Μήπως, τελικά, είμαστε πολύ περισσότερο εύπιστοι απ' όσο νομίζουμε; Πρόθυμοι να αποδεχτούμε ως αληθές ό,τι μας αφηγούνται, αρκεί να θεωρούμε αρκετά φερέγγυα την πηγή της είδησης: τους γονείς μας στο σπίτι, τους καθηγητές στο σχολείο ή στο πανεπιστήμιο, ακόμη και τους πολιτικούς που εμπιστευόμαστε ή τις ειδήσεις-κουτσομπολιά που μεταδίδονται από ορισμένα ΜΜΕ.
Επιχειρώντας να κατανοήσει το φαινόμενο της ανθρώπινης ευπιστίας, η σύγχρονη γνωσιακή νευροψυχολογία κατέληξε σε ένα μάλλον δυσάρεστο συμπέρασμα: η γνωστική μηχανή του εγκεφάλου μας είναι έτσι κατασκευασμένη από την εξέλιξη, ώστε να αποδέχεται με μεγαλύτερη προθυμία εκείνες τις ειδήσεις που μοιράζεται ένας μεγάλος αριθμός συνανθρώπων μας, όσο παράλογες κι αν είναι αυτές. Στις νευροβιολογικές προϋποθέσεις της ευπιστίας στηρίζονται, εξάλλου, και τα διάφορα ιδεολογήματα περί «κοινωνικής συνωμοσίας»
Κάθε χρόνο ακούμε ότι δεκάδες άνθρωποι που υπέφεραν από κάποια ανίατη ασθένεια θεραπεύτηκαν οριστικά πίνοντας λίγο νερό από την ιερή πηγή της τάδε μονής ή έπειτα από προσκύνημα (των ίδιων ή ενός συγγενούς τους) στη δείνα εκκλησία όπου φυλάσσεται κάποια θαυματουργή εικόνα.
Μια εξίσου απίστευτη «είδηση», που συχνά αναπαράγεται άκριτα σε ιδιωτικές και δημόσιες συζητήσεις, είναι ότι μερικά από τα λαμπρότερα δείγματα του ανθρώπινου είδους -ο Πλάτων, ο Μέγας Αλέξανδρος, ο Βούδας, ο Χριστός κ.ά.- ήταν στην πραγματικότητα εξωγήινοι ή, έστω, «πεφωτισμένοι» που έδρασαν υπό την καθοδήγηση ενός ανώτερου εξωγήινου πολιτισμού! Στο άκουσμα τέτοιων ειδήσεων αντιδρούμε συνήθως με έκπληξη και με ειλικρινή απορία: «Πώς είναι δυνατόν», αναρωτιόμαστε, «να συμβαίνουν πάντα στους άλλους τέτοια απόκοσμα πράγματα και όχι σε εμάς;».
Λιγότερο εντυπωσιακές, αν και εξίσου εξωφρενικές, είναι πολλές ειδήσεις που συνήθως «διαρρέουν» από κάποια άγνωστη πηγή πληροφοριών και διαδίδονται άκριτα από στόμα σε στόμα ή από κάποια μέσα επικοινωνίας, συνήθως την τηλεόραση ή το Διαδίκτυο.
Για παράδειγμα, λέγεται συχνά ότι ο ιός HIV που προκαλεί την επίκτητη ανθρώπινη ανοσοανεπάρκεια, δηλαδή την ασθένεια του AIDS, δημιουργήθηκε σε κάποιο μυστικό στρατιωτικό ή φαρμακευτικό εργαστήριο, απ' όπου και διέφυγε, πριν από περίπου 26 χρόνια, είτε από ανθρώπινο λάθος είτε σκοπίμως. Αυτή η αβάσιμη υποψία παραβλέπει τόσο τη γεωγραφία της διάδοσης όσο και την υψηλή μεταλλακτικότητα του συγκεκριμένου ρετροϊού. Αν είχε «σχεδιαστεί» σε κάποιο εργαστήριο ως βιολογικό όπλο για την εξάλειψη κοινωνικών μειονοτήτων (ναρκομανείς, ομοφυλόφιλοι), τότε θα ήταν ένα εξαιρετικά ανασφαλές όπλο: λόγω της υψηλής μεταλλακτικότητάς του, ο ιός θα αναδεικνυόταν πολύ σύντομα σε μπούμερανγκ που θα στρεφόταν κατά των σκοτεινών δημιουργών του.
