Το εγχείρημα του Γ. Παπανδρέου για εθνική ενότητα και αποτροπή της αιματοχυσίας ήταν ειλικρινές, αλλά οι συνθήκες δεν ήταν ώριμες.
Συμπληρώνονται σήμερα εξήντα τέσσερα χρόνια από τη μέρα που ξέσπασαν τα Δεκεμβριανά (3/12/1944). Ήταν μια από τις πιο τραγικές σελίδες της νεότερης ιστορίας μας, όχι μόνο λόγω του μεγάλου αριθμού των θυμάτων και των υλικών καταστροφών, αλλά κυρίως λόγω των μακροχρόνιων συνεπειών τους. Μετά τα Δεκεμβριανά –και παρά τη Βάρκιζα– έχει κανείς την εντύπωση ότι τίποτα δεν μπορούσε να ανακόψει τη γενίκευση της σύρραξης.
Ήταν τα Δεκεμβριανά αναπότρεπτα; Το ερώτημα απασχόλησε πρόσφατα το διήμερο συμπόσιο που πραγματοποιήθηκε για τα σαράντα χρόνια από τον θάνατο του Γεωργίου Παπανδρέου. Παρότι τα Ιουλιανά και προπαντός ο θάνατος εξασφάλισαν στον φιλελεύθερο ηγέτη μια μοναδική για Έλληνα πολιτικό ευθανασία, η στάση του το 1944-45 εξακολουθεί να αμφισβητείται. Όχι μόνον από την Αριστερά, μια μερίδα της οποίας δεν φείδεται ούτε σήμερα αρνητικών χαρακτηρισμών εναντίον του, αλλά –αν τουλάχιστον κρίνει κανείς και από το τελευταίο βιβλίο του Μένη Κουμανταρέα (Το show είναι των Ελλήνων, εκδ. Κέδρος, 2008)– και από μη αριστερούς ιστορικούς, λογοτέχνες και άλλους πνευματικούς ανθρώπους. Στο κείμενο που ακολουθεί, υποστηρίζω την άποψη ότι το εγχείρημα του Γ. Παπανδρέου για εθνική ενότητα και αποτροπή του Εμφυλίου ήταν ειλικρινές. Οι συνθήκες δεν ήταν ακόμη ώριμες.
Ένα απόσπασμα από τον λόγο που ο Γ. Παπανδρέου εκφώνησε, ως πρωθυπουργός της κυβέρνησης της απελευθέρωσης, στην Αθήνα, στις 18 Οκτωβρίου 1944, έχει τραβήξει από παλιά την προσοχή μου. Αφορούσε την ανασύνταξη του πανεπιστημίου και της δικαιοσύνης:
«Εις τον καιρόν της δικτατορίας, και το πανεπιστήμιον, και ο Αρειος Πάγος, και το Συμβούλιον της Επικρατείας, καθώς και τα άλλα ανώτατα ιδρύματά μας, εκτός ολίγων λαμπρών εξαιρέσεων, περίπου εχρεωκόπησαν. Επροτίμησαν να γίνουν επαγγελματικά σωματεία μεριμνώντα διά τα βιωτικά συμφέροντα των μελών των […]. Θα προνοηθή», συμπλήρωνε, «ώστε η ηγέτις τάξις να μη έχη μόνον επαγγελματικήν επάρκειαν. Να έχη κατ’ εξοχήν χαρακτήρα».
