Κατά μία «επικρατούσαν» άποψη, ο τελευταίος αυτοκράτορας του Βυζαντίου, Κωνσταντίνος Παλαιολόγος ΙΑ', δεν έπεσε μαχόμενος στη άλωση το 1453, αλλά ήλθεν Αγγελος Κυρίου ο οποίος τον άρπαξε και τον έκρυψε σε σπηλιά κάτω από τη Χρυσόπορτα, όπου αναμένει μαρμαρωμένος μέχρι νεωτέρας. Κάποτε όμως θα ξεμαρμαρωθεί, θα εκδιώξει την Τουρκιά ώς την «Κόκκινη Μηλιά» και σε έναν Αρμαγεδδώνα δεν θα μείνει κανείς Τούρκος ζωντανός.
Αυτά λένε οι ελληνοχριστιανικοί θρύλοι και παραδόσεις που κράτησαν ώς τη δεκαετία του 1950. Το 1964, ωστόσο, όταν πέθανε ο βασιλιάς Παύλος υπήρξε μια διχογνωμία που προκάλεσε ακράτητα γέλια διεθνώς: έπρεπε να ονομαστεί ο γιος του και διάδοχος του θρόνου «Κωνσταντίνος Β'» (από τον παππού του «στρατηλάτη») ή, πολιτικώς ορθότερα, «Κωνσταντίνος ΙΒ'» από τον μαρμαρωμένο Παλαιολόγο, του οποίου η απομαρμαροποίηση αργούσε; Ετσι συνοψίζονται όνειρα, πόθοι και ονειρώξεις των Ελλήνων που τελευταία -ευτυχώς- περιορίζονται σε αμελητέο πλέον αριθμό ακροδεξιών που δεν λησμονούν τη «Μεγάλη Ιδέα» που, παρεμπιπτόντως, δεν έχει ελληνικό κοπιράιτ, αφού υπάρχει το σερβικό μεταφραστικό ισοδύναμο «Nacertanije». Δηλαδή, όταν αρχίζει η παρακμή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και υφίστανται «ανατολικό ζήτημα» και «ασθενής της Ευρώπης», αυτομάτως οι βαλκανικές γλώσσες κοσμούνται από φράσεις με το επίθετο «μεγάλος» όπως, Μεγάλη Αλβανία, Μεγάλη Σερβία, Μεγάλη Βουλγαρία. Εχει επιστεί χρόνος να εκδηλωθεί ο βαλκανικός εθνικισμός.
Ο ιστορικός Παύλος Καρολίδης δίνει έναν μεγαλοπρεπή ορισμό της Μεγάλης Ιδέας που: «...είχε την καθολικώτατην άμα δε και απλουστάτην έννοιαν : " ανόρθωσις του πεπτωκότος και πτώσις του καθεστηκότος" , ή την έννοιαν "της απελευθερώσεως σύμπαντος του Ελληνισμού, ανακτήσεως του Βυζαντίου και της Αγίας Σοφίας και αναστηλώσεως του θρόνου των Παλαιολόγων"»
Δύο «κέντρα»
Στα μέσα του 19ου αιώνα ο πρώτος συνταγματικός πρωθυπουργός, Ιωάννης Κωλέττης, στη Βουλή αναφέρεται στα «δύο κέντρα του Ελληνισμού»,την πρωτεύουσα του ελληνικού βασιλείου Αθήνα και την «άλλη» τη μεγάλη πρωτεύουσα, την Πόλη, «όνειρο και ελπίδα όλων των Ελλήνων». Όμως η ταπεινωτική ήττα του 1897 και η προηγηθείσα πτώχευση το 1893, μαζί με την τεράστια αποζημίωση που όφειλε να καταβάλει η Ελλάδα στους Τούρκους, απομακρύνει τη Μεγάλη Ιδέα, αλλά όχι για πολύ γιατί οι νικηφόροι Βαλκανικοί Πόλεμοι (1912-13) διπλασιάζουν την Ελλάδα σε έκταση και πληθυσμό και αναβιώνουν το «Ιωνικό όραμα». Δεν υπάρχει πλέον το κατά Καρλ Μαρξ «πολιτικό φάντασμα» (του βασιλιά Οθωνα). Ενας νέος πολιτικός από την Κρήτη προσκαλείται από τον «Στρατιωτικό Σύνδεσμο» και κερδίζει τις εκλογές. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, γοητευτικός, χαρισματικός και ευφυής, καθίσταται επάξια η εμβληματική φιγούρα της ανερχόμενης αστικής τάξης, αλλά και η ελπίδα ενός λαού που αναζητούσε «Μεσσία», ο οποίος θα καλυτέρευε την άθλια ζωή εργατών και αγροτών («Βενιζέλε μας, πατέρα της πατρίδας!»). Αλλά ο Βενιζέλος οραματίζεται την Ελλάδα των 2 ηπείρων και των 5 θαλασσών και πολλοί πιστεύουν ότι το όραμα θα γίνει γρήγορα πραγματικότητα.
