Παρασκευή 21 Νοεμβρίου 2008

Υπάρχουν υπερτιμημένες αξίες στη σύγχρονη Ελλάδα;

Ένα βιβλίο αξίζει την φήμη του, μια ταινία την προβολή της από τα Μ.Μ.Ε., μια θεατρική παράσταση το χειροκρότημα στο πέσιμο της αυλαίας; Θέσαμε το ερώτημα στους κατεξοχήν αρμοδίους: τους τρεις κριτικούς της εφημερίδας “TA NEA», Κώστα Γεωργουσόπουλο, Δημήτρη Δανίκα και Δημοσθένη Κούρτοβικ. Σας παραθέτουμε τις απόψεις τους και η συζήτηση ας αρχίσει …

Θέατρο: Η κολακεία των οπαδών

Υπερτιμημένοι στο θέατρο τουλάχιστον υπήρξαν αρκετοί, αλλά θα περιοριστώ σε σκαστές αλλά και προκλητικές, διαφορετικού ποιού κάθε φορά, περιπτώσεις. Υπερτιμάται συχνά κανείς λόγω της συγκυρίας, της μόδας, των εφήμερων αισθητικών τάσεων. Εμφανίζεται στην εποχή του να ενσαρκώνει ή να φαίνεται ή να ισχυρίζεται πως ενσαρκώνει τα αιτήματα της εποχής. Τα εξογκώνει, τα κολακεύει και συνάμα κιλακεύει και τους οπαδούς, τους θαυμαστές και τους κεκράκτες.

Άλλοτε ο προβεβλημένος είναι ο εκλεκτός, για εσωτερικούς ή ιδεολογικούς λόγους, μιας συντεχνίας, ενός κόμματος, ενός δημοσιογραφικού οργανισμού ή κάποιων οικονομικώς ισχυρών από τους οποίους προέρχεται ή προσεχώρησε ή φιλοδοξούν να τον εκμεταλλευτούν. Πολλοί υπερτιμώνται για προσόντα, εν τούτοις, υπαρκτά, τελείως όμως διάφορα από τα προσόντα που δήθεν διαθέτουν και εξαιτίας τους τάχα αξιολογήθηκαν και προβλήθηκαν.

Στον χώρο της δραματουργίας ένας άκρως υπερτιμημένος συγγραφέας υπήρξε ο Σπύρος Μελάς. Έπαιξε χωρίς αιδώ και χωρίς ειδικά προσόντα, σε σχέση με τους ταλαντούχους συγκαιρινούς του, τον Ξενόπουλο, τον Χορν, τον Μπόγρη, τον Καγιά, με όλα τα ιδεολογικά και τα αισθητικά ρεύματα. Έγραψε έργα σοσιαλιστικά, συμβολικά, ιστορικά-πατριωτικά, κωμωδίες ηθών, φάρσες και αναρχικά(«Ιούδας») με επιπόλαιο στοχασμό. Άτεχνη ή δάνεια τεχνική και συνειδητή κολακεία προς τις εκάστοτε πολιτικές εξουσίες, από τον βενιζελισμό, τον μεταξισμό, τον φασισμό και τον εμφυλιακό φανατισμό. Έγινε διαβόητος για τις ραδιοφωνικές ομιλίες του στο χιτλερικό ελληνικό ραδιόφωνο και, όταν μεταπολεμικά κατηγορήθηκε για δοσίλογος, αναφέρθηκε στο συρτάρι του που περιείχε διάφορου χρώματος σκούφιες.

Από τους σκηνοθέτες του παρελθόντος υπερτιμημένος είναι ο Λίνος Καρζής, ένας σοφός λόγιος που είχε την «πετριά» του σκηνοθέτη και πίστευε σοβαρά πως αναβιώνει την αρχαία τραγωδία και κωμωδία. Οι απόψεις του έχουν ενδιαφέρον, οι σκηνοθετικές του αφέλειες όμως σε μια εποχή αντιμετωπίστηκαν σοβαρά και είχε όχι μόνο την υπόληψη κάποιων κριτικών αλλά και του κράτους που τον χρηματοδοτούσε.

