Εχω την εντύπωση -και ίσως να κάνω λάθος- ότι όταν ο κόσμος αλλάζει με ρυθμό γρηγορότερο (όπως συμβαίνει τώρα) από εκείνον που μπορούμε να παρακολουθήσουμε ή που είχαμε προβλέψει, τότε θα πρέπει να αλλάζουν και να προσαρμόζονται σε αυτές τις αλλαγές τόσο οι αντιλήψεις μας όσο και οι τρόποι που αντιδρούμε. Η διαπίστωση αυτή αφορά φυσικά και το ποδόσφαιρο.
Κάτι τέτοιες στιγμές μου αρέσει να ξαναγυρίζω πίσω, στην ιστορία του παιχνιδιού, για να προσπαθήσω να καταλάβω τις διαφορές ανάμεσα στις εποχές και να μαντέψω τους τομείς στους οποίους θα έπρεπε να γίνουν οι αλλαγές. Φαντάζομαι ότι κανείς δεν παραγνωρίζει τη σπουδαία συμβολή των Εγγλέζων στη διάδοση του ποδοσφαίρου. Βραζιλιάνοι και Αργεντινοί γνώρισαν το ποδόσφαιρο χάρη στους Εγγλέζους, η Μπαρτσελόνα στις πρώτες μέρες της είχε Αγγλους προέδρους και ποδοσφαιριστές. Στην Ελλάδα, από Εγγλέζους πρωτοπαίχθηκε το ποδόσφαιρο, στη Θεσσαλονίκη. Και η λατρεία πολλών φίλων του ποδοσφαίρου σε όλη την υφήλιο για το αγγλικό ποδόσφαιρο έχει κυρίως ιστορικές ρίζες. Βέβαια, η πραγματικότητα δείχνει ότι η Πρέμιερσιπ είναι το πιο εμπορικό ποδοσφαιρικό προϊόν σε ολόκληρο τον κόσμο.
Ομως, πέρα από αυτό, πολλές φορές έχω αναρωτηθεί ποια ακριβώς είναι η επιπλέον προσφορά των Εγγλέζων στο άθλημα, πέρα από την ιστορική πλευρά αυτής της προσφοράς. Ισως μπορούμε να θεωρήσουμε ότι μας προσέφεραν την αντίληψη του fair play και ένα επιθετικό πνεύμα στα αγωνιστικά χαρακτηριστικά του παιχνιδιού... Σε επίπεδο τεχνικής εξέλιξης το μόνο σύστημα που οι λεγόμενοι πατέρες του ποδοσφαίρου έφεραν στο άθλημα ήταν το WM του Χέρμπερτ Τσάπμαν, εκεί στα μέσα της δεκαετίας του ‘20. Ολα τα άλλα αναπτύχθηκαν από Ούγγρους, Βραζιλιάνους, Ιταλούς, Αργεντινούς ή Ολλανδούς. Και οι «πατέρες» του ποδοσφαίρου δεν έχουν καταφέρει να έχουν στην προθήκη των τροπαίων της ομοσπονδίας τους ούτε καν ένα ζευγάρι παγκοσμίων κυπέλλων. Ενα έχουν, αυτό του 1966, που έγινε στη χώρα τους.
Δεν είναι λίγες οι φορές που ένιωθα αμηχανία όταν προσπαθούσα να εξηγήσω σε αρκετούς φίλους αυτό το ιδιότυπο καθεστώς προνομίων που απολάμβαναν οι Εγγλέζοι στο παγκόσμιο ποδόσφαιρο. Και δεν εννοώ φυσικά τη μόνιμη θέση αντιπροέδρου στη ΦΙΦΑ, ένα προνόμιο που τους δόθηκε μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ως αναγνώριση της συμβολής τους στη διάδοση του ποδοσφαίρου. Αλλά για το άλλο, το σκανδαλώδες προνόμιο που μπορεί να αντανακλούσε την επιρροή μιας παγκόσμιας δύναμης, όπως ήταν πριν από το 1940 η Αγγλία, αλλά που σήμερα σε ένα παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον δεν έχει κανένα νόημα και συνιστά απροκάλυπτη διάκριση εις βάρος άλλων, αναπτυσσόμενων ποδοσφαιρικά, χωρών.
Η χώρα, η Μεγάλη -κάποτε- Βρετανία, αντιπροσωπεύεται στις διεθνείς διοργανώσεις σε επίπεδο εθνικών ομάδων με 4 «εθνικές» ομάδες, Αγγλία, Σκωτία, Ουαλία και Β. Ιρλανδία, όπου «εθνική» ομάδα είναι μόνον η πρώτη, ενώ οι άλλες δύο είναι περιοχές μιας και μόνο χώρας και η 4η είναι κατάλοιπο της αποικιοκρατικής αδηφάγου διαθέσεως του «βρετανικού Λέοντα».
