Eίθισται στα Reportage να φιλοξενούνται μόνο Έλληνες, εντούτοις, είναι λίγο δύσκολο να μιλήσεις για ένα τέτοιο μουσικό φαινόμενο χωρίς να έρθεις σε επαφή με τη διεθνή εμπειρία. Αρχής γενομένης με τον Μάλκολμ Μακ Λάρεν, τον θρυλικό μάνατζερ των Sex Pistols, που συναντήσαμε πριν από μερικές εβδομάδες στην Αθήνα. Αν και θιασώτης του πανκ, είχε πολλά να μας πει (και) για το χιπ χοπ. Στις αρχές της δεκαετίας του ’70 βρέθηκε στο Μανχάταν με τον Αφροαμερικανό μουσικό Αφρικα Μαμπάτα, που θεωρείται από τους πρόδρομους του είδους. Ο Μ. Μακ Λάρεν θα βρεθεί το ίδιο βράδυ, καλεσμένος του Μαμπάτα σε ένα πάρτι στο Μπρονξ και εκεί θα διαπιστώσει για πρώτη φορά ότι, πέρα από το πανκ, υπάρχει και το εξίσου ακραίο χιπ χοπ, αν και τότε δεν ονομαζόταν έτσι. «Μου φάνηκε ως το πανκ - ροκ των μαύρων. Ήταν ένα απίστευτο μπλέξιμο ήχων, μουσικών και φωνών.
Δεν είχα ξαναδεί να παίζουν μουσική και να περνάνε καλά χρησιμοποιώντας μουσικές άλλων. Το θεωρώ το πιο οικολογικό είδος μουσικής δημιουργίας, διότι βασίζεται στην ιδέα της ανακύκλωσης: χρησιμοποιεί ηχογραφημένες μουσικές, ανασύρει δίσκους από τις δισκοθήκες και έτσι φτιάχνει μια νέα μουσική», θα πει τρεις και βάλε δεκαετίες μετά. «Όπως συνέβη με το πανκ στην Αγγλία, το χιπ χοπ ήρθε να επιβεβαιώσει ότι μουσική μπορεί να κάνει ο καθένας. Δεν χρειάζεται να γνωρίζεις μουσική, να παίζεις κάποιο όργανο ή να ξέρεις να τραγουδάς, φτάνει να αναμειγνύεις -με ταλέντο και φαντασία- ήδη δοκιμασμένα υλικά», συμπληρώνει. Έτσι, το χιπ χοπ ήρθε στα τέλη της δεκαετίας του ‘70 να δώσει ώθηση στη μαύρη μουσική των αμερικανικών μεγαλουπόλεων (Ντιτρόιτ, Σικάγο, Νέα Υόρκη), να εκφράσει ένα κίνημα πολιτικής και καλλιτεχνικής αμφισβήτησης και να αποδομήσει τις καθεστηκυίες φόρμες της μαύρης μουσικής (τζαζ, σόουλ, μπλουζ), συμβάλλοντας στην πολιτικοποίηση των νέων. Όπως γράφει και ο Μιχάλης Παπαμακάριος, δημοσιογράφος και διοργανωτής συναυλιών, στο βιβλίο του «Φυσάει Κόντρα» (ΚΨΜ, 2006), «μετά το 1989 το hip hop θα διεθνοποιηθεί και θα αποτελέσει εκείνο το μουσικό ρεύμα που πρώτο θα ανοίξει την πόρτα της νέας πολιτικοποίησης, τη δεκαετία του 1990».