Υπερτιμήθηκαν οι Σικελιανοί για τις δελφικές γιορτές, μια σπουδαία βέβαια απόπειρα εξόδου της τραγωδίας στους φυσικούς της χώρους, αλλά τελείως αποτυχημένη, φαμφαρονική, ερασιτεχνική, όμως, παρόλα τα γνήσια συστατικά (μετάφραση Γρυπάρη, μουσική Ψάχου), η συνταγή δεν τρωγόταν. Δεν μπορεί όμως κανείς να αρνηθεί πως εκείνη η πολυδιαφημισμένη εκδήλωση μας προίκισε με μια σπουδαία χορογράφο, την Πράτσικα, και μια σπουδαία εθνοθεατρολόγο, την Κατερίνα Κακούρη.

Τπερτιμημένος ως σκηνοθέτης υπήρξε ο Σωκράτης Καραντινός, σπουδαίος λόγιος, δάσκαλος ηθοποιών και θεατρικός μάνατζερ, αλλά τελείως ακατάλληλος να ολοκληρώσει σκηνικά μια άποψη και να την οργανώσει. Κινήθηκε ανάμεσα στους Σικελιανούς και τον Καρζή και βούλιαξε σε δυο τενάγη.

Άκρως υπερτιμημένος ηθοποιός υπήρξε ο Δημήτρης Μυράτ, στομφώδης, άψυχος, χωρίς ίχνος εσωτερικής προίκας, ορθολογιστής και δυσκίνητος, ως σκηνοθέτης είχε προσόντα τροχονόμου και την ευφυΐα να επιλέγει σπουδαίους ηθοποιούς, που με κουτοπονηριά τους άφηνε να κάνουν το δικό τους.

Κατά την γνώμη μου, υπερτιμημένοι ηθοποιοί του παρελθόντος ήταν ο κωμικός της φάρσας και της μπαλαφάρας Αργυρόπουλος, που είχε γερμανική παιδεία, αλλά δοξάστηκε να παίζει φάτσα στο κοινό με το μακρύ του σώβρακο. Κι όμως τον τιμούσαν όσο και τον Λογοθετίδη! Επίσης ο Γιάννης Γκιωνάκης, που ξεκίνησε ως δραματικός, έγινε μίμος στην επιθεώρηση και δοξάστηκε κυρίως ως μπούφος, ήταν ηθοποιός (όχι άνθρωπος, προσοχή!) κουτός, μονόχορδος και τυποποιημένος.

Το ίδιο πιστεύω και για τον Μίμη Φωτόπουλο, μορφωμένο ηθοποιό, που παγιδεύτηκε σε μια περιορισμένη μανιέρα που την φορούσε παντού ανεξέλικτη.

Υπερτιμημένος υπήρξε ο Νίκος Χατζίσκος, ένα κάκιστο ομοίωμα και φερέφωνο της σχολής Ροντήρη,, κάτι μεταξύ ντελάλη και λαϊκού εραστή.

Χωρίς αμφιβολία, ο Γιώργος Λαζάνης ήταν ένας ταμένος στην υπόθεση του “Θεάτρου Τέχνης” και αφοσιωμένος στον Κουν. Έπαιξε κλασικούς ρόλους που δεν άντεχε ούτε η κουλτούρα του ούτε η υποτυπώδης τεχνική του. Ευτύχησε μόνο σε ρεαλιστικούς και λαϊκότροπους ρόλους, αλλά στους τραγικούς κυρίως, παρά την φιλοτιμία του, βούλιαξε, αλλά βρήκε καταφύγιο στον μύθο και στο ταμπού Κουν.