Πέραν όλων των άλλων, λέγεται ότι αυτή η κατάτμηση του ποδοσφαιρικού υλικού δεν επέτρεψε ποτέ στην εθνική Αγγλίας να παρουσιάσει μία πολύ πληρέστερη ομάδα σε παγκόσμιο επίπεδο και καταδίκασε κάποιους προικισμένους Ουαλούς ποδοσφαιριστές, όπως ο Λίαμ Μπρέιντι ή ο Ράιαν Γκιγκς, να μείνουν εκτός Παγκοσμίου Κυπέλλου. Υποθέτω ότι έχει έρθει πλέον ο καιρός, μετά τη ραγδαία αύξηση των νέων χωρών που έγιναν μέλη της ΦΙΦΑ μετά το 1992, να ξαναδούμε αυτό το σκανδαλώδες προνόμιο των Αγγλων, όπως επίσης και ένα ακόμα γεγονός. Δεν μπορεί, μετά τις δραματικές αλλαγές που έχουν συμβεί στο παγκόσμιο ποδόσφαιρο, να μην έχουν αλλάξει η μορφή, το μοντέλο οργάνωσης και οι διαδικασίες της ΦΙΦΑ, ακόμη και της ΟΥΕΦΑ.
Οι σχέσεις των συλλόγων με τις εθνικές ομάδες έχουν μεταβληθεί δραματικά και έχουν προσλάβει και μία οικονομική διάσταση, ιδιαίτερα σοβαρή, γεγονός που επιβάλλει κάποιες αλλαγές. Τόσο στο θεσμικό πλαίσιο του ποδοσφαίρου όσο και στη φυσιογνωμία του παιχνιδιού, το οποίο έχει μεταβληθεί σε ένα -σε πολλές περιπτώσεις- ακριβό προϊόν. Το ποιες αλλαγές αλλά και την κατεύθυνση προς την οποία θα κινηθούν είναι θέματα που θα έπρεπε ήδη να έχουμε αρχίσει να συζητάμε, διότι η καθυστέρηση και η αδιαφορία, σε τέτοιες συνθήκες, είναι διαβατήριο σίγουρης καταστροφής.
Του Χρήστου Χαραλαμπόπουλου στην SportDay την Πέμπτη, 22 Νοεμβρίου 2007
Κάτι τέτοιες στιγμές μου αρέσει να ξαναγυρίζω πίσω, στην ιστορία του παιχνιδιού, για να προσπαθήσω να καταλάβω τις διαφορές ανάμεσα στις εποχές και να μαντέψω τους τομείς στους οποίους θα έπρεπε να γίνουν οι αλλαγές. Φαντάζομαι ότι κανείς δεν παραγνωρίζει τη σπουδαία συμβολή των Εγγλέζων στη διάδοση του ποδοσφαίρου. Βραζιλιάνοι και Αργεντινοί γνώρισαν το ποδόσφαιρο χάρη στους Εγγλέζους, η Μπαρτσελόνα στις πρώτες μέρες της είχε Αγγλους προέδρους και ποδοσφαιριστές. Στην Ελλάδα, από Εγγλέζους πρωτοπαίχθηκε το ποδόσφαιρο, στη Θεσσαλονίκη. Και η λατρεία πολλών φίλων του ποδοσφαίρου σε όλη την υφήλιο για το αγγλικό ποδόσφαιρο έχει κυρίως ιστορικές ρίζες. Βέβαια, η πραγματικότητα δείχνει ότι η Πρέμιερσιπ είναι το πιο εμπορικό ποδοσφαιρικό προϊόν σε ολόκληρο τον κόσμο.
Ομως, πέρα από αυτό, πολλές φορές έχω αναρωτηθεί ποια ακριβώς είναι η επιπλέον προσφορά των Εγγλέζων στο άθλημα, πέρα από την ιστορική πλευρά αυτής της προσφοράς. Ισως μπορούμε να θεωρήσουμε ότι μας προσέφεραν την αντίληψη του fair play και ένα επιθετικό πνεύμα στα αγωνιστικά χαρακτηριστικά του παιχνιδιού... Σε επίπεδο τεχνικής εξέλιξης το μόνο σύστημα που οι λεγόμενοι πατέρες του ποδοσφαίρου έφεραν στο άθλημα ήταν το WM του Χέρμπερτ Τσάπμαν, εκεί στα μέσα της δεκαετίας του ‘20. Ολα τα άλλα αναπτύχθηκαν από Ούγγρους, Βραζιλιάνους, Ιταλούς, Αργεντινούς ή Ολλανδούς. Και οι «πατέρες» του ποδοσφαίρου δεν έχουν καταφέρει να έχουν στην προθήκη των τροπαίων της ομοσπονδίας τους ούτε καν ένα ζευγάρι παγκοσμίων κυπέλλων. Ενα έχουν, αυτό του 1966, που έγινε στη χώρα τους.
