(...) Το πιο ενοχλητικό, επικίνδυνο και ανησυχητικό για την Ελλάδα και τους Έλληνες δεν είναι ότι πιθανόν να αναγνωριστεί ένα κράτος με το όνομα που αυτό έχει επιλέξει, όπως έχει άλλωστε το δικαίωμα, αλλά ότι με αφορμή το Μακεδονικό αναδείχθηκαν και επιβλήθηκαν, ως κυρίαρχες τάσεις στην ελληνική κοινωνία και τους παράγοντες που διαμορφώνουν την κοινή γνώμη, στοιχεία μιας πρωτοφανούς αρχαϊκότητας, που μας εμφανίζουν να αθετούμε δημοκρατικές κατακτήσεις και πολύτιμες δημοκρατικές ευαισθησίες, που, μετά τη μεταπολίτευση, είχε θεωρηθεί ότι αποτελούσαν πλέον κοινό κτήμα των Ελλήνων πολιτών.
Χωρίς να το αντιλαμβανόμαστε πάντοτε, μέσα σε μια έξαρση εθνικισμού, αναβιώσαμε, στο επίπεδο της πολιτείας, των κομμάτων, στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, αλλά και σε αριστερά κινήματα, έναν εθνικισμό και έναν σοβινισμό άλλων εποχών, έναν ρατσισμό που δεν τιμά την ελληνική κοινωνία. Τα φαινόμενα της μισαλλοδοξίας, του φανατισμού και των νέων δογματισμών που αναπτύσσονται, υπονομεύουν την εθνική συνοχή και τις συλλογικές συνειδήσεις πολύ περισσότερο απ' ό,τι οι υπαρκτοί ή οι εφευρισκόμενοι εξωτερικοί "κίνδυνοι".
Και όλα αυτά γίνονται με τη βεβαιότητα και την ήσυχη συνείδηση ότι πράττουμε ένα εθνικό καθήκον. Στην ουσία καταρρακώνεται κάθε έννοια εθνικού αυτοσεβασμού και αυτογνωσίας.
Για τη θεωρούμενη εθνική υπόθεση επιστρατεύθηκαν από τους αρμοδίους, και έγιναν με μεγάλη ευκολία δεκτά από την κοινή γνώμη, πράγματα που αντιστρατεύονται τις αρχές της κοινής λογικής και ό,τι αποτελεί το σημερινό επίπεδο των ιστορικών γνώσεων.
Λέγεται ότι η Μακεδονία ήταν, είναι και θα είναι ελληνική. Όλοι όμως, γνωρίζουν ότι δίπλα στην ελληνική Μακεδονία υπάρχουν σλαβικές Μακεδονίες, που διαμορφώθηκαν ιστορικά και την ύπαρξη των οποίων ουδείς ποτέ θεώρησε ότι μπορεί να αμφισβητήσει. Προχωρούμε: "Η ελληνική Μακεδονία ήταν, είναι και θα είναι ελληνική". Γιατί θέλουμε να ξεχνούμε ότι η ελληνική Μακεδονία έγινε ελληνική κατά τον διανυόμενο αιώνα, μέσα από ένα σπαρακτικό ξερίζωμα πληθυσμών, με αμοιβαίες ανταλλαγές πληθυσμών, με τον ερχομό των μικρασιατών Ελλήνων μετά από την καταστροφή;
Η σημερινή πληθυσμιακή σύνθεση της Μακεδονίας είναι, κατά κύριο λόγο, αποτέλεσμα των ανταλλαγών πληθυσμών και όχι της επιβίωσης γηγενών ελληνικών πληθυσμιακών συνόλων.
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι πάντα μπορούμε να εμφανίζουμε στοιχεία, πολλά από τα οποία μπορεί να είναι βάσιμα, για να τεκμηριώσουμε μια άποψη. Το σημαντικό όμως είναι ότι, χωρίς να εξηγούμε τι αντιπροσωπεύει και πώς πραγματοποιήθηκε η διαδικασία της ελληνοποίησης της ελληνικής Μακεδονίας, καλλιεργούμε έναν "εθνικό φανατισμό" στους πολίτες, μέσα από ένα σύνθημα που δεν έχει αντιστοιχία προς τις ιστορικές πραγματικότητες.