Η Μελίνα Μερκούρη και η Έλλη Λαμπέτη υπήρξαν μαγικές και μαυλιστικές παρουσίες, αλλά η θεατρική τους γκάμα ήταν πολύ περιορισμένη. Απέτυχαν οικτρά ή απέφυγαν σαν τον διάολο το ποιητικό μεγάλο θέατρο. Δηλαδή η Μελίνα σε σχέση με την Κοτοπούλη την Κατερίνα είναι υπερτιμημένη, όπως και η Λαμπέτη συγκρινόμενη με την Μανωλίδου, την Αρώνη.

Η Αλίκη Βουγιουκλάκη υποτίμησε το ταλέντο της και υπερτιμήθηκε σ’ ότι εύκολο διέθετε, πνίγοντας ένα σπουδαίο και πλούσιο μετάλλευμα.

Όσο οι σημερινοί θεατράνθρωποι βρίσκονται ακόμη σε πορεία, δεν μπορεί κανείς να αποτολμήσει οριστική γνώμη. Πάντως, θεωρώ πως ο φορμαλισμός, η μονοείδεια και η πληκτική επανάληψη των σκηνοθεσιών του Τερζόπουλου είναι σκανδαλωδώς υπερτιμημένα προϊόντα καθώς και η ικανότητα ενός άπειρου δασκάλου και οργανωτή, όπως ο Αρδίττης, να διοικεί την Δραματική Σχολή του Εθνικού (του Πολίτη, του Ροντήρη, του Μουζενίδη, της Παξινού, του Βόκοβιτς, του Τζόγια, του Λιγνάδη, του Ρούσου) και το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, με “πόθεν έσχες” δυσδιάκριτο.

Του Κώστα Γεωργουσόπουλου. Από τον “ταχυδρόμο”, εβδομαδιαίο περιοδικό, τεύχος Νο 448, ένθετο, στα ”ΝΕΑ” του Σαββάτου, 27 Σεπτεμβρίου 2008.

Σινεμά: Εισιτήρια, κριτική και επιτροπές

Πως συνέβη με τους αρσιβαρίστες και τους δρομείς; Έτσι και με τους Έλληνες σεναριογράφους και σκηνοθέτες. Με μια διαφορά. Η ντόπα παρασκευάζεται, συσκευάζεται και χορηγείται από τρεις παράγοντες που καθορίζουν την μοίρα του σινεμά. Πρώτα τα εισιτήρια, ύστερα η κριτική και τέλος οι επιτροπές του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης!

Και οι τρεις επιβραβεύουν ερήμην του ανώτατου, αντικειμενικού και ανυστερόβουλου κριτή. Του χρόνου, δηλαδή. Άσε τις επιτροπές και δημιούργησε ένα ταμείο επιβράβευσης των ταινιών με αντικειμενικά κριτήρια. Δεν είμαστε Ευρώπη αλλά Νευροκόπι. Δηλαδή, όποια ταινία καταφέρει να αναρτηθεί στη λίστα διαγωνιζόμενων των τριών μεγάλων φεστιβάλ της Ευρώπης, αυτή και να επιχορηγηθεί. Όποια καταφέρει σε μικρότερο φεστιβάλ να διακριθεί, κι αυτή με λιγότερα να επιβραβευτεί. Και όπια καταφέρει να συνδυάσει την καλλιτεχνική αναγνώριση και ταμειακή είσπραξη, ε, τότε αυτή είναι και η καλύτερη του χωριού. Απλά πράγματα. Όμως στου κουφού την πόρτα όσο θέλεις βρόντα. Διότι χωρίς επιτροπές, εξουσία καμμία. Χωρίς επιτροπές, οι συντεχνίες αδειανές. Χωρίς επιτροπές, “δημοκρατικές διαδικασίες” ασήμαντες, ελάχιστες, μικρές!