Δεν είναι λίγες οι φορές που ένιωθα αμηχανία όταν προσπαθούσα να εξηγήσω σε αρκετούς φίλους αυτό το ιδιότυπο καθεστώς προνομίων που απολάμβαναν οι Εγγλέζοι στο παγκόσμιο ποδόσφαιρο. Και δεν εννοώ φυσικά τη μόνιμη θέση αντιπροέδρου στη ΦΙΦΑ, ένα προνόμιο που τους δόθηκε μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ως αναγνώριση της συμβολής τους στη διάδοση του ποδοσφαίρου. Αλλά για το άλλο, το σκανδαλώδες προνόμιο που μπορεί να αντανακλούσε την επιρροή μιας παγκόσμιας δύναμης, όπως ήταν πριν από το 1940 η Αγγλία, αλλά που σήμερα σε ένα παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον δεν έχει κανένα νόημα και συνιστά απροκάλυπτη διάκριση εις βάρος άλλων, αναπτυσσόμενων ποδοσφαιρικά, χωρών.
Η χώρα, η Μεγάλη -κάποτε- Βρετανία, αντιπροσωπεύεται στις διεθνείς διοργανώσεις σε επίπεδο εθνικών ομάδων με 4 «εθνικές» ομάδες, Αγγλία, Σκωτία, Ουαλία και Β. Ιρλανδία, όπου «εθνική» ομάδα είναι μόνον η πρώτη, ενώ οι άλλες δύο είναι περιοχές μιας και μόνο χώρας και η 4η είναι κατάλοιπο της αποικιοκρατικής αδηφάγου διαθέσεως του «βρετανικού Λέοντα».
Πέραν όλων των άλλων, λέγεται ότι αυτή η κατάτμηση του ποδοσφαιρικού υλικού δεν επέτρεψε ποτέ στην εθνική Αγγλίας να παρουσιάσει μία πολύ πληρέστερη ομάδα σε παγκόσμιο επίπεδο και καταδίκασε κάποιους προικισμένους Ουαλούς ποδοσφαιριστές, όπως ο Λίαμ Μπρέιντι ή ο Ράιαν Γκιγκς, να μείνουν εκτός Παγκοσμίου Κυπέλλου. Υποθέτω ότι έχει έρθει πλέον ο καιρός, μετά τη ραγδαία αύξηση των νέων χωρών που έγιναν μέλη της ΦΙΦΑ μετά το 1992, να ξαναδούμε αυτό το σκανδαλώδες προνόμιο των Αγγλων, όπως επίσης και ένα ακόμα γεγονός. Δεν μπορεί, μετά τις δραματικές αλλαγές που έχουν συμβεί στο παγκόσμιο ποδόσφαιρο, να μην έχουν αλλάξει η μορφή, το μοντέλο οργάνωσης και οι διαδικασίες της ΦΙΦΑ, ακόμη και της ΟΥΕΦΑ.
Οι σχέσεις των συλλόγων με τις εθνικές ομάδες έχουν μεταβληθεί δραματικά και έχουν προσλάβει και μία οικονομική διάσταση, ιδιαίτερα σοβαρή, γεγονός που επιβάλλει κάποιες αλλαγές. Τόσο στο θεσμικό πλαίσιο του ποδοσφαίρου όσο και στη φυσιογνωμία του παιχνιδιού, το οποίο έχει μεταβληθεί σε ένα -σε πολλές περιπτώσεις- ακριβό προϊόν. Το ποιες αλλαγές αλλά και την κατεύθυνση προς την οποία θα κινηθούν είναι θέματα που θα έπρεπε ήδη να έχουμε αρχίσει να συζητάμε, διότι η καθυστέρηση και η αδιαφορία, σε τέτοιες συνθήκες, είναι διαβατήριο σίγουρης καταστροφής.
Του Χρήστου Χαραλαμπόπουλου στην SportDay την Πέμπτη, 22 Νοεμβρίου 2007