Δεν θέλω να σχολιάσω τις αηδίες περί Μεγαλέξανδρου.
Αν, στη θέση των συνθημάτων που ευνοούν την αμάθεια, φανατίζουν και αποπροσανατολίζουν, είχαν αναδειχθεί τα στοιχεία της ιστορικότητας των φαινομένων, και ιδίως των εθνικών φαινομένων, τότε οι πολίτες αυτής της χώρας θα είχαν τη δυνατότητα να αντιληφθούν ευκολότερα πόσο κοινές σε όλους τους λαούς είναι οι εθνοκεντρικές τάσεις και πόσο αυτά που θεωρούνται ελληνικές μοναδικότητες ή ελληνικές θαυματουργίες αποτελούν κοινούς τόπους στην ιστορία όλων των λαών, όταν, σε συγκεκριμένες φάσεις της ιστορικής διαδρομής τους, θεωρούν ότι αντιπροσωπεύουν το κέντρο της γης και τον ομφαλό του κόσμου. Αλλά φαίνεται ότι αυτή η ιστορικοποίηση της γνώσης κάποιους δεν τους συνέφερε. Και οδηγηθήκαμε στους παραλογισμούς και τις παραδοξολογίες...
Το πρόβλημα είναι πώς θα αναγνωρίσουμε τις ιδιαιτερότητες μέσα από τις οποίες διαμορφώθηκαν οι εθνότητες στη Βαλκανική. Να καταλάβουμε σε τι δράματα οδήγησε η αντιπαράθεση, με ευθύνη όλων των εθνοτήτων και όλων των κρατών, γιατί όλοι με το ίδιο πρότυπο και τους ίδιους μηχανισμούς λειτούργησαν προκειμένου να εξασφαλίσουν και την ύπαρξή τους και την επιβίωσή τους.
Έχω την εντύπωση ότι με τον τρόπο που χειρίστηκε τα προβλήματα η ελληνική εξωτερική πολιτική υπονόμευσε τον ιδιαίτερο ρόλο που θα μπορούσε, για ιστορικούς λόγους, να έχει η Ελλάδα στα Βαλκάνια. Η χώρα μας, έχοντας αποφύγει το στάδιο του υπαρκτού σοσιαλισμού, με ένα δημοκρατικό πολίτευμα που στηρίζεται σε αξίες οι οποίες τείνουν να γίνουν κυρίαρχες στη διεθνή κοινότητα, θα μπορούσε να έχει, όχι έναν ανώτερο ρόλο, αλλά έναν πρόσκαιρα οδηγητικό, υπό τον όρο ότι θα έπαιζε το παιχνίδι της σύγκλισης και του σεβασμού των ιδιαιτεροτήτων και όχι το παιχνίδι της αντιπαλότητας.
Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης κατόρθωσαν να διαμορφώσουν ένα κλίμα ανομολόγητου ρατσισμού, είτε με την περιφρόνηση του τρίτου είτε με την εικόνα ότι η Ελλάδα είναι το κέντρο της γης και όλοι οι άλλοι την επιβουλεύονται. Όμως όποτε έχουμε υπάρξει ελληνοκεντρικοί και ομφαλοσκόποι, αυτό συνοδεύτηκε από εθνική πτώση και συχνά καταστροφές, στο μέτρο ιδίως που μια τέτοια τάση μας απομόνωσε από τα στοιχεία που, διασταυρούμενα με τις δικές μας ιδιαιτερότητες, ενίσχυαν την πολιτισμική μας φυσιογνωμία.
Όταν βγαίνουμε και αποκαλούμε τους γείτονες κρατίδιο, έχουμε ποτέ σκεφτεί ότι η Κύπρος είναι το ένα τέταρτο του "κράτους των Σκοπίων" Θα θέλαμε να την αποκαλούν κρατίδιο;
Υπάρχει κι ένα θέμα αγωγής του πολίτη. Το μέσο ενημέρωσης οφείλει να μεταδίδει την πληροφορία ως έχει. Όταν ο Μιτεράν μιλάει για τη Δημοκρατία της Μακεδονίας και εννοεί τη Δημοκρατία της Μακεδονίας με πρωτεύουσα τα Σκόπια και οι δημοσιογράφοι βάζουν εισαγωγικά στη λέξη Μακεδονία, είναι ως εάν τα εισαγωγικά να τα έχει βάλει ο Μιτεράν. Έτσι, όμως, δημιουργείται η εντύπωση ότι η διεθνής κοινότητα έχει την άποψή σου και συνεπώς σκληραίνεις τη θέση σου.