Παιδιά, για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, η αλήθεια μία και μοναδική. Εις την αλλοδαπή όποιον ρωτήσεις: “What is Greek cinema;”, δύο πράγματα θα εισπράξεις. Το πρώτο μια τεράστια απορία. Το δεύτερο –ύστερα από είκοσι θανατερά δευτερόλεπτα σιωπής- συνοδεύεται από τρία ονόματα. Μιχάλης Κακογιάννης και Μελίνα Μερκούρη (αυτούς θυμούνται οι γέροντες και ιστοριοδίφες) και Teo Aggelopoulos. Κάπου εκεί τελειώνουν τα εξαγώγιμα ελληνικά “προϊόντα”.

Μιχάλης Κακογιάννης: Αν υπήρχε παιδεία και αν κάποιοι Έλληνες παραγωγοί ακολουθούσαν την γραμμή της κομεντί του Κακογιάννη της δεκαετίας του ’50, ε, τότε θα μιλούσαμε για αλλιώτικο σινεμά. Κορυφαίος στο “Κυριακάτικο Ξύπνημα”. Κορυφαίος στο “Τελευταίο Ψέμα”. Κορυφαίος στην “Ηλέκτρα” με την οποία παραλίγο να κερδίσει μεγάλο βραβείο στις Κάννες. Μέγιστος με τον “Ζορμπά” του 1964. Ένας Κύπριος βγάζει την Ελλάδα από την φουστανέλα, το καφενείο και τη γκλίτσα. Από τον “Αττίλα” και μετά που το είδατε το καλό σινεμά; Από κει και πέρα ο Κακογιάννης επαναπαύεται στις δάφνες του και “τρώει” από τα έτοιμα. “So what?” Ότι είχε να πει το είπε απείρως καλύτερα από τους συναδέλφους του εκείνης της εποχής.

Νίκος Κούνδουρος: στην εποχή του ανυπάκουος, αντάρτης και κόντρα στο ρεύμα. Σήμερα ο ζωντανός ορισμός της “ανισότητας”. Ο “Δράκος” (1956) έχει στοιχειώσει το ελληνικό Σύμπαν. Στην εποχή του masterpiece. Σήμερα ένα κουρασμένο μνημείο. Μεγάλος φίλος αλλά και εχθρός του η “Γλυπτική” . O φορμαλισμός. Παράδειγμα. “Το Ποτάμι”. Παράδειγμα. “Οι Παράνομοι”. Παράδειγμα. “Οι Μικρές Αφροδίτες”. Χειρότερο παράδειγμα, “1922” και “Φωτογράφοι”. Η “γραφή” του Κούνδουρου ταλαιπωρείται από την παιδική ασθένεια του ελληνικού σινεμά. Όμορφες εικόνες όμορφα καίγονται. Ο Έλληνας –εκ γενετής- λατρεύει την ποίηση, μισεί τον ρεαλισμό. Ότι χειρότερο δηλαδή για την αφηγηματική γραφή, την βασική αρετή του σινεμά.

Θ
εόδωρος Αγγελόπουλος: Του 1935, δηλαδή δεκατρία χρόνια μικρότερος του Κακογιάννη και εννέα του Κούυνδουρου. Αρέσει, δεν αρέσει, ο σπουδαιότερος που έβγαλε αυτός ο τόπος. Δηλαδή –και το είδα πριν από μερικά χρόνια- η “Αναπαράσταση” του 1970 κοιτάει στα μάτια τις καλύτερες στιγμές του ιταλικού κινηματογράφου. “Ο Θίασος”, το απόλυτο αριστούργημα και μέσα στις εκατό, διακόσιες, τριακόσιες όλων των εποχών και όλων των χωρών. “Μέρες ΄36”, σπουδαία στιγμή. “Κύθηρα” (1984), ότι πιο συγκινητικό. Το ίδιο και το “Τοπίο στη ομίχλη”. Από κει και πέρα χάνει τα αυγά και τα πασχάλια. Επανάληψη, εμμονές και αφόρητος ναρκισσισμός. “Το Βλέμμα του Οδυσσέα” το σκοτώνει εν ψυχρώ, κρατώντας το φακό στο ίδιο πλάνο σαν να αυτοθαυμάζεται και ταυτόχρονα να κοροϊδεύει τους πληβείους για το χαμηλό τους I.Q. σε σύγκριση με το Θεό. Έτσι κατάφερε το όνομά του να ταυτιστεί με την πληξάρα, το ακατανόητο, την επανάληψη. Ο σκηνοθέτης που μονίμως αντιγράφει τον εαυτό του. Αδύνατον να αφηγηθεί μια ρεαλιστική σκηνή. Ο Αντονιόνι μπορούσε. Το ίδιο οι Ταβιάνι, Κισλόφσκι, Ταρκόφσκι, Κουροσάβα. Όλοι. Μοιάζει σαν να ’ναι η κινηματογραφική επιτομή της Ελλάδας. Σπουδαίος στην ποίηση, ασήμαντος στην αφήγηση. Μεγάλος αλλά μισός.