Επειτα από 90 χρόνια είναι ηλίου φαεινότερο πως η Ελλάδα υπήρξε ο «χρήσιμος ηλίθιος» των Μεγάλων Δυνάμεων (και θύμα του δικού της αλυτρωτισμού και μεγαλοϊδεατισμού), και ότι, όταν αδυνατούσε να «συνδράμει» στο ιμπεριαλιστικό τους παιχνίδι, την εγκατέλειψαν στη μοίρα της, όπως συνέβη στη μικρασιατική εκστρατεία με την απόβαση των Ελλήνων στη Σμύρνη το Μάη του 1919, ύστερα από εντολή των Συμμάχων, όπου απέτυχαν παταγωδώς να αντιμετωπίσουν τον στρατό του Κεμάλ που τους ανάγκασε σε άτακτη υποχώρηση. Στο Συνέδριο Ειρήνης των Παρισίων στις 18/1/1919 το Ανώτατο Συμβούλιο Αντάντ: Γουίλσον (ΗΠΑ), Λόιντ Τζορτζ (Αγγλία), Κλεμανσό (Γαλλία), Ορλάντο (Ιταλία), (με εξαίρεση τον Ορλάντο) έδωσαν εντολή για απόβαση στη Σμύρνη διότι τους ανησυχούσε η επεκτατική δραστηριότητα των Ιταλών στην Ανατολία. Βρήκαν μάλιστα ευκαιρία λόγω αποχώρησης της ιταλικής αντιπροσωπείας που εξοργίστηκε από τη μη παραχώρηση στην Ιταλία των Φιούμε και Σμύρνης. Στο διάγγελμα προς τον λαό ο Βενιζέλος ψεύδεται αισιοδοξώντας ότι: «...εν τη συνειδήσει των διευθυνόντων το Συνέδριον είναι αποφασισμένη η ένωσις της Σμύρνης μετά της Ελλάδος», αφού του έχει καταστεί σαφέστατο ότι επρόκειτο για προσωρινή (5ετή) κατοχή και κατόπιν οι Σμυρνιοί θα αποφάσιζαν με δημοψήφισμα αν ήθελαν Ενωση με την Ελλάδα ή την Τουρκία.
Η είσοδος του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη (15/5/1919) προκαλεί δάκρυα χαράς στους Ελληνες και οδύνη στους Τούρκους. Ο εθνικιστής Χασάν Ταχσίν πυροβολεί και σκοτώνει τον σημαιοφόρο του ελληνικού στρατού και επακολουθεί χάος. Ελληνες και Σμυρνιοί χτυπούν τους Τούρκους στο ψαχνό. Αοπλοι πέφτουν από τα ελληνικά πυρά. Μέσα σε απίστευτη βαρβαρότητα ο Τούρκος συνταγματάρχης Φετχί Μπέη αρνείται να φωνάξει «Ζήτω ο Βενιζέλος!» και φονεύεται από ελληνική ξιφολόγχη. Το συσσωρευμένο μίσος αιώνων από τους ανελέητους τουρκικούς διωγμούς, τους φόνους, τα κολαστήρια Amele Taburu, τις γνωστές δηλώσεις του Τούρκου υπουργού Πολέμου, Ισμαήλ Ενβέρ στον Γερμανό στρατιωτικό ακόλουθο πως έπρεπε να βρεθεί μία «τελική λύση» για τους Ελληνες της Ανατολίας, βρίσκει τρόπο να ξεσπάσει («Σφαγή Μενεμένης»,16-17/6/1919).Η Διασυμμαχική Ανακριτική Επιτροπή συντάσσει δυσμενή έκθεση για τον στρατό, θέτοντας θέμα περαιτέρω παραμονής του στη Σμύρνη. Ο Βενιζέλος προσπαθεί μάταια να τα μπαλώσει και σχολιάζει προφητικά: «Αρχίζω να σκέφτομαι μήπως είχον δίκαιον οι μυκτηρίζοντες την μικρασιατικήν πολιτικήν μου. Αν... οι στρατιωτικοί μας δεν συνέλθουν εκ της μέθης, ... θα καταντήσωμεν να εξωσθώμεν εκ Σμύρνης κακήν κακώς, εξηυτελισμένοι και ταπεινωμένοι».