Μια ανάλογη, και εξίσου παρανοϊκή, είδηση είναι ότι η κατανάλωση πόσιμου νερού από τη βρύση ίσως ευθύνεται για τη συχνή εμφάνιση του συνδρόμου Αλτσχάιμερ. Απέναντι σε τέτοιες αυθαίρετες ειδήσεις, που προκύπτουν τόσο από την άγνοια όσο και από τη γενικευμένη πια φοβία απέναντι στα προϊόντα της τεχνοεπιστήμης, ο ανθρώπινος νους και οι κριτικές του ικανότητες παραλύουν.
Εν απουσία εύλογων αποδείξεων, ικανών να επιβεβαιώσουν ή να διαψεύσουν ανάλογες ειδήσεις, κάθε άνθρωπος, ανεξάρτητα από το μορφωτικό του επίπεδο, έχει την τάση να αντιδρά σε αυτές αυθόρμητα και παρορμητικά: αρχικά με ευπιστία, η οποία σύντομα μεταλλάσσεται σε ανησυχία ή πανικό. Απέναντι σε τέτοιες ανεξέλεγκτες και ταχύτατα διαδιδόμενες ειδήσεις ο ανθρώπινος νους αδρανοποιείται: δεν μπορεί να τις ελέγξει άμεσα και γρήγορα. Και όπως θα δούμε, αυτόν ακριβώς το μηχανισμό πυροδότησης της ανθρώπινης ευπιστίας εκμεταλλεύονται συστηματικά όσοι χρησιμοποιούν τις διάφορες θεωρίες περί κοινωνικής συνωμοσίας για να χειραγωγούν τη συμπεριφορά των ανθρώπων.
Η ανάπτυξη της ευπιστίας
Πριν ωστόσο αποτολμήσει κανείς την όποια εξήγηση των πολύπλοκων κοινωνικών-υποκειμενικών φαινομένων της ευπιστίας, οφείλει να κατανοήσει πώς επηρεάζουν οι πεποιθήσεις τη ζωή ενός νοήμονος όντος όπως ο άνθρωπος.
Με τον όρο «πεποίθηση» οι γνωσιακοί ψυχολόγοι περιγράφουν τις επαρκώς επιβεβαιωμένες νοητικές αναπαραστάσεις που ένας άνθρωπος διαμορφώνει κατά τη διάρκεια της ζωής του. Και υπάρχουν τρεις βασικοί τρόποι για να αποκτά κανείς νέες πεποιθήσεις: α) μέσω των νέων αισθητηριακών του εμπειριών και αντιλήψεων, β) μέσω λογικού συμπερασμού, βάσει του οποίου καταλήγει σε καινοφανή συμπεράσματα και γ) μέσω της εκμάθησης πληροφοριών που έχουν συλλεγεί από άλλους και οι οποίες τού διδάσκουν κάτι καινούργιο. Προφανώς η ευπιστία σχετίζεται με την περισσότερο ή λιγότερο παθητική αποδοχή πεποιθήσεων που έχουν διαμορφωθεί από άλλους.
Εφόσον ο τρόπος σκέψης και η συμπεριφορά μας εξαρτώνται και επηρεάζονται άμεσα από τις πεποιθήσεις μας, τότε μία τυπικά επιστημονική εξήγηση αυτών των φαινομένων θα όφειλε να αποκαλύψει αφενός τις εγκεφαλικές διεργασίες που επιτρέπουν την ανάδυση των πεποιθήσεων και αφετέρου τη βιολογική τους λειτουργία κατά την εξέλιξη του είδους μας. Στο σημείο αυτό αξίζει να σταθούμε σε μια πολύ συνηθισμένη παρανόηση: να θεωρούμε τον εγκέφαλό μας ως μια τέλεια σχεδιασμένη νοητική μηχανή.
Στην πραγματικότητα ο πολύπλοκος ανθρώπινος εγκέφαλος είναι μια εξαιρετικά αποτελεσματική αλλά όχι τέλεια βιολογική μηχανή. Όπως κάθε άλλη βιολογική μηχανή, είναι προϊόν της δράσης της φυσικής επιλογής και εξελίσσεται συνεχώς ώστε να εγγυάται την καλύτερη επιβίωση και την αναπαραγωγή του οργανισμού που την περιέχει.