Παντελής Βούλγαρης: Πέντε χρόνια νεότερος και το έτερο, αλλά αντίθετο ήμισυ του Teo. Προτέρημά του, οι χαμηλοί τόνοι και ο ουμανισμός. Παράδειγμα. “Το Προξενιό της Άννας” του 1972. Μικρού διαμετρήματος αλλά ισορροπημένη. Όταν μεταπηδάει στην αντίπερα όχθη και προσπαθεί να διαχειριστεί μεγάλα μεγέθη, τότε βυθίζεται η οθόνη. Παράδειγμα. “Ο Βενιζέλος” και το “Ακροπόλ”. Η χειρότερη στιγμή του: “Οι Νύφες”: εξαιρετική ιδέα, αλλά από σκηνοθεσία σκέτη χαλκομανία. Μα έσκισε στα ταμεία. Ε, και. Ο Μπουλμέτης να δεις!

Τάσος Μπουλμέτης: Μαζί με τον Γιάννη Σμαραγδή, οι δύο περιπτώσεις της απόλυτης υπερτιμημένης σκηνοθεσίας. Ψυχραιμία, παιδιά. Η “Πολίτικη Κουζίνα”, μια συμπαθητική ιστοριούλα. Κυρίως εσωτερικής κατανάλωσης. Αν ξέρατε πόσες τέτοιου βεληνεκούς παράγονται ετησίως και παγκοσμίως, θα λέγατε “άντε γειά”. Χωρίς την παραγωγή και κυρίως τη μουσική της Ρεμπούτσικα, αμφιβάλλω αν έκοβε τα μισά.

Νίκος Τζήμας: Μετά τον Νίκο Μπελογιάννη και τον “Άνθρωπο με το γαρύφαλλο” (1980) έπιασε τον Άρη Βελουχιώτη και “Τα Χρόνια της Θύελλας” (1984) και στη συνέχεια εξαφανίστηκε. Αν στους θεατές με εισιτήριο προσθέσω και τις χιλιάδες που έστελναν το ΠΑ.ΣΟ.Κ. και το Κ.Κ.Ε., ε, τότε το “Γαρύφαλλο” μπορεί να είναι η πιο εμπορική ταινία από συστάσεως ελληνικού κινηματογράφου. Άλλο ταινιάρες και άλλο ταινιούλες..

Γιάννης Σμαραγδής: Με τον “Καβάφη” (1996) χτύπησε φλέβα χρυσού. Καλώς. Κι εγώ στη θέση του το ίδιο θα έκανα. Με τον “El Greco” σήκωσε το τραπέζι. Μπράβο. Δικαίωμα αναφαίρετο και δημοκρατικό. Όμως δεν μπορείς να έχεις και την πίτα ολάκερη και τον σκύλο χορτάτο. Στο πρώτο ημίχρονο του “Καβάφη” η ομάδα έμοιαζε με την Εθνική στον αγώνα με την Σουηδία στο “euro 2008”. Στο δεύτερο, με τους εσωτερικούς φωτισμούς , τη μουσική του “Vangelis” και την ερμηνεία του Ισπανού, άντε, βάζει γκολ ο Χαριστέας. Όσο για την ιστορική ακρίβεια άρες μάρες κουκουνάρες. Δηλαδή αν ο “El Greco” είναι ταινιάρα, τότε ποιο το μέγεθος της «Ευδοκίας» και του Αλέξη Δαμιανού;.