Ο ερχομός στην Ελλάδα
Στην Ελλάδα το χιπ χοπ φτάνει στα μέσα του ’80, αφού πρώτα περνάει από τα πολυπολιτισμικά κέντρα του Λονδίνου και του Παρισιού. Για το ρίζωμά του θα βοηθήσουν ορισμένες πετυχημένες κινηματογραφικές ταινίες (Breackdance, Wild Style κ.ά.), ο σταθμός της αμερικανικής βάσης, το MTV, και ορισμένες εκπομπές στους πρώτους ιδιωτικούς ραδιοφωνικούς σταθμούς. Το αποκορύφωμα ήταν η συναυλία των Αμερικανών Public Enemy, στο Κατράκειο Θέατρο, τον Ιούνιο του ‘92. Εκείνο το βράδυ, χιλιάδες εκστασιασμένοι πιτσιρικάδες, είδαν μπροστά τους το κορυφαίο συγκρότημα όλων των εποχών του είδους και ορισμένοι αποφάσισαν να δημιουργήσουν το δικό τους. Ένας από εκείνους ήταν ο Μιχάλης Μυτακίδης, ο οποίος λίγες ημέρες αργότερα θα δημιουργήσει το σημαντικότερο γκρουπ της εγχώριας χιπ χοπ σκηνής, τους Active Member. Οι πρώτοι σπόροι του νέου ήχου θα πέσουν στις δυτικές συνοικίες της πρωτεύουσας και στον Πειραιά, και από εκεί θα ξεκινήσει ένα πολύμορφο ηχητικό γαϊτανάκι που πλέον έχει χιλιάδες φίλους. Σήμερα κυκλοφορούν πολλοί δίσκοι κάθε χρόνο, διοργανώνονται δεκάδες συναυλίες και έχουν θεσπιστεί βραβεία σε επίσημους μουσικούς διαγωνισμούς, ενώ ορισμένα μέλη της χιπ χοπ κοινότητας σταδιοδρομούν ως μουσικοί παραγωγοί, ιδιοκτήτες μικρών δισκογραφικών, ντι τζέις σε κλαμπ κ.λπ. Oι δύο δίσκοι με τις μεγαλύτερες πωλήσεις ανήκουν στο σχήμα των Goin’ Through. Το La Sagrada Familia του 2004 και το Vendetta του 2006 έχουν πουλήσει από 20.000 αντίτυπα έκαστο.
Ο B.D Foxmoor, κατά κόσμον Μιχάλης Μυτακίδης, είναι ίσως η σημαντικότερη μορφή του ελληνικού χιπ χοπ. Βρίσκεται για πάνω από 15 χρόνια στο επίκεντρο και το γκρουπ του (Active Member) έχει κυκλοφορήσει έντεκα άλμπουμ, με συνολικές πωλήσεις κοντά στις 200.000. Ο Μ. Μυτακίδης θεωρείται δύσκολος άνθρωπος. Αιτία οι αυστηρές επιλογές που κάνει εδώ και χρόνια και τηρεί με ασκητική ευλάβεια -όπως το να τάσσεται σταθερά με όσους αμφισβητούν το υπάρχουν κοινωνικοπολιτικό καθεστώς ή το να μη δέχεται σπόνσορες στις συναυλίες του. Τον συναντήσαμε στην Αθήνα και όσα μας είπε ήταν εξαιρετικά ενδιαφέροντα, αν και λακωνικά.
«Το χιπ χοπ τα τελευταία χρόνια είναι μια συμβατική μουσική φόρμα, δεν θα περίμενα -τουλάχιστον από μία μερίδα του- κάτι διαφορετικό», λέει με μια διαφαινόμενη ειρωνεία. Θεωρεί πως έχει εμπορευματοποιηθεί -όποιος βλέπει τηλεόραση μπορεί να καταλάβει τι εννοεί- έχει εμπιστοσύνη όμως στις υγιείς δυνάμεις, των νέων, κυρίως, παιδιών. «Τα κριτήρια του κόσμου, τον οποίο συχνά κοροϊδεύουμε, λειτουργούν ορθά.
Ο κόσμος προσκυνά όποτε γουστάρει και όποιον γουστάρει και όχι συνέχεια». Του ζητάμε να φέρει στο νου του τη νεανική εξέγερση, τον περασμένο Δεκέμβριο, μετά τη δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου. Τα τραγούδια και η μουσική των Active Member (ειδικά το «Φυσάει κόντρα») είχαν γίνει το σάουντρακ της περιόδου. Ο ίδιος, απέχοντας ηλικιακά από τα «παιδιά του Δεκέμβρη» νιώθει περίεργα. «Ήμουν αμήχανος τον Δεκέμβρη. Γιατί με θυμηθήκατε τώρα βρε; είπα μέσα μου. Αφού τραγουδάω για σας συνέχεια. Ως γεγονός με τιμά ότι παιζόμουνα παντού στις καταλήψεις, αλλά υπάρχει μια εσωτερική διαδικασία που μου προκαλούσε μεγάλη αμηχανία. Αυτά τα παιδιά θα έπρεπε να έχουν συνεχή και συνεπή σχέση με το χιπ χοπ εδώ και χρόνια. Εγώ ο ίδιος το επιδίωξα και σας πληροφορώ ότι ελάχιστοι ανταποκρίθηκαν. Επειδή είμαι αυστηρός πρώτα από όλα με τον εαυτό μου, δεν βγήκα δημόσια για να ευχαριστήσω αυτή τη γενιά που με τίμησε παίζοντας τα τραγούδια μου», καταλήγει.