Αν η φυσική επιλογή μπορούσε να δημιουργεί τέλειες εγκεφαλικές μηχανές, θα έπρεπε να διαθέτουμε ειδικούς μηχανισμούς που θα εγγυώνται τη βέλτιστη νοητική λειτουργία. Με άλλα λόγια, θα έπρεπε να διαθέτουμε μόνο εγγυημένες και αλάνθαστες πεποιθήσεις!
Ευτυχώς για την εξέλιξή μας -όπως, εξάλλου, και των υπόλοιπων ειδών- η στρατηγική τής εξέλιξης είναι αυστηρά «οπορτουνιστική». Η δημιουργία τέλειων εγκεφαλικών μηχανών που θα διαμόρφωναν αποκλειστικά εγγυημένες πεποιθήσεις θα ήταν αντιοικονομική, αφού για την καλή λειτουργία τους θα απαιτείτο τεράστια σπατάλη χρόνου και ενέργειας και, το κυριότερο, θα δημιουργούνταν ανυπέρβλητα προβλήματα προσαρμογής στον οργανισμό μόλις οι εξωτερικές συνθήκες άλλαζαν.
Το ότι είμαστε προικισμένοι με μία τέτοια ατελή, αλλά συνεχώς εξελισσόμενη, νοητική μηχανή παρουσιάζει εμφανείς περιορισμούς αλλά και απίστευτες δυνατότητες για την αυτοεξέλιξή μας. Γεγονός που επιβεβαιώνεται από όλες τις μέχρι σήμερα σχετικές μελέτες των νευροεπιστημών και της εξελικτικής ψυχολογίας.
Πράγματι, χάρη στις έρευνες αυτές έγινε σαφές ότι η ατομική νοητική μας ανάπτυξη, και ειδικότερα η ικανότητά μας να «φιλτράρουμε» τις πιο ουσιαστικές πληροφορίες, δεν υπάρχει εκ γενετής, αλλά ενεργοποιείται προοδευτικά από τη νηπιακή ηλικία. Μόνο μετά τον δέκατο έκτο μήνα της ζωής τους τα νήπια αρχίζουν να αρνούνται υποτυπωδώς κάποιες πληροφορίες, ενώ σε ηλικία τριών ετών φαίνεται πως έχουν ήδη την ευχέρεια να αναγνωρίζουν πότε πρέπει να εμπιστεύονται τυφλά μία οικεία σε αυτά πηγή πληροφοριών: αρχίζουν σταδιακά να επιδεικνύουν κάποια δυσπιστία, κυρίως αν η πηγή πληροφοριών τους αντιφάσκει με όσα ήδη γνωρίζουν. Πάντως, η αποφασιστική περίοδος για τη διαμόρφωση των βασικών νοητικών μας συνηθειών και στάσεων ως ενηλίκων διαμορφώνεται κυρίως κατά την εφηβεία.
Από κάποιες πρόσφατες έρευνες, μάλιστα, προκύπτει ότι δεν υπάρχει σαφής αιτιακή σχέση ανάμεσα στο επίπεδο μόρφωσης ενός ατόμου και στον βαθμό ευπιστίας που επιδεικνύει! Απ' ό,τι φαίνεται, οι πιο ακραίες περιπτώσεις ευπιστίας εκδηλώνονται κυρίως από άτομα που λόγω οικογενειακής ή εκπαιδευτικής παράδοσης διαθέτουν μια έντονη περιέργεια για το περιβάλλον τους, αλλά αδυνατούν να διαχειριστούν τις λεπτές εννοιολογικές αποχρώσεις που επιβάλλει στην ανθρώπινη σκέψη η σύγχρονη επιστήμη. Με αποτέλεσμα, κάποια από αυτά τα άτομα να εκδηλώνουν όχι απλώς μεγάλη ευπιστία, αλλά και έναν ειδικό τύπο ευπιστίας που οι ειδικοί περιγράφουν ως «αντίστροφη ευπιστία».