Μετά από την επιθυμητή κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού, θα ευχόταν κανείς να υπάρξει μια εξέλιξη προς κοινωνικά συστήματα πληρέστερης ικανοποίησης των αναγκών των πολιτών. Όπως φάνηκε, όμως, και όπως ίσως ήταν φυσικό, υπήρξε μια παλινδρόμηση της ιστορίας, με αναβίωση φυλετισμών, εθνικισμών και θρησκευτικών φανατισμών, που επηρέασε όχι μόνο τις χώρες αυτές αλλά και τον περίγυρό τους.
Η αναζωπύρωση του εθνικισμού στην Ελλάδα εντάσσεται σε έναν κύκλο που έχει τα ομόλογά του και στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και στις χώρες του Ισλάμ, όπου ξαναζωνταντεύουν οι θρησκευτικές και οι εθνικιστικές αδιαλλαξίες. Βέβαια, στη χώρα μας η εθνικιστική έξαρση δεν έχει φτάσει σε οριακά σημεία, αλλά το γενικό κλίμα που την εκτρέφει υπάρχει. Το λεγόμενο Μακεδονικό έδωσε αφορμή να έρθουν ξανά στην επιφάνεια όλες οι αρχαϊκότητες της ελληνικής κοινωνίας. Με επίκεντρο τις αδιανόητες και συγκεχυμένες έννοιες του ελληνοκεντρισμού, θεωρούνται ξανά ως μεγάλες και αιώνες αξίες όλα όσα φαινόταν ότι ως κοινωνία είχαμε απορρίψει τα τελευταία χρόνια. Και δεν είναι τυχαίο πόσο συντέλεσαν, στη γενική πλαισίωση αυτής της εξέλιξης, οι νεορθόδοξες απόψεις, ο νέος μυστικισμός, οι νέες επιθετικότητες του ανορθολογισμού. Φάνηκε ότι, παρά τις επιφάσεις κάποιου εκσυγχρονισμού, η κοινωνία μας απέχει πολύ από το να ζήσει με την αξιοπρέπεια των ανθρώπων και των πολιτών του εικοστού και του εικοστού πρώτου αιώνα.
Του Φίλιππου ΗΛΙΟΥ
Το παραπάνω άρθρο, έχει πρωτοδημοσιευθεί, ως συνέντευξη με τον Νίκο Φίλη, στην εφ. "Εποχή", στις 21.2. 1993. Το παρουσιάζουμε, όχι μόνο επειδή έχει εξαιρετική επικαιρότητα στη σημερινή συγκυρία, αλλά και επειδή η αντίσταση στον εθνικισμό (ιδιαίτερα κατά την "εποχή των συλλαλητηρίων", στις αρχές της δεκαετίας του 1990) συμπυκνώνει συνολικότερους άξονες της ιδεολογικοπολικής και επιστημονικής αντίληψης του Φίλιππου Ηλιού.
Οι "Ψηφίδες ιστορίας και πολιτικής του 20ού αιώνα" (εκδοτική φροντίδα: Άννα Ματθαίου, Στρατής Μπουρνάζος, Πόπη Πολέμη), που κυκλοφόρησαν την εβδομάδα που μας πέρασε από τις εκδόσεις Πόλις, είναι η τρίτη μεγάλη συλλογή κειμένων του Φίλιππου Ηλιού που εκδίδεται μετά θάνατον. Είχαν προηγηθεί ο "Ελληνικός Εμφύλιος Πόλεμος" (Θεμέλιο-ΑΣΚΙ, 2004) και οι "Ιστορίες του ελληνικού βιβλίου" (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2005).
