Κυριακή 20 Σεπτεμβρίου 2009

Η «επιστροφή» του Κώστα Γεωργάκη

Ακόμη και η σορός του φοιτητή που θυσιάστηκε για τη δημοκρατία προκαλούσε πανικό στη δικτατορία ...

ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ μας, η ιστορία του Κώστα Γεωργάκη, φοιτητή στο Πανεπιστήμιο της Γένοβας της Ιταλία, θα μπορούσε να εκληφθεί και ως μύθος με κακούς δαίμονες, που δεν ήσαν άλλοι από τους πρωταίτιους της 21ης Απριλίου, και τον ίδιο στη θέση του ήρωα. Ο Γεωργάκης δεν έκαιγε και δεν κατέστρεφε για να διαμαρτυρηθεί για το ανελεύθερο καθεστώς στη χώρα του. Προτίμησε όμως να καεί ο ίδιος και μάλιστα στις 3.00 το πρωί, όταν η πολυσύχναστη πλατεία Μatteotti στη Γένοβα ήταν άδεια, ψάλλοντας τον εθνικό ύμνο, κραυγάζοντας συνθήματα και σκορπώντας ταυτόχρονα προκηρύξεις που καταδίκαζαν το ανελεύθερο δικτατορικό καθεστώς της 21ης Απριλίου, περιλούζοντας τα ρούχα του με βενζίνη. Μερικές ώρες αργότερα, στις 11.00 το πρωί της ίδιας ημέρας, 19 Σεπτεμβρίου 1970, θα άφηνε την τελευταία του πνοή στο νοσοκομείο San Μartino, όπου τον μετέφεραν οι ιταλοί καραμπινιέροι με εγκαύματα όλων των βαθμών. Ο Γεωργάκης έγραψε μία από τις ενδοξότερες σελίδες αντίστασης κατά της τυραννίας στη χώρα μας, χωρίς να χρειαστεί να γίνει ο ίδιος τυραννοκτόνος. Και όμως πολύ λίγοι τον θυμούνται ακόμη, ενώ οι νέοι αγνοούν πλήρως την ιστορία του.

Τον Ιανουάριο του 2009 συμπληρώθηκαν 40 παρά ένα χρόνια από τη μεταφορά της σορού του γεναίου νεαρού στη γενέτειρά του Κέρκυρα, που άφησε τον Αύγουστο του 1967 για να σπουδάσει μηχανικός στη Γένοβα. Παιδί βιοπαλαιστή εμπορροράπτη που συντηρούσε πενταμελή οικογένεια, με πατέρα και παππού οι οποίοι πολέμησαν για περισσότερα από 12 χρόνια σε όλους τους πολέμους της χώρας μας, διακεκριμένος για τις επιδόσεις του στο Β΄ Λύκειο της Κέρκυρας, βρέθηκε να σπουδάζει, με τις 5.000 δραχμές που κατάφερνε μηνιαίως να στέλνει ο πατέρας με πολλές θυσίες, σε πανεπιστήμιο της γειτονικής μας χώρας. Από μαρτυρίες φίλων του της εποχής προκύπτει ότι ο ίδιος έτρεφε ενοχικά αισθήματα για το γεγονός ότι η οικογένειά του εστερείτο βασικά αγαθά για τη δική του σταδιοδρομία. Παρά το γεγονός ότι οι αρχές προσπάθησαν να αποδώσουν σε κρίση μελαγχολίας την ηρωική πράξη αυτοπυρπόλησής του χαρακτηρίζοντάς τον «φιλήσυχο φοιτητή, ουδόλως αναμεμιγμένον εις πολιτικάς δραστηριότητας» (ΑΠ 4968, πρέσβυς Πούμπουρας από Ρώμη, 19 Σεπτεμβρίου 1970), ο ίδιος ήταν ένας καθ΄ όλα υγιής νέος: αρραβωνιασμένος με συνομήλική του Ιταλίδα (ονόματι Ροζάνα) και ενώ βρισκόταν στο τρίτο έτος της σχολής του, έχοντας περάσει με επιτυχία τις εξετάσεις του τελευταίου εξαμήνου, τον Σεπτέμβριο του 1970 αποφασίζει να διαμαρτυρηθεί με τον συγκεκριμένο τρόπο για την πληροφορία που μόλις είχε φτάσει στον ίδιο: τη διακοπή του εμβάσματος σπουδών του και της αναβολής της στρατιωτικής του θητείας, ως συνέπεια της αντιδικτατορικής του δράσης μέσα από τις γραμμές τού ΠΑΚ Ιταλίας.

