Ενα Κύπελλο, εκείνο του '50, για την ακρίβεια... ελάχιστα παγκόσμιο. Με ομάδες που εμφανίστηκαν (όχι από πρόκριση, μόνον) από πρόσκληση. Μόλις 12, καθώς ο πλανήτης ορθοποδούσε μετά τον πόλεμο, ανταποκρίθηκαν. Μόλις 13, με τους οικοδεσπότες, συμμετείχαν. Σε ομίλους των τεσσάρων, των τριών, των... δύο! Η «σκουάντρα ατζούρα» είχε ξεκληριστεί το '49, με την τραγωδία της Τορίνο. Η Γερμανία ήταν, ακόμη, αποκλεισμένη από τη διεθνή κοινότητα. Η Αργεντινή απείχε.
Η Γαλλία αρνήθηκε να ταξιδέψει αχανείς «εσωτερικές» αποστάσεις 3.000 χιλιομέτρων. Οι Σουηδοί, Ολυμπιονίκες, πήγαν δίχως τους «επαγγελματίες» (Γκρεν, Νόρνταλ, Λίντχολμ) των ιταλικών κλαμπ. Οι Αγγλοι βγήκαν απ' την αυτοεξορία και την πλήρωσαν στην ήττα-κάζο απ' τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η πιο ισχυρή Ευρωπαία, ασημένιο μετάλλιο στους Ολυμπιακούς του '48, ήταν η Γιουγκοσλαβία. Μίτιτς, Μπόμπεκ, Βούκας, οι δύο Τσάικοβσκι, Μπράνκο Στάνκοβιτς.
Το «Μαρακανά», ένα «Ουέμπλεϊ»... επί δύο, έως και την πρεμιέρα ήταν περίπου γιαπί. Προοριζόταν για 200.000 θεατές, στο πρώτο ματς της Βραζιλίας χώρεσε λιγότερους απ' τους μισούς, για τα σημερινά «στάνταρ ασφαλείας» ιστορία επιστημονικής φαντασίας! Οταν ο Αντεμίρ έβαλε στον Καρμπαχάλ το πρώτο γκολ, ο μεν Μεξικανός καθάριζε την εστία απ' τα καπνογόνα, ο δε (Αγγλος) διαιτητής τον αγωνιστικό χώρο από καμιά εκατοστή ρεπόρτερ που όρμησαν να πάρουν επιτόπου μίνι-συνεντεύξεις!
Η Βραζιλία ήταν καλή. Το Μεξικό ηττήθηκε 4-0, έκανε έξι φάουλ στο πρώτο πεντάλεπτο, γλίτωσε πέντε φορές απ' τα δοκάρια. Για το δεύτερο ματς, στο Σάο Πάουλο με την Ελβετία, ο κόουτς Φλάβιο Κόστα έβαλε στην ενδεκάδα πολλούς ντόπιους. Ηθελε να ευχαριστήσει το κοινό. Το κοινό, στο φινάλε, παραλίγο να τον λιντσάρει: 2-2. Τον έσωσαν οι αστυνομικοί. Η «σελεσάο» έδωσε όλα τα υπόλοιπα παιγνίδια της πίσω, ξανά, στο «Μαρακανά». Για το αμέσως επόμενο, με τους Γιουγκοσλάβους, είχε μία επιλογή. Να νικήσει, ειδάλλως έβγαινε νοκ άουτ.
Μια σκαλωσιά στ' αποδυτήρια, πριν από τη σέντρα, έβγαλε προς στιγμήν νοκ άουτ τον (αρχηγό των Γιουγκοσλάβων) Μίτιτς. Ανοιξε το κεφάλι του. Ο Ουαλός ρέφερι αρνήθηκε να καθυστερήσει την έναρξη του αγώνα. Φαρσοκωμωδία, εάν σκεφτεί κανείς ότι ο προηγούμενος αγώνας της Γιουγκοσλαβίας, με την Ελβετία, άργησε είκοσι λεπτά επειδή έλειπαν τα σημαιάκια του κόρνερ. Η Γιουγκοσλαβία ξεκίνησε με δέκα, ο Αντεμίρ πρόλαβε να σκοράρει στο 3', ο Μίτιτς κάποια στιγμή (ραμμένος και δεμένος) μπήκε, ύστερα έγινε ματς. Πιθανότατα το ωραιότερο «κανονικό» ματς της διοργάνωσης. Γιατί ο «τελικός» αργότερα, Βραζιλία-Ουρουγουάη, δεν ήταν κανονικό ματς. Ηταν μεταφυσικό.