Ο τόμος των "Ψηφίδων", στις 600 σελίδες του, συγκεντρώνει κείμενα που συνθέτουν την εικόνα του "πολίτη-ιστορικού" Φίλιππου Ηλιού. Καλύπτοντας ένα ευρύ φάσμα θεμάτων (από τους πρώτους δημοτικιστές, τον Δημήτρη Γληνό και την ιστορία του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος, μέχρι τα ανοιχτά αρχεία, τις ιδεολογικές χρήσεις της ιστορίας, τον Μακεδονικό και τη διαμάχη για τις ταυτότητες, μαζί με βιβλιοκρισίες και κείμενα για φίλους, συντρόφους και ομοτέχνους) εικονογραφεί δύο βασικούς, για τη ζωή και το έργο του Φίλιππου Ηλιού, άξονες: του μαχητικού πολίτη και του εν εγρηγόρσει ιστορικού, στη διαλεκτική τους σχέση.
Χωρίς να το αντιλαμβανόμαστε πάντοτε, μέσα σε μια έξαρση εθνικισμού, αναβιώσαμε, στο επίπεδο της πολιτείας, των κομμάτων, στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, αλλά και σε αριστερά κινήματα, έναν εθνικισμό και έναν σοβινισμό άλλων εποχών, έναν ρατσισμό που δεν τιμά την ελληνική κοινωνία. Τα φαινόμενα της μισαλλοδοξίας, του φανατισμού και των νέων δογματισμών που αναπτύσσονται, υπονομεύουν την εθνική συνοχή και τις συλλογικές συνειδήσεις πολύ περισσότερο απ' ό,τι οι υπαρκτοί ή οι εφευρισκόμενοι εξωτερικοί "κίνδυνοι".
Και όλα αυτά γίνονται με τη βεβαιότητα και την ήσυχη συνείδηση ότι πράττουμε ένα εθνικό καθήκον. Στην ουσία καταρρακώνεται κάθε έννοια εθνικού αυτοσεβασμού και αυτογνωσίας.
Για τη θεωρούμενη εθνική υπόθεση επιστρατεύθηκαν από τους αρμοδίους, και έγιναν με μεγάλη ευκολία δεκτά από την κοινή γνώμη, πράγματα που αντιστρατεύονται τις αρχές της κοινής λογικής και ό,τι αποτελεί το σημερινό επίπεδο των ιστορικών γνώσεων.
Λέγεται ότι η Μακεδονία ήταν, είναι και θα είναι ελληνική. Όλοι όμως, γνωρίζουν ότι δίπλα στην ελληνική Μακεδονία υπάρχουν σλαβικές Μακεδονίες, που διαμορφώθηκαν ιστορικά και την ύπαρξη των οποίων ουδείς ποτέ θεώρησε ότι μπορεί να αμφισβητήσει. Προχωρούμε: "Η ελληνική Μακεδονία ήταν, είναι και θα είναι ελληνική". Γιατί θέλουμε να ξεχνούμε ότι η ελληνική Μακεδονία έγινε ελληνική κατά τον διανυόμενο αιώνα, μέσα από ένα σπαρακτικό ξερίζωμα πληθυσμών, με αμοιβαίες ανταλλαγές πληθυσμών, με τον ερχομό των μικρασιατών Ελλήνων μετά από την καταστροφή;
Η σημερινή πληθυσμιακή σύνθεση της Μακεδονίας είναι, κατά κύριο λόγο, αποτέλεσμα των ανταλλαγών πληθυσμών και όχι της επιβίωσης γηγενών ελληνικών πληθυσμιακών συνόλων.
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι πάντα μπορούμε να εμφανίζουμε στοιχεία, πολλά από τα οποία μπορεί να είναι βάσιμα, για να τεκμηριώσουμε μια άποψη. Το σημαντικό όμως είναι ότι, χωρίς να εξηγούμε τι αντιπροσωπεύει και πώς πραγματοποιήθηκε η διαδικασία της ελληνοποίησης της ελληνικής Μακεδονίας, καλλιεργούμε έναν "εθνικό φανατισμό" στους πολίτες, μέσα από ένα σύνθημα που δεν έχει αντιστοιχία προς τις ιστορικές πραγματικότητες.
Δεν θέλω να σχολιάσω τις αηδίες περί Μεγαλέξανδρου.