Από έγγραφα της εποχής προκύπτει ότι ο σάλος που προκλήθηκε διεθνώς, με πηχυαία άρθρα του ιταλικού Τύπου για το γεγονός, υποχρέωσε τις ελληνικές αρχές να διαψεύσουν ότι ο Γεωργάκης είχε μπει στο στόχαστρο και ότι μεθοδευόταν η ανάκλησή του προκειμένου να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία. Και σαν να μην έφτανε αυτό, επιχειρώντας να σπιλώσουν τη μνήμη του νεκρού και να ελαχιστοποιήσουν το κόστος της θυσίας του διεθνώς, προσπάθησαν να βρουν δήθεν μάρτυρες που θα πιστοποιούσαν ότι ο υγιής αυτός νέος έπασχε από κρίσεις μελαγχολίας και ότι η μνηστή του, χωρίζοντας το τελευταίο βράδυ πριν από τον θάνατό του, του είχε χορηγήσει υπερβολική δόση αντικαταθλιπτικών φαρμάκων. Γελοίοι και ανυπόστατοι ισχυρισμοί για την ψυχή ενός ελπιδοφόρου αγωνιστή της δημοκρατίας που είχε το κουράγιο να προετοιμάσει, όσο ουδείς ίσως, έναν τόσο ηρωικό θάνατο, επιλέγοντας μάλιστα τη στιγμή και την ώρα που δεν θα μπορούσε παρά να βλάψει μόνο τον εαυτό του, 3.00 το πρωί. Οπως ανέφερε σε απόρρητο έγγραφό του ο τότε έλληνας πρόξενος Κ. Π. Φωτήλας, «Ιταλοί νυκτοφύλακες οίτινες προσέτρεξαν προς διάσωσίν του κατώρθωσαν να κατασβέσουν το πυρ και εν συνεχεία ούτος, τη επεμβάσει της αστυνομίας, μετεφέρθη εις το νοσοκομείον San Μartino.Ως ανέφερον εκ των υστέρων αυτόπται μάρτυρες,ούτος καθ΄ ην στιγμήν εκαίετο,εκραύγαζε συνθήματα κατά της Εθνικής ημών Κυβερνήσεως ως: ζήτω η Ελλάς, κάτω οι τύραννοι, κάτω οι Συνταγματάρχαι φασίστες κλπ.Επίσης έρριπτε γύρω του προκηρύξεις,το περιεχόμενο των οποίων δυστυχώς δεν επληροφορήθην εισέτι...». Στο ίδιο έγγραφο αφηνόταν ως υπονοούμενο ότι ο φοιτητής, καίτοι μειωμένων εισοδημάτων, προσήλθε στον χώρο αυτοθυσίας του οδηγώντας ο ίδιος ιδιωτικό αυτοκίνητο, ότι η διακοπή της αναβολής της στρατιωτικής του θητείας οφειλόταν σε διαδικαστικό λάθος του Στρατολογικού Γραφείου και ότι υπήρχε φόβος, όπως ήδη επιχειρούσε ο ιταλικός Τύπος, να ερμηνευθεί η περίπτωση Γεωργάκη «κατά το πρότυπο του Τσεχοσλοβάκου Jan Ρalach», λόγος για τον οποίο επιβαλλόταν η άμεση διακομιδή του νεκρού στην Ελλάδα με δαπάνες εκ των προξενικών εισπράξεων (ΑΠ 67, εξ. επείγον, 20 Σεπτεμβρίου 1970) «ίνα μη προσφερθή ο τάφος του φοιτητού εις την αντεθνικήν προπαγάνδαν,ήτις θα τον μετέβαλλεν εις χώρον αντεθνικού προσκυνήματος και πολιτικής εκμεταλλεύσεως», όπως ο ίδιος σημείωνε σε μεταγενέστερο έγγραφό του (ΑΠ 5361, 20 Νοεμβρίου 1970). Οι σχετικές εργασίες πράγματι θα ανατεθούν στο γραφείο κηδειών Ρastorino e Lodi και ο προϋπολογισμός θα είναι 247.006 λιρέτες Ιταλίας, που θα εγκρίνει τελικά ο ΥΠΕΞ επί χούντας υπουργός Εξωτερικών Ξανθόπουλος-Παλαμάς, μόλις δύο μήνες αργότερα, συνιστώντας «ευαρεστηθήτε μεριμνήσητε όπως κατά μεταφοράν και φόρτωσιν σορού επί πλοίου αποφευχθή πας θόρυβος και δημοσιότης» (ΑΠ ΓΤΛ 400-183, απόρρητον κρυπτοτύπημα, 26 Νοεμβρίου 1970). Ηταν προφανές ότι το στρατιωτικό καθεστώς των Αθηνών δεν επιθυμούσε μία ακόμη ανάλογη της κηδείας Γεωργάκη δημοσιότητα στις 22 Σεπτεμβρίου, για την οποία μετέδιδε σχετικά από την πρεσβεία Ρώμης ο πρέσβης Α. Πούμπουρας:
«εκατοντάς φοιτητών και εργατών συνώδευσαν νεκρόν από νοσοκομείου μέχρι νεκρικού θαλάμου νεκροταφείου ένθα εναπετέθη. Συμμετέσχε και αριστερός Υποδήμαρχος Γενούης Geroflini.Απόγευμα αυτής ημέρας έλαβε χώραν προαγγελθείσα και οργανωθείσα υπό αριστερών κομμάτων διαδήλωσις.Συμμετέσχον περίπου χίλιοι με συνθήματα κατ΄ αρχήν ανθελληνικά και εν συνεχεία αντικομμουνιστικά αντιαμερικανικά. Εις συνέντευξιν Τύπου ην επρόκειτο δώση Μερκούρη,παρέστησαν αντ΄ αυτής οι Ιωάννης Λελούδας εκ Παρισίων και Χρίστος Στρεμμένος, όστις και εκόμισε μήνυμα του Α. Παπανδρέου. Κατόπιν ημετέρων ενεργειών,αστυνομία είχε λάβει ικανά μέτρα προστασίας εισόδου Προξενείου» (ΑΠ 432, 23 Σεπτεμβρίου 1970).
Σε άλλο τηλεγράφημα γινόταν μνεία του γεγονότος ότι δεν παρέστη τελικώς ο αδελφός τού Αλέκου Παναγούλη Στάθης, που είχε αρχικώς αναγγελθεί ότι επρόκειτο να εκφωνήσει τον επικήδειο. Ωστόσο η σορός του άτυχου νέου θα παραμείνει επί τετράμηνο στον νεκροθάλαμο του νεκροταφείου της Γένοβας και ύστερα από χρονοβόρα διαδικασία θα φορτωθεί εν μέσω περιπετειών στις 13 Ιανουαρίου 1971 στο υπό ελληνική σημαία πλοίο «Αστυπάλαια», πλοιοκτησίας Βερνίκου-Ευγενίδη, το οποίο, σύμφωνα με τον πρόξενο Κ. Φωτήλα, υπολογιζόταν να καταπλεύσει στον Πειραιά το μεσημέρι της 17ης Ιανουαρίου (ΑΠ 2, 14 Ιανουαρίου 1971).