Πρόκειται για ακραίες μορφές ευπιστίας που, παραδόξως, μπορεί να οδηγήσουν στη σχεδόν απόλυτη δυσπιστία απέναντι σε κάθε νέα πληροφορία. Σε αυτή την περίπτωση οποιαδήποτε νέα πληροφορία, όταν αντιφάσκει με ό,τι έχουν ήδη αποδεχτεί αυτά τα άτομα, απορρίπτεται χάρη στο γνωστικό φίλτρο που έχουν διαμορφώσει κατά το παρελθόν. Ας σημειωθεί ότι η «αντίστροφη ευπιστία» είναι το ακριβώς αντίθετο του «κριτικού πνεύματος», αφού συνιστά άρνηση κάθε νέας πεποίθησης ή γνώσης, στο όνομα αυθαίρετων αλλά παγιωμένων πεποιθήσεων. Τυπικό παράδειγμα είναι η απόλυτη άρνηση των θεωριών της βιολογικής εξέλιξης από τους πιστούς των κύριων μονοθεϊστικών θρησκειών.
Η πανούργα τέχνη της νοητικής χειραγώγησης
Με εξαίρεση ίσως τις μεγάλες πολιτικές ή στρατιωτικές ιστορικές παραπλανήσεις, η πιο διάσημη και ανώδυνη περίπτωση μαζικής αποπλάνησης είναι το περίφημο ραδιοφωνικό αστείο του Orson Welles, ο οποίος το 1938 έπεισε τους καλόπιστους ακροατές του ότι μόλις είχε ξεκινήσει η μαζική αποβίβαση εξωγήινων όντων στον πλανήτη μας. Χιλιάδες πανικόβλητοι ακροατές εγκατέλειψαν τα σπίτια τους αναζητώντας απεγνωσμένα κάποια ασφαλή κρυψώνα. Αυτό το φαινομενικά «αθώο» επεισόδιο, ωστόσο, μας αποκαλύπτει κάτι βαθύτατα ανησυχητικό σχετικά με τις ανεξέλεγκτες μαζικές υστερικές εκδηλώσεις που μπορεί να πυροδοτήσει ο ανθρώπινος φόβος.
Συνήθως οι σκέψεις και τα συναισθήματά μας δρομολογούνται από εγκεφαλικούς μηχανισμούς αξιολόγησης που είναι αδιαφανείς στη συνείδηση, δεδομένου ότι βρίσκονται πίσω και πριν από κάθε συνειδητή επιλογή μας. Οταν βλέπουμε, ακούμε ή διαβάζουμε κάποια πληροφορία, αυτή διατρέχει τους μαιάνδρους του εγκεφάλου μας πολύ ταχύτερα από τα δέκατα του δευτερολέπτου που απαιτούνται για να υπερβεί το κατώφλι της συνείδησης.
Ενα μη συνειδητό προστατευτικό «γνωστικό φίλτρο» αποφασίζει συχνά «πριν από εμάς για μας» ποιες πληροφορίες θα συγκρατήσουμε στο νου μας. Και, όπως έχουν αποδείξει πλήθος νευρολογικών ερευνών, τα κριτήρια αυτού του γνωστικού φίλτρου δεν είναι μόνο η αλήθεια και το ψεύδος των πληροφοριών, αλλά επίσης η λογική συνοχή, η ευλογοφανής παρουσίαση και η δομή των πληροφοριών.
Η παμπάλαια τέχνη της διανοητικής χειραγώγησης των ανθρώπων στηρίζεται ακριβώς σε αυτή τη θεμελιώδη διαισθητική αλήθεια. Για παράδειγμα, μια είδηση ή ένα μήνυμα αποτυπώνονται ευκολότερα και ταχύτερα όταν διατυπώνονται με λογική συνοχή ή πάλι όταν τονίζονται τα θετικά και όχι τα αρνητικά τους στοιχεία.
Το στοίχημα του κάθε δημαγωγού ή μεγάλου προπαγανδιστή καινοφανών ιδεών -πολιτικού, διαφημιστή, καλλιτέχνη ή επιστήμονα- συνίσταται ακριβώς στο να παρακάμψει τη νοητική πύλη του κοινού νου που αναλύει επιμελώς κάθε εισερχόμενη πληροφορία. Μέσα από μια σειρά από «νοητικά κόλπα» καταφέρνει να ενεργοποιεί ορισμένα εγκεφαλικά κέντρα και να παραπλανά ή να παρακάμπτει κάποια άλλα. Με αποτέλεσμα όλοι ανεξαιρέτως -με ή παρά τη θέλησή μας- να πέφτουμε θύματα της εγγενούς ευπιστίας μας.