Αν, στη θέση των συνθημάτων που ευνοούν την αμάθεια, φανατίζουν και αποπροσανατολίζουν, είχαν αναδειχθεί τα στοιχεία της ιστορικότητας των φαινομένων, και ιδίως των εθνικών φαινομένων, τότε οι πολίτες αυτής της χώρας θα είχαν τη δυνατότητα να αντιληφθούν ευκολότερα πόσο κοινές σε όλους τους λαούς είναι οι εθνοκεντρικές τάσεις και πόσο αυτά που θεωρούνται ελληνικές μοναδικότητες ή ελληνικές θαυματουργίες αποτελούν κοινούς τόπους στην ιστορία όλων των λαών, όταν, σε συγκεκριμένες φάσεις της ιστορικής διαδρομής τους, θεωρούν ότι αντιπροσωπεύουν το κέντρο της γης και τον ομφαλό του κόσμου. Αλλά φαίνεται ότι αυτή η ιστορικοποίηση της γνώσης κάποιους δεν τους συνέφερε. Και οδηγηθήκαμε στους παραλογισμούς και τις παραδοξολογίες...
Το πρόβλημα είναι πώς θα αναγνωρίσουμε τις ιδιαιτερότητες μέσα από τις οποίες διαμορφώθηκαν οι εθνότητες στη Βαλκανική. Να καταλάβουμε σε τι δράματα οδήγησε η αντιπαράθεση, με ευθύνη όλων των εθνοτήτων και όλων των κρατών, γιατί όλοι με το ίδιο πρότυπο και τους ίδιους μηχανισμούς λειτούργησαν προκειμένου να εξασφαλίσουν και την ύπαρξή τους και την επιβίωσή τους.
Έχω την εντύπωση ότι με τον τρόπο που χειρίστηκε τα προβλήματα η ελληνική εξωτερική πολιτική υπονόμευσε τον ιδιαίτερο ρόλο που θα μπορούσε, για ιστορικούς λόγους, να έχει η Ελλάδα στα Βαλκάνια. Η χώρα μας, έχοντας αποφύγει το στάδιο του υπαρκτού σοσιαλισμού, με ένα δημοκρατικό πολίτευμα που στηρίζεται σε αξίες οι οποίες τείνουν να γίνουν κυρίαρχες στη διεθνή κοινότητα, θα μπορούσε να έχει, όχι έναν ανώτερο ρόλο, αλλά έναν πρόσκαιρα οδηγητικό, υπό τον όρο ότι θα έπαιζε το παιχνίδι της σύγκλισης και του σεβασμού των ιδιαιτεροτήτων και όχι το παιχνίδι της αντιπαλότητας.
Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης κατόρθωσαν να διαμορφώσουν ένα κλίμα ανομολόγητου ρατσισμού, είτε με την περιφρόνηση του τρίτου είτε με την εικόνα ότι η Ελλάδα είναι το κέντρο της γης και όλοι οι άλλοι την επιβουλεύονται. Όμως όποτε έχουμε υπάρξει ελληνοκεντρικοί και ομφαλοσκόποι, αυτό συνοδεύτηκε από εθνική πτώση και συχνά καταστροφές, στο μέτρο ιδίως που μια τέτοια τάση μας απομόνωσε από τα στοιχεία που, διασταυρούμενα με τις δικές μας ιδιαιτερότητες, ενίσχυαν την πολιτισμική μας φυσιογνωμία.
Όταν βγαίνουμε και αποκαλούμε τους γείτονες κρατίδιο, έχουμε ποτέ σκεφτεί ότι η Κύπρος είναι το ένα τέταρτο του "κράτους των Σκοπίων" Θα θέλαμε να την αποκαλούν κρατίδιο;
Υπάρχει κι ένα θέμα αγωγής του πολίτη. Το μέσο ενημέρωσης οφείλει να μεταδίδει την πληροφορία ως έχει. Όταν ο Μιτεράν μιλάει για τη Δημοκρατία της Μακεδονίας και εννοεί τη Δημοκρατία της Μακεδονίας με πρωτεύουσα τα Σκόπια και οι δημοσιογράφοι βάζουν εισαγωγικά στη λέξη Μακεδονία, είναι ως εάν τα εισαγωγικά να τα έχει βάλει ο Μιτεράν. Έτσι, όμως, δημιουργείται η εντύπωση ότι η διεθνής κοινότητα έχει την άποψή σου και συνεπώς σκληραίνεις τη θέση σου.