Ο Γεωργάκης όμως θα απασχολήσει ακόμη και νεκρός τους Απριλιανούς, δύο χρόνια ακριβώς μετά τον θάνατό του, όταν, σύμφωνα με πληροφορίες της προξενικής ελληνικής αρχής στη Βενετία, ετοιμαζόταν να προβληθεί στο φεστιβάλ Ρrimo Ιtaliano (Τορίνο), στο φεστιβάλ του Ρesaro και στο αντιφεστιβάλ Βενετίας ταινία με τίτλο «Γαλανή χώρα» («Ρaese azzurro») του σκηνοθέτη Τζιάνι Σέρα, συμπαραγωγή της RΑΙ ΤV και της εταιρείας CΤC, συνολικής δαπάνης 80 εκατομμυρίων λιρετών Ιταλίας, με σενάριο βασισμένο στη ζωή και το τέλος του Γεωργάκη και πολύ μικρές παραλλαγές. «Κατά τον πληροφοριοδότην μου» σημείωνε ο προξενικός υπάλληλος «το έργον προβαλλόμενον είναι δυνατόν να βλάψη τα μέγιστα το όνομα της Ελλάδος και τον ελληνικόν τουρισμόν,την στιγμήν καθ΄ ην το τουριστικόν ρεύμα είναι τόσον ευνοϊκόν δι΄ ημάς. Επί πλέον φαίνεται πως η ταινία είναι πολύ καλογυρισμένη,από πολύ καλόν και γνωστόν σκηνοθέτην,τον Gianni Serra, δέον δε να θεωρηθή καλυτέρα και πλέον επικίνδυνη της ταινίας “Ζ”. Σημειωτέον επίσης ότι η ταινία αύτη εγένετο διά να προβληθή ιδία από της τηλεοράσεως, όπερ σημαίνει ότι θα δυνηθούν να την παρακολουθήσουν εκατομμύρια θεατών». Ο ίδιος προσέθετε ότι ήδη είχαν ενδιαφερθεί να την αγοράσουν τηλεοπτικά κανάλια της Γερμανίας, των Σκανδιναβικών χωρών, κάποιος αμερικανικός σταθμός, το όνομα του οποίου δεν αναφερόταν, και το ΒΒC. Περαίνων το έγγραφό του εισηγείτο δύο τινά στην κυβέρνηση των συνταγματαρχών: να προβούν σε διάβημα «προς ανώτατα εν Ρώμη κυβερνητικά και άλλα κλιμάκια και διά τας λοιπάς τηλεοράσεις και κράτη, αγοράζοντας τα δικαιώματα της ταινίας δι΄ όλον τον κόσμον μέσω αλλοδαπού τινός επιχειρηματίου ταινιών, όστις θα ενεργήση σιωπηρώς δι΄ ημέτερον λογαριασμόν» (ΑΠ 167/ΑΣ 1727, 25 Αυγούστου 1972).

Της Φωτεινής Τομαή, προϊσταμένης της Υπηρεσίας Διπλωματικού και Ιστορικού Αρχείου του υπουργείου Εξωτερικών. Από το ΒΗΜΑ της Κυριακής, 11 Ιανουαρίου 2009.