Ο αναγνώστης βέβαια μπορεί εύκολα να αντιληφθεί γιατί, εν μέσω δικτατορίας της χούντας, τα λόγια αυτά συγκίνησαν τον φοιτητή της Νομικής που τα είχε διαβάσει, επιστρέφοντας από τη μεγαλειώδη κηδεία εκείνου που τα είχε προφέρει: πώς είναι δυνατόν, διερωτάτο, είκοσι τόσα χρόνια από τον λόγο της απελευθέρωσης, να έχει απλωθεί ξανά στην Ελλάδα ένα τόσο πηχτό σκοτάδι, με τόση πατριδοκαπηλία και στόμφο, με πανεπιστημιακούς οι οποίοι, όπως και τότε, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, ανέχονταν τον Παπαδόπουλο, και δικαστές που –επίσης πλην ελαχίστων εξαιρέσεων– είχαν σκύψει το κεφάλι;
Τα χρόνια βέβαια πέρασαν και ο ίδιος φοιτητής, που συνέβαινε να τον ενδιαφέρει και η Ιστορία, άρχισε να αναζητεί το πολιτικό νόημα της σημαντικής εκείνης ομιλίας: για τη Δεξιά, που από τότε έβλεπε στον Γ. Παπανδρέου τον Έλληνα Κερέντσκι, δεν ήταν παρά ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα λαϊκισμού, καλοπιάσματος και εν τέλει υποχώρησης μπροστά στα συνθήματα του πανίσχυρου τότε ΕΑΜ. Όσο για την Αριστερά, ο λόγος της απελευθέρωσης ήταν μια ακόμη παγίδα, από τις τόσες που είχαν στήσει Αγγλοι και οι ντόπιοι υποστηρικτές τους για να εγκλωβίσουν το πιο γνήσιο, το πιο αυθεντικό λαϊκό κίνημα που είχε γνωρίσει η Ελλάδα από το 1821. Γιατί τι άλλο εκτός από ανέξοδο λαϊκισμό και παγίδα μπορούσε να είναι στα μάτια φανατισμένων ανθρώπων η έκτοτε σχολιασθείσα περισσότερο από κάθε άλλη αποστροφή του ίδιου λόγου: «πιστεύομεν εις την λαοκρατίαν»; Και, αντιστοίχως, η δέσμευση του Παπανδρέου ότι, για τους συνεργάτες των κατακτητών «η εθνική νέμεσις θα είναι αδυσώπητος»;
Αντιφασιστική ενότητα
Όταν ο Γ. Παπανδρέου ορκίσθηκε πρωθυπουργός της εξόριστης ελληνικής κυβέρνησης, στις 24 Απριλίου 1944, η επίτευξη της αντιφασιστικής ενότητας φαινόταν δύσκολη. Στη Γαλλία βέβαια και την Ιταλία -τις δύο χώρες δηλαδή με τα ισχυρότερα κομμουνιστικά κόμματα στην κατεχόμενη Ευρώπη- είχε από μακρού επιτευχθεί. Στην Ελλάδα ωστόσο, με τα νωπά τότε κινήματα της Μέσης Ανατολής και τις συγκρούσεις δεξιών και αριστερών οργανώσεων στο εσωτερικό της χώρας, η κατάσταση είχε εκτραχυνθεί. Η συμφιλίωση απαιτούσε ξεχωριστές ικανότητες, τις οποίες ο 56χρονος τότε Παπανδρέου έπρεπε να αποδείξει ότι συγκέντρωνε.
Το βέβαιο είναι ότι, έως τότε, ο Παπανδρέου δεν είχε ποτέ μασήσει τα λόγια του απέναντι στο ΚΚΕ. Ετσι, το 1929, όταν η κυβέρνηση Ελ. Βενιζέλου είχε φέρει στη Βουλή το περίφημο «ιδιώνυμο», είχε χαρακτηρίσει τον κομμουνισμό «κοινωνική μάστιγα». Λίγα χρόνια αργότερα, πάντως, τον Απρίλιο του 1936, ο αντικομμουνισμός του δεν τον εμπόδισε να είναι ο μόνος βουλευτής αστικού κόμματος, ο οποίος, μαζί με τους κομμουνιστές, καταψήφισε την κοινοβουλευτική πρωθυπουργοποίηση του Ιωάννου Μεταξά. Κάτι που του κόστισε δύο χρόνια εκτόπισης, επί δικτατορίας της 4ης Αυγούστου.
Επί Κατοχής εξάλλου, στο γνωστό υπόμνημα που υπέβαλε στο βρετανικό στρατηγείο της Μέσης Ανατολής, τον Ιούλιο του 1943, θεωρούσε τον «κομμουνιστικό πανσλαβισμό» υπ’ αριθμόν ένα αντίπαλο των φιλελεύθερων χωρών στον μεταπολεμικό κόσμο. Στο ΚΚΕ εξάλλου, που μέσω Γ. Σιάντου τον είχε βολιδοσκοπήσει για συνεργασία, απάντησε τον Δεκέμβριο του 1943 αρνητικά, καταλογίζοντάς του ήδη από τότε ευθύνες για την «τρομοκρατική», όπως την αποκαλούσε, «δυναμική κατοχή της υπαίθρου». Με αυτά λοιπόν τα «εφόδια», τον Απρίλιο του 1944, ο Παπανδρέου κλήθηκε από τους Βρετανούς στο Κάιρο, για να πραγματοποιήσει το εκ πρώτης όψεως ακατόρθωτο: να αποτρέψει τον Εμφύλιο, μέσω του σχηματισμού κυβέρνησης εθνικής ενότητας.