Νίκος Παναγιωτόπουλος: Καλύτερή του στιγμή το “Delivery”. Έβγαλε τα σπλάχνα του. Συνήθως όμως εξαντλεί τις δυνάμεις του στην καλλιγραφία και αδιαφορεί για την ουσία.

Νίκος Νικολαΐδης: Με “Τα Κουρέλια Τραγουδάνε Ακόμα” του 1979 και επειδή πάει κόντρα στη πολιτική ταινία αναστατώνει το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Όμως κύλησε ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι. Εμμονές, σχήματα και εγκεφαλογραφήματα στην “πολιτική ταινία”. Εμμονές, σχήματα, φαντάσματα και με τον Νικολαΐδη. Παναθηναϊκός-Ολυμπιακός. Κρίμα. Ταλαντούχος αλλά αυτοκαταστροφικός.

Σωτήρης Γκορίτσας: Από τις σοβαρότερες υπογραφές της γενιάς του ’90. στο ξεκίνημα. Γιατί στη συνέχεια πλήρωσε το τίμημα της επιτυχίας. Μικρό διαμάντι η “Δέσποινα” του 1990. Το ίδιο και το “Χιόνι” του 1993. Με το “Βαλκανιζατέρ” κερδίζει τα ταμεία. Αυτή και η υπερτίμηση, αυτή και η κατρακύλα. Το πρώτο μισό στα όρια του χάρτινου φολκλόρ. Το δεύτερο εξαιρετικό. Έτσι κάνει στροφή στην κωμωδία και την δική του ευκολία. Επανέρχεται με σίκουελ και “Μπραζιλέιρο” και αρχίζει να κλείνει κάστρα. Μόνο ένα πράγμα θα τον συνεφέρει και θα τον επαναφέρει. Κατέβα από τον συρμό και άκου την καρδιά σου!

Κωνσταντίνος Γιάνναρης: Ίσως ο καλύτερος filmmaker της γενιάς του. Τηρουμένων των αναλογιών. Διότι άλλο Ευρώπη, άλλο Νευροκόπι. Για να λέμε του στραβού το δίκιο, από το “κατασκευαστικό” επίπεδο του Γιάνναρη έπρεπε να ξεκινούσε κάθε σκηνοθέτης που πιάνει μηχανή στο χέρι. Αυτό το ισόγειο, αυτές οι βασικές προϋποθέσεις. Εδώ όμως είναι Ελλάντα, δηλαδή το πανωσήκωμα έγινε ρετιρέ. Με το “3 Steps to Heaven” -αγγλικής κατασκευής- εντυπωσιάζει. Υπερβολές. Με την “Άκρη της Πόλης” (1998) ενθουσιάζει. Τι να κάνουμε; Η δίψα μετατρέπει την όαση σε ωκεανό. Με τον “Δεκαπεντάυγουστο” επαναλαμβάνεται. Και με τον “Όμηρο” του 2005, γκρεμίζεται. Προσωρινά. Το ελπίζω ειλικρινά. Εγώ στη θέση του θα άφηνα τα κόλπα τα κινηματογραφικά και θα έσκαβα να βρω ουσία από πράγματα χαμηλά.


Του Δημήτρη Δανίκα. Από τον “ταχυδρόμο”, εβδομαδιαίο περιοδικό, τεύχος Νο 448, ένθετο, στα ”ΝΕΑ” του Σαββάτου, 27 Σεπτεμβρίου 2008.