Η Βραζιλία τα κατάφερε (2-0) κι έπειτα, στο τελικό pool, λύθηκε. Οι Ευρωπαίοι δεν είχαν ιδέα πώς λειτουργούσε το τρίγωνο εκείνων των αδύνατων μουστακαλήδων. Ζαΐρ, Αντεμίρ, Ζιζίνιο. Ο μύθος θέλει τον Αντεμίρ να παγίδευε τη μπάλα ανάμεσα στους αστραγάλους και να πηδούσε πάνω απ' τον τερματοφύλακα. Οι Σουηδοί ηττήθηκαν 7-1. Οι Ισπανοί, κάτασπροι από φόβο προτού καν ξεκινήσει ο αγώνας, 6-1. Οι τρεις αρτίστες έδιναν καμουφλάζ στις αδυναμίες πίσω. Οι Ουρουγουανοί, όμως, τις ήξεραν. Κι είχαν τα guts, με το «Μαρακανά» πλέον έτοιμο να υποδεχθεί 205.000 θεατές, να τις ξύσουν.
Οι αρτίστες έπεσαν σε Σινικό Τείχος. Σε καινοφανή (π.χ. ντουμπλαρισμένα μαρκαρίσματα) τρικ. Ο Ουρουγουανός τερματοφύλακας Μάσπολι έκανε το παιγνίδι της ζωής του. Η Βραζιλία έπαιρνε το τρόπαιο και με ισοπαλία. Αλλά, φυσικά, επιτέθηκε. Δεν την πάτησε στην αρχή (δοκάρι Μίγκες). Ο Φριάσα σκόραρε το μοναδικό γκολ της καριέρας του για την εθνική κι ήταν εκείνη την ημέρα (1-0, 47'). Πολύ νωρίς, για να λυγίσουν οι (μάστορες ανατροπών στα προηγούμενα ματς) φιλοξενούμενοι. Η λαϊκή δοξασία είναι ότι η Βραζιλία, έκτοτε, το 'ρίξε στο ποδόσφαιρο επίδειξης. Αλλά ο Ζαΐρ, χρόνια μετά, είπε την αλήθεια. Οτι με το 1-0 «η ομαδική πίεση στον αντίπαλο υποχώρησε δραματικά».
Τότε φάνηκε η αδυναμία. Η βασική ήταν ότι οι πλάγιοι αμυνόμενοι, εάν τους περνούσαν ένας-με-έναν οι εξτρέμ, δεν είχαν καμία κάλυψη στα νώτα. Ο Βαρέλα άρχισε ν' ανεβαίνει από την άμυνα κι ο έξω δεξιά, Γκίτζα, να ταλαιπωρεί τον μοναδικό αντίπαλο που συναντούσε επελαύνοντας. Τον Μπιγκόντε. Από κει έβγαλε τη σέντρα της ισοφάρισης (66' Σκιαφίνο). Ο ήχος της σιωπής, στο «Μαρακανά», ήταν εκκωφαντικός. Παρέλυσε τους Βραζιλιάνους. Ο συνδυασμός Γκίτζα-Σκιαφίνο ξανάγινε, αλλά ο Σκιαφίνο αστόχησε. Ο Ζουβενάλ δεν τολμούσε να βοηθήσει τον Μπιγκόντε, γιατί μάρκαρε ο ίδιος τον Σκιαφίνο.
Την επόμενη φορά που ο Γκίτζα ξεφορτώθηκε (σε ένα-δύο με τον Πέρες) τον Μπιγκόντε, όλοι περίμεναν πάλι σέντρα στον Σκιαφίνο. Ο Γκίτζα το τελείωσε, χαμηλά στη γωνία του πρώτου δοκαριού, μονάχος (79' 1-2). Ο Μπιγκόντε δεν ξανάπαιξε ποτέ στη Βραζιλία. Ο Ντανίλο γράφτηκε ότι έκανε απόπειρα αυτοκτονίας. Για χρόνια η κατάρα του φταιξίματος έπεφτε στους μαύρους της ενδεκάδας. Αγνοώντας ότι ένας επίσης μαύρος, ο Ανδράδε, ήταν ο ακρογωνιαίος λίθος του θριάμβου της Ουρουγουάης. Στα '60s στον τερματοφύλακα Μπαρμπόσα δώρισαν τα δοκάρια του «Μαρακανά». Τα πήρε σπίτι, κάλεσε τους γείτονες σε μπάρμπεκιου, τα 'καψε!
Εάν η Βραζιλία κατακτούσε τον τίτλο το '50, στην κόψη του 20ού αιώνα, ίσως το φαινόμενο-Πελέ να μην έπαιρνε ποτέ τη διάσταση που πήρε, μετά, στο δεύτερο μισό του αιώνα. Ισως Πελέ να 'ταν, από τότε και για πάντα, ο Αντεμίρ. Την ιστορία, όμως, ως γνωστόν, τη γράφουν (μόνον) οι νικητές. Ο Πελέ, τότε, ήταν δέκα χρόνων κι έβλεπε τον πατέρα του να κλαίει. Το 2014 θα 'ναι 74. Κι όπως όλος ο κόσμος, θα ζει για να δει στο «Μαρακανά» ένα παιγνίδι. Βραζιλία-Ουρουγουάη.
Ο Αλέξης Σπυρόπουλος στην "SportDay" την Πέμπτη, 1 Νοεμβρίου 2007