Το Συνέδριο του Λιβάνου
Πρώτο βήμα για την επίτευξη του φιλόδοξου αυτού στόχου ήταν το Συνέδριο του Λιβάνου, τον Μάιο του 1944. Σε αυτό, για πρώτη φορά από την έναρξη της Κατοχής, κάθισαν γύρω από το ίδιο τραπέζι εκπρόσωποι όλων των αντιστασιακών οργανώσεων, των παλαιών πολιτικών κομμάτων και της εξόριστης ελληνικής κυβέρνησης του Καΐρου. Η επιδίωξη της ενότητας, δεν εμπόδισε τότε τον Παπανδρέου, ο οποίος προήδρευε, να μιλήσει ενώπιον των εκπροσώπων του ΕΑΜ, του ΕΛΑΣ και του ΚΚΕ για την «τρομοκρατία, η οποία ασκείται εις την ελληνικήν ύπαιθρον». «Κόλασις είναι σήμερον η κατάστασις της πατρίδος», ανέφερε. «Σφάζουν οι Γερμανοί. Σφάζουν τα Τάγματα Ασφαλείας. Σφάζουν και οι αντάρται. Σφάζουν και καίουν…».
Όπως είναι γνωστό, η χρήση από τον Παπανδρέου της λέξης «τρομοκρατία» λίγο έλειψε, αμέσως κατόπιν, να τινάξει το Σύμφωνο του Λιβάνου στον αέρα: η ηγεσία των βουνών ζήτησε εξηγήσεις και επιχείρησε να επαναδιαπραγματευθεί μερικούς όρους. Τελικά οι κομμουνιστές υπουργοί ορκίσθηκαν με καθυστέρηση τριών μηνών, στις 2 Σεπτεμβρίου 1944 και, λίγο αργότερα, στην Καζέρτα, παρά τις αντιρρήσεις του Κώστα Δεσποτόπουλου, η ηγεσία τους δέχθηκε να υπαγάγει τον ΕΛΑΣ στις διαταγές του στρατηγού Σκόμπι.
Έτσι είχαν διαμορφωθεί τα πράγματα, στα τέλη Σεπτεμβρίου 1944, με τον ΕΛΑΣ να έχει επικρατήσει σε όλη την ηπειρωτική Ελλάδα, αλλά να αποφεύγει να καταλάβει την Αθήνα. Στις συνοικίες της πρωτεύουσας σημειώνονταν κάθε μέρα σφοδρές συγκρούσεις ΕΑΜ, Ταγμάτων Ασφαλείας και Χιτών. Στην Ιταλία, όπου η κυβέρνηση είχε μεταφέρει την έδρα της, ο Παπανδρέου συναντήθηκε με τον Τσώρτσιλ και τον Ήντεν, στις 8 Οκτωβρίου. Οι δύο Βρετανοί ηγέτες μετέβαιναν τότε στη Μόσχα, όπου δύο μέρες αργότερα, στις 10 Οκτωβρίου 1944 έμελλε να υπογράψουν με τον Στάλιν τη γνωστή μυστική συμφωνία για τα αμοιβαία ποσοστά επιρροής Σοβιετικής Ένωσης και Μεγάλης Βρετανίας στα Βαλκάνια.
Είναι άγνωστο πότε ακριβώς οι Έλληνες κομμουνιστές πληροφορήθηκαν την ύπαρξη αυτής της συμφωνίας. Ορισμένοι την αμφισβητούν ακόμη. Το βέβαιο είναι ότι εκείνην ακριβώς τη στιγμή, καθώς ο Γ. Παπανδρέου αναχωρούσε για την Ελλάδα, δεν τη γνώριζαν. Και είναι προς τιμήν τους ότι απέφυγαν παρά ταύτα συνειδητά τις προκλήσεις.