Για το ίδιο θέμα ζητήσαμε τη γνώμη του Αδάμαντα. Θεσσαλονικιός μουσικός και στιχουργός, αποτελεί το ένα δεύτερο του συγκροτήματος Professional Sinnerz που θεωρείται από τις ανερχόμενες δυνάμεις. «Το γεγονός ότι χρησιμοποιήθηκαν τραγούδια για να ντυθεί μια άσχημη κατάσταση, δεν νομίζω να βοηθήσει από τη μια μέρα στην άλλη στο να μπει το χιπ χοπ στη mainstream συνείδηση του ελληνικού κοινού. Έχουμε πολύ δρόμο ακόμα. Έτυχε ο σκηνοθέτης να ακούει χιπ χοπ και να βρει το κατάλληλο τραγούδι. Τίποτε παραπάνω. Το χιπ χοπ πρέπει να μπει στη ζωή του Έλληνα, όπως έχει μπει στου Αμερικανού ή του Ευρωπαίου, η εικόνα του ίσως να θεωρείται άνομη ή παιδική αλλά σιγά - σιγά θα ανακαλύψει ο κόσμος ότι έχει να προσφέρει όσα και η ροκ και η τζαζ και οποιοδήποτε mainstream μουσικό είδος».
Δύσκολη προσαρμογή
Τι αντιπροσωπεύει όμως το hip hop στο εσωτερικό της ελληνικής κοινωνίας; Απαντήσεις έδωσε ο λέκτορας του Παντείου Πανεπιστημίου Γεώργιος - Μιχαήλ Κλήμης -διδάσκει μάρκετινγκ- που εδώ και χρόνια μελετάει συστηματικά τη δισκογραφία. «Το χιπ χοπ ξεκίνησε από τους Last Poets το 1969, μια ομάδα διανοούμενων Αφροαμερικανών μουσικών και ποιητών. Στη συνέχεια έφτασε στα γκέτο των μεγαλουπόλεων. Η κουλτούρα του γκράφιτι, ο χορός breakdance και ο συγκεκριμένος ενδυματολογικός κώδικας συμπλήρωναν την εικόνα. Οι δισκογραφικές κατάλαβαν αμέσως ότι στο χιπ χοπ υπάρχει ακροατήριο, υπάρχει δηλαδή ένα βιώσιμο τμήμα αγοράς στο οποίο μπορεί κάποιος να πουλήσει δίσκους αλλά και προϊόντα. Από εκεί και μετά όλα εξελίχθηκαν αρκετά ομαλά», αναφέρει. Ο λέκτορας του Παντείου δεν έχει ξεκαθαρίσει μέσα του αν το χιπ χοπ ταιριάζει στην Ελλάδα. «Εδώ όπως και στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες ήρθε ως εισαγόμενο μουσικό είδος, δεν υπήρχε η κουλτούρα μας, όπως επίσης δεν υπήρχαν γκέτο με την βορειοαμερικανική έννοιά τους. Στο εξωτερικό το χιπ χοπ αφομοιώθηκε σε παραδοσιακές ή τοπικές κουλτούρες. Εδώ στην Ελλάδα, αυτή η αφομοίωση δεν έχει επέλθει ακόμα. Δεν ξέρω αν η κουλτούρα του ταιριάζει στην Ελλάδα. Δεν έχουμε αντίστοιχα ακούσματα, ούτε το ιδιαίτερο life style των αμερικανικών μεγαλουπόλεων», υποστηρίζει ο ίδιος. Ωστόσο, αναγνωρίζει ότι υπάρχει και εδώ ακροατήριο και επομένως εμπορικό ενδιαφέρον. Κατά την άποψή του, εκτός από την ομάδα των Active Member και το κίνημα του low bap με έδρα το Πέραμα, το υπόλοιπο ελληνικό χιπ χοπ δεν έχει παρά λίγα από τα χαρακτηριστικά του αμερικανικού.
