιτικού κόσμου απέναντι στους πρώην συνεργάτες. Ο πολιτικός κόσμος εγκατέλειψε τις αρχικές του προθέσεις για παραδειγματική τιμωρία των δωσίλογων. Ως συνέπεια των παραπάνω ένας μεγάλος αριθμός πρώην συνεργατών ενσωματώθηκε στον «εθνικό κορμό» και αξιοποιήθηκε σε διάφορες υπηρεσίες.
Του Τάκη Καμπύλη, από υην "Καθημερινή" της Κυριακής, 4 Νοεμβρίου 2007