Οι Γερμανοί αποχωρούν
Από την Αθήνα, οι Γερμανοί αποχώρησαν το μεσημέρι της 12ης Οκτωβρίου 1944. Προηγουμένως, στις 10 το πρωί, έγινε επίσημη υποστολή του αγκυλωτού σταυρού από την Ακρόπολη ενώ, παρουσία τιμητικού αγήματος, Γερμανός αξιωματικός κατέθεσε στεφάνι στον Άγνωστο Στρατιώτη. Οι καμπάνες ηχούσαν χαρμόσυνα και τα πλήθη δεν άργησαν να ξεχυθούν στους δρόμους, σε ένα ατέλειωτο πηγαινέλα συναδέλφωσης και αλληλεγγύης.
Τα πράγματα εξελίχθηκαν διαφορετικά τις επόμενες μέρες: στις 13 και τις 14 Οκτωβρίου, το ΕΑΜ έκανε επίδειξη δυνάμεως με ογκώδη συλλαλητήρια, στα οποία κυριαρχούσαν οι κόκκινες σημαίες και το τραγούδι της ημέρας: «το’ χουμε βάλει βαθειά μεσ’ την καρδιά μας, λαοκρατία και όχι βασιλιά!». Στις 15 Οκτωβρίου απάντησαν, με εξίσου ογκώδες συλλαλητήριο ο ΕΔΕΣ και οι άλλες οργανώσεις της Δεξιάς.
Από τον «Πρίγκιπα Δαβίδ», το καναδικό πολεμικό που τον είχε μεταφέρει στον Πόρο, ο Παπανδρέου επιβιβάσθηκε στον «Αβέρωφ», με τον οποίο έφθασε στον Πειραιά το πρωί της 18ης Οκτωβρίου. Επακολούθησε η έπαρση της ελληνικής σημαίας στην Ακρόπολη, η απαραίτητη δοξολογία στη Μητρόπολη και ο λόγος της απελευθέρωσης σε μια κατάμεστη πλατεία Συντάγματος.
Ο Παπανδρέου, σχολίαζε ο Γ. Θεοτοκάς το ίδιο βράδυ, «είχε βρει τον τόνο που χρειαζότανε». Είχε πείσει τη μεν Αριστερά ότι «εργάζεται ειλικρινά για τη δημοκρατία και την ελευθερία», τη δε Δεξιά «ότι δεν κινδυνεύουν ούτε τα εθνικά συμφέροντα ούτε, προς το παρόν, η τάξη και η ασφάλεια». «Φύγαμε όλοι από κει πιο αισιόδοξοι παρά ποτέ». «Νομίζω», πρόσθετε, «πως είναι σήμερα στην Ελλάδα ο μόνος άνθρωπος που μπορούσε να πραγματοποιήσει αυτό το αποτέλεσμα».
Η συνέχεια είναι γνωστή. Η κυβέρνηση εθνικής ενότητας δεν κατόρθωσε να εξαλείψει την αμοιβαία δυσπιστία Δεξιάς και Αριστεράς. Αντίθετα, με αφορμή τον αφοπλισμό του ΕΛΑΣ, αυτή εντάθηκε, για να καταλήξει στην παραίτηση των υπουργών του ΕΑΜ, την 1η Δεκεμβρίου 1944 και, δύο μέρες αργότερα, στο ξέσπασμα των Δεκεμβριανών. Ηταν άραγε μοιραίο να φθάσουν εκεί τα πράγματα;
Οι δύο πόλοι
Για μεν την Αριστερά, θα σταθώ στην αποτίμηση που έκαναν εκ των υστέρων δύο από τους γνωστότερους πρωταγωνιστές της με κριτική ματιά, ο Μήτσος Παρτσαλίδης και ο Γρηγόρης Φαράκος. Ο πρώτος, στη μαρτυρία που εξέδωσε το 1978, υποστήριξε ότι το ΚΚΕ δεν απέβλεπε τότε στην κατάληψη της εξουσίας, αλλά στο να εξαναγκάσει τους Βρετανούς και τον Παπανδρέου να σεβασθούν τις δεσμεύσεις που είχαν αναλάβει.
«Πιστεύαμε, έγραφε, πως συσπειρώνοντας την καταπληχτική πλειοψηφία του λαού στην προσπάθεια ανακοπής μιας επικίνδυνης πορείας, υπήρχε δυνατότητα να ξεσηκώσουμε την παγκόσμια δημοκρατική κοινή γνώμη, για να επιβάλει το σταμάτημα της επέμβασης εναντίον του λαού μας».