Η μουσικολογική ανάλυση συνεχίζεται με τον Αδάμαντα των Professional Sinnerz, ο οποίος δεν θεωρεί το χιπ χοπ ασύμβατο με τα ελληνικά κοινωνικά και μουσικά δεδομένα, διότι το ελληνικό χιπ χοπ έχει τη δική του ταυτότητα πλέον. «Ακούς έντονες επιρροές από την ελληνική κουλτούρα σε κάθε καλλιτέχνη του είδους, είτε στο στίχο είτε στη μουσική. Απλώς τα τελευταία χρόνια προσπαθούμε να φτάσουμε τα πρότυπα του εξωτερικού, άλλοι τα καταφέρνουν, πολλοί όχι».
Κλείνουμε με την υπέρ της εμπορευματοποίησης στροφή που έχει πάρει στις μέρες μας το εν λόγω μουσικό είδος. Ο Θεσσαλονικιός δημοσιογράφος, διοργανωτής συναυλιών και παραγωγός Χρήστος Τερζίδης, γράφει στο βιβλίο του «Το hip hop δεν σταματά» (Οξύ 2002): «Παιδιά κατώτερων θεών, οι ράπερ δεν κλείνουν τα μάτια στον περίγυρό τους. Μέσα στα αδιέξοδα της κοινωνίας, η μουσική τους καταγράφει όλο το αντιφατικό κοκτέιλ, τόσο το δικό τους όσο και των άλλων. Δεν είναι τυχαία ακόμη και η παροιμιώδης απληστία τους, οι χρυσές αλυσίδες, τα ακριβά αυτοκίνητα, οι καλλονές και τα ξέφρενα πάρτι. Είναι η δική τους εκδοχή του αμερικανικού ονείρου».
Στο ίδιο πνεύμα, ο Γ. Μ. Κλήμης μνημονεύει ένα περιστατικό, όπου ένας επιφανής εκπρόσωπος του χιπ χοπ στην Ελλάδα, έφτασε να παίζει μουσική σε πανάκριβο εστιατόριο - σύμβολο της αστικής τάξης. Ο Αδάμαντας αναλαμβάνει να ορθώσει το ανάστημά του απέναντι στις κατηγορίες. «Είναι εύκολο να εστιάζουμε την προσοχή μας σε αρνητικές καταστάσεις και να μη βλέπουμε ότι όταν έρχεται κάτι νέο, μπορεί να μας διδάξει πολλά. Πολλά πράγματα είναι αυτά που δεν μου αρέσουν στο χιπ χοπ, όπως οι φθηνοί τσαμπουκάδες, το άγουστο ντύσιμο, οι ρίμες του δεκαλέπτου, αλλά γυρνάω το κεφάλι μου και βλέπω τα θετικά, τα οποία υπερτερούν. Οπως στίχοι που συγκινούν κόσμο, μελωδίες που ξεσηκώνουν, εκατοντάδες παιδιά που χαμογελάνε και χορεύουν κάθε φορά που εμφανίζεσαι κάπου και ζουν κάτι μαζί σου το οποίο αφήνει το στίγμα της δουλειάς σου πάνω τους».
Φτιάξ’ το μόνος σου
- Μουσικά το χιπ χοπ απαρτίζεται από ένα σύντομο μουσικό θέμα, που επαναλαμβάνεται με τρόπο σχεδόν ρομποτικό και δημιουργεί μια πρωτότυπη μουσική βάση, ένα μουσικό χαλί. Πάνω του τοποθετούνται δείγματα από μελωδία (samples), μερικών δευτερολέπτων αυτά, παρμένα από δίσκους άλλων καλλιτεχνών και ασφαλώς γνώριμα στον ακροατή. Υπάρχουν επίσης και πρόσθετα στοιχεία, όπως riffs (μοτίβο ή μουσική φράση) κιθάρας ή πνευστών, τύμπανα, ντραμς ή κρουστά και, φυσικά, το ραπάρισμα (λόγος μέχρι φλυαρίας).
Γκρουπς - σταθμοί
- Goin’ Through: Είναι το πρώτο ελληνικό συγκρότημα hip hop που υπέγραψε το 1994 συμβόλαιο με δισκογραφική εταιρεία. Απαρτίζεται από τους Νίκο Βουρλιώτη και Μιχάλη Παπαθανασίου και έως σήμερα έχει κυκλοφορήσει 11 άλμπουμς και 3 singles.