Λογοτεχνία: Η εφήμερη δόξα των συγγραφέων

Στα 23 χρόνια που παρακολουθώ από κοντά τη νεότερη λογοτεχνία μας –διάστημα μεγάλο με τα μέτρα της ανθρώπινης ζωής, αλλά μικρό με τα μέτρα της Ιστορίας- έχω δει τόσες ανατροπές και διακυμάνσεις στην αξιολόγηση των συγγραφέων από την κριτική και το κοινό, ώστε δεν χρειάζεται να ανατρέξω σε αλλοτινούς καιρούς για να διαπιστώσω πόσο εφήμερη μπορεί να είναι η δόξα ενός λογοτέχνη.

Ένας συγγραφέας μπορεί να υπερεκτιμηθεί επειδή ταιριάζει απόλυτα στο “πνεύμα της εποχής”. Μερικές φορές αυτή η ταύτιση εκφράζεται μέσα από την πολιτική (ή κομματική) στράτευσή του. Για παράδειγμα, τις δεκαετίες του 1970 και 1980, περίοδο ιδεολογικής ηγεμονίας της ορθόδοξης Αριστεράς, θεωρούνταν μεγάλη συγγραφέας η Έλλη Αλεξίου. Όταν, γύρω στα μέσα της δεκαετίας του ’80, το πολιτικό κλίμα άρχισε να αλλάζει (βοηθούσης και της περεστρόϊκα), οι απογοητευμένοι αριστεροί, ιδίως τα μέλη ή πρώην μέλη των κομματικών νεολαιών, αποθέωναν τα βιβλία του Χρόνη Μίσσιου. Την ίδια εποχή και λίγο αργότερα ήταν επίσης πολύ της μόδας ο Γιώργος Σκούρτης, με τον μποέμικο, ηδονοκρατικό αναρχισμό των βιβλίων του, που απηχούσε ένα άλλο αναδυόμενο γνώρισμα εκείνων των χρόνων : την κουλτούρα του μπάρ.

Υπάρχουν από την άλλη, περιπτώσεις συγγραφέων που υπερεκτιμήθηκαν όσο ζούσαν επειδή ήταν εξαιρετικά συμπαθείς άνθρωποι, πολύ δραστήριοι κοινωνικά και εξέφραζαν στα βιβλία τους, αν και με απλοϊκό τρόπο, ανθρωπιστικές ιδέες καθολικής αποδοχής. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα εδώ, για τα ελληνικά πράγματα, είναι ο Αντώνης Σαμαράκης.

Έχουμε έπειτα την περίπτωση όπου η αξία ενός συγγραφέα διογκώνεται εξαιτίας ακαδημαϊκών εμμονών. Πολλοί πανεπιστημιακοί φιλόλογοι και πολλοί κριτικοί έχουν ένα υπερβολικά κλειστό σύστημα αισθητικών κριτηρίων, που συχνά αποτελεί εκλογίκευση των ευαισθησιών μιας ορισμένης εποχής ή των δικών τους βιωμάτων. Ο Κώστας Ταχτσής, για παράδειγμα, θεωρήθηκε και θεωρείται (αν και όχι τόσο φανατικά όσο άλλοτε) μεγάλος συγγραφέας χάρη στο “Τρίτο Στεφάνι” του, ένα, κατά τη γνώμη μου, μέτριο μυθιστόρημα, που όμως έφερε για πρώτη φορά στο λογοτεχνικό προσκήνιο την ελληνική μικροαστική τάξη ως κοινωνικό στρώμα με διακριτή φυσιογνωμία και τρόπο ομιλίας. Άλλο όμως η ιστορική αξία και άλλο η λογοτεχνική.