Ο Γρ. Φαράκος, αντίθετα, ήταν πιο αυστηρός. Γι’ αυτόν, η στάση του ΚΚΕ οφειλόταν «στον τρόπο που κατανοούσε ότι μπορεί να φθάσει στην εξουσία».
«Πέρα από τις μεγάλες, είναι αλήθεια, τις θετικές αλλαγές στις θέσεις και τη νοοτροπία του στα χρόνια της Κατοχής, (το ΚΚΕ) δεν είχε ουσιαστικά απομακρυνθεί από τη σταλινική αντίληψη: τη βίαιη δηλαδή κατάληψη της πολιτικής εξουσίας» (1995).
Όσο για τη Δεξιά, που δεν εμπιστευόταν τον Παπανδρέου και φρονούσε ότι οδηγούσε τη χώρα στην καταστροφή, αρνούνταν να παραδεχτεί ότι, με τον πόλεμο, ο κόσμος είχε αλλάξει και απέρριπτε κάθε ιδέα υποχώρησης και συνδιαλλαγής. Αντί για άλλη απόδειξη, θα παραθέσω μιαν ακόμη μαρτυρία του κεντρώου και νηφάλιου Θεοτοκά: στις 28 Νοεμβρίου 1944, τρεις μέρες πριν από την παραίτηση των εαμικών υπουργών και πέντε πριν από το ξέσπασμα των Δεκεμβριανών, σημείωνε στο ημερολόγιό του:
«Η δεξιά έχει λυσσιάξει. Εχω τώρα την εντύπωση ότι από κει βρίσκονται οι μεγαλύτεροι κίνδυνοι για βίαιες λύσεις. Κι είναι αληθινά ν’ απορεί κανείς με την τύφλωση των ανθρώπων αυτών, που δέχουνται με ελαφριά καρδιά το ενδεχόμενο του εμφύλιου πολέμου σε μια τέτοια κρισιμότατη διεθνή στιγμή και που ονειρεύουνται μια αντικομμουνιστική δικτατορία, ενώ η σοβιετική ρωσία βρίσκεται στα σύνορά μας».
Πίστευε στην υπέρβαση
Κοντολογίς, τα πράγματα δεν είχαν ωριμάσει ακόμη. Παρά ταύτα, πιστεύω ότι ο Γ. Παπανδρέου ήταν ειλικρινής. Αν δεν ήταν, δεν είχε κανένα λόγο να καταγγείλει στον λόγο της απελευθέρωσης πανεπιστήμιο, δικαιοσύνη και «ηγέτιδα τάξη» για καιροσκοπισμό. Εκτός και αν δεν είχε συναίσθηση των λεγομένων του ή είχε αυτοκτονικές τάσεις, κάτι που βεβαίως δεν το πιστεύω.
Με άλλα λόγια, νομίζω ότι ο Γ. Παπανδρέου πίστευε στις δυνάμεις του και ήλπιζε ότι, με την υποστήριξη των Συμμάχων, θα κατόρθωνε αυτό που ως πριν από τον πόλεμο φαινόταν ακατόρθωτο: την υπέρβαση του Εθνικού Διχασμού και τη μετατόπιση της πολιτικής αντιπαράθεσης από την παρωχημένη σύγκρουση βενιζελικών-αντιβενιζελικών στον άξονα Κεντροδεξιάς-Κεντροαριστεράς.
Όπως τελικά αποδείχθηκε, ήταν πολύ νωρίς για κάτι τέτοιο, όχι μόνο το 1944, αλλά και το 1964, όταν, υπό εντελώς διαφορετικές συνθήκες, ο Γ. Παπανδρέου βρέθηκε ξανά πρωθυπουργός. Και χρειάσθηκε να μεσολαβήσουν τα Ιουλιανά και η δικτατορία της χούντας για να πετύχει η Ελλάδα, μετά το 1974, αυτό που οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες είχαν καταφέρει από το 1945: τον εκσυγχρονισμό των θεσμών και του πολιτικού συστήματός της.
* Του κ. Νίκου Κ. Αλιβιζάτου, καθηγητή του Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Το άρθρό του βασίζεται στην εισήγηση που παρουσίασε στο συμπόσιο «Γεώργιος Παπανδρέου, 40 χρόνια από τον θάνατό του», που οργάνωσε πρόσφατα το Πνευματικό Ιδρυμα Γεωργίου Παπανδρέου. Από την ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ της Κυριακής, 30 Νοεμβρίου 2008.