- Active Member: Το πρώτο συγκρότημα hip hop με δισκογραφική δουλειά (1993). Εγιναν γνωστοί για την πολιτικού περιεχομένου στιχουργική τους. Υπέγραψαν το πρώτο τους συμβόλαιο με δισκογραφική το 1995 (Warner) και έχουν κυκλοφορήσει 13 άλμπουμς. Το συγκρότημα αποτελείται σήμερα από τους B.D. Foxmoor (Μιχάλης Μυτακίδης) και Sadahzinia (Γιολάντα Τσιαμπόκαλου).
- Ημισκούμπρια: Ο χιουμοριστικός και σαρκαστικός τους στίχος είναι αυτός που τους βοήθησε να είναι το πλέον ευρέως γνωστό συγκρότημα του είδους στη χώρα μας. Αποτελούνται από τους Δημήτρη Μεντζέλο, Μιθριδάτη Χατζηχατζόγλου και Πρύτανη (Kώστας Κωστάκος) και έως σήμερα έχουν κυκλοφορήσει 8 άλμπουμ.
- Professional Sinnerz: Συγκρότημα «νέας κοπής», δημιουργήθηκαν το 2002 και αποτελείται από τους Αδάμαντα και Tyler. Έγιναν ιδιαίτερα γνωστοί μέσω του Ιντερνετ καθώς τα πρώτα τους τραγούδια μπορούσαν να κατεβάσουν χωρίς κόστος οι φίλοι του είδους σε mp3.
Πολιτιστικό όπλο
- «Με έχει εκπλήξει η αποδοχή του χιπ χοπ στην Ευρώπη, αλλά και στον Καναδά και στην Αφρική. Την εξηγώ όμως. Είναι κάτι περισσότερο από ένα μουσικό είδος. Είναι ένα πολιτιστικό όπλο στα χέρια μας. Από την άλλη, τουλάχιστον στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου δεν υπάρχουν media ή όσα υπάρχουν έχουν αποκλείσει τις θέσεις των μαύρων, το χιπ χοπ λειτουργεί ως ένα μέσο, ως μια ηχητική ενημέρωση για όσα πραγματικά συμβαίνουν στους δρόμους. Είδες απόψε τον κόσμο: είναι περισσότερο η ανάγκη της επικοινωνίας που σπρώχνει αυτό το κοινό στο να εκφράζεται μέσα από το χιπ χοπ». Ο ράπερ M1 του αμερικανικού συγκροτήματος ραπ Dead Prez μιλάει στον απεσταλμένο του Reportage, μετά τη συναυλία που έδωσε η φημισμένη μπάντα από το Μπρούκλιν στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο, το Σάββατο 27 Ιουνίου και στο πλαίσιο του Resistance Festival. Πρόκειται για ένα από τα πιο πολιτικοποιημένα χιπ-χοπ συγκροτήματα που έχει να επιδείξει η σκηνή των ΗΠΑ, με έντονη απήχηση και στη χώρα μας.
Η μουσική του δρόμου
- Στις ΗΠΑ υπάρχουν γκέτο και το χιπ χοπ είναι η κουλτούρα του δρόμου. Πέρα από μουσικό ιδίωμα είναι διέξοδος για τα μέλη του γκέτο -ακόμα και επαγγελματική. Για κάποια παιδιά, το μέλλον των οποίων είναι να γίνουν είτε έμποροι ναρκωτικών είτε προαγωγοί, το χιπ χοπ δίνει τη δυνατότητα όχι μόνο για ένα ικανοποιητικό εισόδημα, αλλά ακόμα και την ευκαιρία να γίνουν σταρ.
Οργισμένοι στίχοι
«Φυσάει κόντρα σε ολάκερη γη,
τ’ άγρια πετούμενα δεν βρίσκουν πηγή,
δεν αντέχω της βολής τη σιγή.
Κι εδώ, απ’ τον τόπο που έζησα τη φυγή,
ρίχνω αλάτι στη βαθιά τους πληγή,
τάζομαι πρόσφυγας και σε καλό να μου βγει». [...]
Το τραγούδι των Active Member «Φυσάει κόντρα», -από το cd «Πέρασμα στ’ ακρόνειρο» (2002)- για πρόσφυγες και κατατρεγμένους που έγινε ύμνος στα χείλη των διαδηλωτών του περασμένου Δεκέμβρη.