Η συστηματική υπερπροβολή ορισμένων συγγραφέων από τα Μ.Μ.Ε. είναι ένα άλλο φαινόμενο, που στην Ελλάδα άρχισε να παίζει καθοριστικό ρόλο την περασμένη δεκαετία. Σήμερα, υπάρχει μια πλειάδα συγγραφέων μας, σχεδόν όλοι από τις νεότερες γενιές, που οφείλουν ένα μεγάλο μέρος της επιτυχίας τους στην επιμελή διαχείρηση του μιντιακού προφίλ τους, με την υιοθέτηση ενός ορισμένου στυλ στην εμφάνιση και τη συμπεριφορά, τη συχνή παρουσία σε τηλεοπτικές εκπομπές (συνήθως χωρίς να έχουν να πουν κάτι σημαντικό) και σε κοσμικές εκδηλώσεις, και, φυσικά, την διατήρηση άριστων σχέσεων με τον δημοσιογραφικό χώρο. Εδώ δεν θα αναφέρω ονόματα, όχι από δειλία, αλλά επειδή πρόκειται για νέους ανθρώπους, που ίσως κάποια στιγμή αποφασίσουν να διεκδικήσουν μια καλή θέση στην ιστορία της λογοτεχνίας μας με πιο μόνιμα επιτεύγματα. Πολλοί από αυτούς, άλλωστε, έχουν το σχετικό ταλέντο.

Λιγότερη συχνή, αλλά περισσότερο χτυπητή είναι η περίπτωση συγγραφέων που τα στηρίγματά τους εκτείνονται πιο πέρα και πιο πάνω από τα Μ.Μ.Ε. Αφετηρία τους είναι οι στενές σχέσεις τους με τον κρατικό μηχανισμό. Τυπικό παράδειγμα ο Νίκος Θέμελης, που δεν ξεκίνησε άσχημα σαν συγγραφέας, θαμπώθηκε όμως γρήγορα από την λάμψη της απότομης διασημότητάς του και κατέληξε να γράφει κάκιστα βιβλία.

Ακόμα, υπάρχουν αξιόλογοι συγγραφείς που εκτιμήθηκαν περισσότερο όταν άρχισαν να γράφουν χειρότερα. Ο Παύλος Μάτεσις και ο Κώστας Μουρσελάς, για παράδειγμα, είχαν δώσει ως θεατρικοί συγγραφείς καλύτερα έργα από εκείνα που τους έκαναν αργότερα δημοφιλείς ως πεζογράφους. Ο Αντώνης Σουρούνης και η Σώτη Τριανταφύλλου καθιερώθηκαν χάρη σε βιβλία λιγότερο καλά από εκείνα που έγραψαν στην πρώτη φάση της συγγραφικής διαδρομής τους.

Υπάρχουν, τέλος, οι τυπικοί μπεστσελεράδες, οι συγγραφείς που φημίζονται μόνο για τις εντυπωσιακές πωλήσεις των βιβλίων τους. Αυτούς, βέβαια, δεν θα έπρεπε να τους θεωρούμε υπερεκτιμημένους, γιατί ούτε η κριτική ασχολείται μαζί τους ούτε και οι αναγνώστες τους ενδιαφέρονται, κατ’ αρχήν, για το αν είναι καλοί ή κακοί λογοτέχνες. Τα πράγματα, ωστόσο, έχουν αρχίσει να αλλάζουν. Ένα ολοένα ογκωδέστερο κοινό, στη μεγάλη πλειονότητά του γυναικείο, θεωρεί νομιμοποιημένη την κιτς αισθητική του. Οι συγγραφείς αυτοί την προσεπικυρώνουν και προβάλλουν, με τη σειρά τους, ολοένα επιθετικότερα αξιώσεις για την αναγνώριση του λογοτεχνικού status τους. Απέχουμε ήδη πολύ από την εποχή –δεν πάνε ούτε δέκα χρόνια!- που η Μάϊρα Παπαθανασοπούλου δήλωνε, μετά την σαρωτική επιτυχία του «Ιούδα» της, ότι δεν θεωρεί τον εαυτό της λογοτέχνιδα. Και η Μάϊρα έγραφε πολύ καλύτερα από τους και τις επίγονούς της …

Του Δημοσθένη Κούρτοβικ. Από τον “ταχυδρόμο”, εβδομαδιαίο περιοδικό, τεύχος Νο 448, ένθετο, στα ”ΝΕΑ” του Σαββάτου, 27 Σεπτεμβρίου 2008.