Μετά από την επιθυμητή κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού, θα ευχόταν κανείς να υπάρξει μια εξέλιξη προς κοινωνικά συστήματα πληρέστερης ικανοποίησης των αναγκών των πολιτών. Όπως φάνηκε, όμως, και όπως ίσως ήταν φυσικό, υπήρξε μια παλινδρόμηση της ιστορίας, με αναβίωση φυλετισμών, εθνικισμών και θρησκευτικών φανατισμών, που επηρέασε όχι μόνο τις χώρες αυτές αλλά και τον περίγυρό τους.
Η αναζωπύρωση του εθνικισμού στην Ελλάδα εντάσσεται σε έναν κύκλο που έχει τα ομόλογά του και στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και στις χώρες του Ισλάμ, όπου ξαναζωνταντεύουν οι θρησκευτικές και οι εθνικιστικές αδιαλλαξίες. Βέβαια, στη χώρα μας η εθνικιστική έξαρση δεν έχει φτάσει σε οριακά σημεία, αλλά το γενικό κλίμα που την εκτρέφει υπάρχει. Το λεγόμενο Μακεδονικό έδωσε αφορμή να έρθουν ξανά στην επιφάνεια όλες οι αρχαϊκότητες της ελληνικής κοινωνίας. Με επίκεντρο τις αδιανόητες και συγκεχυμένες έννοιες του ελληνοκεντρισμού, θεωρούνται ξανά ως μεγάλες και αιώνες αξίες όλα όσα φαινόταν ότι ως κοινωνία είχαμε απορρίψει τα τελευταία χρόνια. Και δεν είναι τυχαίο πόσο συντέλεσαν, στη γενική πλαισίωση αυτής της εξέλιξης, οι νεορθόδοξες απόψεις, ο νέος μυστικισμός, οι νέες επιθετικότητες του ανορθολογισμού. Φάνηκε ότι, παρά τις επιφάσεις κάποιου εκσυγχρονισμού, η κοινωνία μας απέχει πολύ από το να ζήσει με την αξιοπρέπεια των ανθρώπων και των πολιτών του εικοστού και του εικοστού πρώτου αιώνα.
Του Φίλιππου ΗΛΙΟΥ
Το παραπάνω άρθρο, έχει πρωτοδημοσιευθεί, ως συνέντευξη με τον Νίκο Φίλη, στην εφ. "Εποχή", στις 21.2. 1993. Το παρουσιάζουμε, όχι μόνο επειδή έχει εξαιρετική επικαιρότητα στη σημερινή συγκυρία, αλλά και επειδή η αντίσταση στον εθνικισμό (ιδιαίτερα κατά την "εποχή των συλλαλητηρίων", στις αρχές της δεκαετίας του 1990) συμπυκνώνει συνολικότερους άξονες της ιδεολογικοπολικής και επιστημονικής αντίληψης του Φίλιππου Ηλιού.
Οι "Ψηφίδες ιστορίας και πολιτικής του 20ού αιώνα" (εκδοτική φροντίδα: Άννα Ματθαίου, Στρατής Μπουρνάζος, Πόπη Πολέμη), που κυκλοφόρησαν την εβδομάδα που μας πέρασε από τις εκδόσεις Πόλις, είναι η τρίτη μεγάλη συλλογή κειμένων του Φίλιππου Ηλιού που εκδίδεται μετά θάνατον. Είχαν προηγηθεί ο "Ελληνικός Εμφύλιος Πόλεμος" (Θεμέλιο-ΑΣΚΙ, 2004) και οι "Ιστορίες του ελληνικού βιβλίου" (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2005).
Ο τόμος των "Ψηφίδων", στις 600 σελίδες του, συγκεντρώνει κείμενα που συνθέτουν την εικόνα του "πολίτη-ιστορικού" Φίλιππου Ηλιού. Καλύπτοντας ένα ευρύ φάσμα θεμάτων (από τους πρώτους δημοτικιστές, τον Δημήτρη Γληνό και την ιστορία του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος, μέχρι τα ανοιχτά αρχεία, τις ιδεολογικές χρήσεις της ιστορίας, τον Μακεδονικό και τη διαμάχη για τις ταυτότητες, μαζί με βιβλιοκρισίες και κείμενα για φίλους, συντρόφους και ομοτέχνους) εικονογραφεί δύο βασικούς, για τη ζωή και το έργο του Φίλιππου Ηλιού, άξονες: του μαχητικού πολίτη και του εν εγρηγόρσει ιστορικού, στη διαλεκτική τους σχέση.