Σε απόγνωση καλεί τον συμπατριώτη του Αριστείδη Στεργιάδη να αναλάβει την ύπατη αρμοστεία της Σμύρνης (21/5/1929). Ο Στεργιάδης προσπαθεί και επιβάλλει κάποια τάξη, αλλά γίνεται αντιπαθής λόγω του απότομου και βίαιου χαρακτήρα του, μολονότι είναι έντιμος και αδέκαστος άνθρωπος.
Το 1920 ο Βενιζέλος χάνει τις εκλογές και ο βασιλόφρονας Γούναρης που τις κερδίζει επαναφέρει τον Κωνσταντίνο, που ωσάν Δον Κιχώτης-Αρχιστράτηγος ύστερα τη μία νίκη των Ελλήνων στο Αφιόν Καραχισάρ, κραδαίνει τη σπάθη του έφιππος κραυγάζοντας : «Στην Αγκυρα!» Οι εμπειροπόλεμοι βενιζελικοί αξιωματικοί αντικαθίστανται από άπειρους και άπραγους φιλομοναρχικούς, ο ψυχολογικά προβληματικός στρατηγός Χατζηανέστης αντικαθιστά τον σώφρονα Παπούλα. Το χειρότερο, οι σύμμαχοι προσχηματικά και υποκριτικά αρνούνται κάθε βοήθεια στον ελληνικό στρατό, εφόσον κάθεται στον θρόνο γερμανόφιλος βασιλιάς. Οι Ελληνες μένουν εντελώς αβοήθητοι, ενώ οι Τούρκοι ενισχύονται από Γάλλους (κρυφά), Ιταλούς (φανερά) αλλά προπάντων τους Μπολσεβίκους που δεν ξεχνούν την «ευφυή» ελληνική συμμετοχή στην εκστρατεία στην Ουκρανία διαρκούντος του Ρωσικού Εμφύλιου. Τώρα συνάπτουν «Σύμφωνο φιλίας και αδελφοσύνης» με τους Νεότουρκους (1921) που έχουν διώξει τον Σουλτάνο και με ηγέτη τον Κεμάλ Πασά έχουν κηρύξει απελευθερωτικό πόλεμο ενάντια στην Τριπλή Συμμαχία, γενικά και τους μισητούς Ελληνες ειδικότερα που από ραγιάδες θέλησαν να γίνουν αφεντάδες. Η ευρωπαϊκή κοινή γνώμη βλέπει τους Νεότουρκους ως υπερασπιστές της πατρίδας τους και τους Ελληνες, υπηρέτες στη δούλεψη των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων.
Η ήττα
Αβοήθητοι, αποκαμωμένοι, ύστερα από 10ετή πόλεμο, με πεσμένο ηθικό και χωρίς διοικητική μέριμνα για ανεφοδιασμό, οι Ελληνες θα ηττηθούν στο Ινονού, το Σαγγάριο και την τελική «Μάχη του Ντουμλουπινάρ» (26-30/8/1922) που συνεπιφέρει άτακτη υποχώρησή τους 400 χμ. ως τη Σμύρνη. Τα αποδέλοιπα τα ξέρουμε και πονάνε όταν κάποιος τα αφηγείται. Η θάλασσα βάφεται με το αίμα όσων επιχειρούν να γλιτώσουν και οι «σύμμαχοι» Αγγλοι είναι εκείνοι που απωθούν με τη μεγαλύτερη σκληρότητα τους απελπισμένους Ελληνες που πασχίζουν να ανεβούν στα καράβια τους για να σωθούν.
Τη μηδέποτε κυρωθείσα Συνθήκη των Σεβρών (10/8/1920) που έφερε τόσο κοντά το όραμα της Μεγάλης Ιδέας, αντικαθιστά η Συνθήκη της Λωζάννης (24/7/1923) ως ληξιαρχική πράξη θανάτου της, αλλά και ως επίσημο πιστοποιητικό γέννησης της κεμαλικής Τουρκικής Δημοκρατίας που όλοι σπεύδουν να αναγνωρίσουν. Οι Ελληνες είναι τώρα πιο μόνοι και πιο ταπεινωμένοι από ποτέ. Ο σερ Χένρι Γουίλσον θα πει στον Βενιζέλο: «Με την απόβασή σας καταστρέψατε την Ελλάδα και καταστραφήκατε ο ίδιος!». Είχε σηκώσει πάρα πολύ ψηλά το μεγαλοϊδεατικό πήχη, και η Ελλάδα επιχειρώντας άλμα θανάτου, γκρεμοτσακίστηκε, συνήλθε ως εκ θαύματος και μολονότι υπέφερε τρεις δικτατορίες, έδωσε αργότερα μαθήματα ηθικού θάρρους στην Ευρώπη με το Αλβανικό Επος.