Μολονότι είμαστε βιολογικά «εξοπλισμένοι» για να διαπιστώνουμε εγκαίρως τη λογική συνοχή των ειδήσεων που δεχόμαστε από το περιβάλλον μας, πολύ συχνά αναγκαζόμαστε να καταφύγουμε σε μια όχι και τόσο ασφαλή «νοητική παρακαμπτήριο», και η «επιλογή» μας αυτή δεν εγκυμονεί λίγους κινδύνους.
Για παράδειγμα, συχνά υιοθετούμε τη στρατηγική της «κοινωνικής εμπειρίας»,την οποία περιέγραψε πρώτος το 1984 ο Αμερικανός ψυχολόγος Robert Cialdini. Οταν βρισκόμαστε σε κατάστασταση γνωστικής αβεβαιότητας έχουμε την τάση να διαμορφώνουμε τις πεποιθήσεις μας με βάση αυτό που μας φαίνεται ικανό να πείσει τους περισσότερους συνανθρώπους μας. Οσο ευρύτερα αποδεκτή φαίνεται να είναι μια πεποίθησή μας τόσο μεγαλύτερες πιθανότητες έχει να γίνει αποδεκτή από το γνωστικό μας περιβάλλον.
Αυτή η ικανοποιητική σε πολλές περιπτώσεις στρατηγική ενδέχεται ενίοτε να μας οδηγήσει στην αποδοχή εντελώς εσφαλμένων ιδεών. Κάτι που φαίνεται να το γνωρίζουν πολύ καλά από καιρό οι πνευματικές, πολιτικές και θρησκευτικές σέχτες. Αυτές οι μυστικές κοινότητες οργανώνουν αυστηρά τη ζωή των οπαδών τους και καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε να περιβάλλονται πάντα από άτομα που έχουν κοινές με αυτούς απόψεις. Εξάλλου, στην ίδια λίγο-πολύ κοινωνική και ψυχολογική αρχή στηρίζονται τα κόμματα όταν ισχυρίζονται π.χ. ότι «το 75% των πολιτών πιστεύει ότι έχουμε δίκιο» για να προωθήσουν ένα νομοσχέδιο ή οι παραγωγοί κινηματογραφικών ταινιών όταν διατείνονται π.χ. ότι «ήδη 3 εκατομμύρια θεατών απόλαυσαν την ταινία» προκειμένου να διαφημίσουν μια νέα ταινία.
Η σύγχρονη επιστήμη μόλις αρχίζει να κατανοεί τους νευροψυχολογικούς μηχανισμούς που κρύβονται πίσω από αυτά τα πολύπλοκα κοινωνικά παιχνίδια. Οπως αναφέραμε, κάθε εγκέφαλος είναι το προϊόν μιας αδιάλειπτης εξελικτικής διεργασίας πολυπλοκοποίησης. Σε αυτή την εξελικτική διαδικασία αποφασιστικό ρόλο έπαιξαν δύο κυρίως περιορισμοί.
Κατ' αρχάς, απέναντι στην πληθώρα εξωτερικών ερεθισμάτων ο εγκέφαλος θα πρέπει να είναι σε θέση να τα αναγνωρίζει και να μη διαχέεται από αυτά, αλλά να επικεντρώνεται στις πιθανές απειλές ή στις ευκαιρίες που συναντά. Δεύτερον, είναι απαραίτητο η συνολική ομοιόσταση, δηλαδή η εσωτερική αρμονία μεταξύ των τμημάτων του οργανισμού, να μη διαταράσσεται ποτέ από τις αποφάσεις του εγκεφάλου, αλλά να ενισχύεται από αυτές. Ολη η νευροχημική οργάνωση του εγκεφάλου μας τείνει να ικανοποιεί αυτές τις δύο θεμελιώδεις λειτουργικές αρχές. Για να ενισχύσει, μάλιστα, αυτές τις αρχές, η εξέλιξη ανέπτυξε ολοένα και πιο σύνθετους εγκεφαλικούς μηχανισμούς ηδονής και ενόχλησης που εγγυώνται την ανάπτυξη ολοένα και πιο σύνθετων σχημάτων συμπεριφοράς.