Ποιος θυμάται τον Νικόλαο Χριστόφιλο; Στην Ελλάδα ελάχιστοι. Στην Αμερική όμως αρκετοί –και μάλιστα σαν τον “τρελλο-Έλληνα” (crazy Greek), που συνέδεσε το όνομά του με το Argus, πρώτο πείραμα στο Διάστημα.
Ο Νικόλαος Χριστόφιλος γεννήθηκε το 1916 στην Βοστόνη. Γονείς του ήταν ο Κωνσταντίνος και η Ελένη, Έλληνες μετανάστες, που δεν άντεξαν πολύ καιρό μακριά από την πατρίδα και επέστρεψαν στην Ελλάδα όταν ο Νίκος ήταν 7 ετών.
Ο Χριστόφιλος ενδιαφέρθηκε από παιδί για την ραδιοφωνία και κατασκεύαζε μάλιστα αυτοσχέδιους πομπούς και δέκτες. Το 1938 αποφοίτησε από την Σχολή Ηλεκτρολόγων και Μηχανολόγων Μηχανικών του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου και άρχισε να δουλεύει για την εταιρεία Wisk Inc. που εγκαθιστούσε και συντηρούσε ανελκυστήρες. Κατά την διάρκεια του Β! Παγκοσμίου Πολέμου οι γερμανικές δυνάμεις κατοχής υποχρέωσαν την εταιρεία Wisk να εγκαταλείψει τους ανελκυστήρες και να αναλάβει την συντήρηση φορτηγών. Αυτό, για τον πολυμήχανο Χριστόφιλο, ήταν πιο πολύ παιχνίδι παρά δουλειά και του άφηνε πολύ ελεύθερο χρόνο για να μελετά πυρηνική φυσική και μάλιστα από γερμανικά βιβλία, αφού μόνο αυτά ήταν εύκολο να βρεθούν στην κατοχική Αθήνα.
Μετά τον πόλεμο ο Χριστόφιλος άνοιξε δική του εταιρεία για ανελκυστήρες, αλλά ο έρωτάς του για την πυρηνική φυσική συνεχίστηκε και σύντομα άρχισε να στήνει δικές του θεωρίες. Το 1946 υπέβαλε αίτηση διπλώματος ευρεσιτεχνίας για έναν επιταχυντή παρόμοιο στον σχεδιασμό του με το σύγχροτρον, τον κυκλικό επιταχυντή όπου συνδυάζονται ηλεκτρικά και μαγνητικά πεδία για να επιτύχουν φορτισμένα σωματίδια σε πολύ υψηλές ενέργειες. Ωστόσο, σύντομα ενημερώθηκε από τα περιοδικά φυσικής ότι ένας τέτοιος επιταχυντής είχε ήδη εφευρεθεί.
Απτόητος ο Χριστόφιλος, συνέχισε να σχεδιάζει επιταχυντές και το 1950 υπέβαλε αίτηση διπλώματος ευρεσιτεχνίας για «την Αρχή της Ισχυρής Εστίασης» της δέσμης επιταχυντών. Το Γραφείο Ευρεσιτεχνιών των Η.Π.Α. του απένειμε το σχετικό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας το 1956, με τον αριθμό, 2,736,799
Ωστόσο το 1952 η Αρχή της Ισχυρής Εστίασης εφευρέθηκε ανεξάρτητα, από τρεις ερευνητές του Εθνικού Εργαστηρίου του Μπρουκχέϊβεν (Brookhaven) των Η.Π.Α. και άρχισε να εφαρμόζεται στους επιταχυντές του Μπρουκχέϊβεν, του Κορνέλ και του Ευρωπαϊκού Κέντρου Πυρηνικών Ερευνών CERN. Σε επίσκεψή του στις Η.Π.Α., περί τα τέλη του 1952, ο Χριστόφιλος διάβασε για την εφεύρεση των Αμερικανών ερευνητών και επισκέφτηκε το εργαστήριο του Μπρουκχέϊβεν, όπου κατόπιν συζητήσεων αναγνωρίστηκε η πρωτοπορία του στη σύλληψη της Αρχής του και του προσφέρθηκε αμέσως μια θέση εργασίας.
Με αυτό τον ανορθόδοξο και επεισοδιακό τρόπο, ο Χριστόφιλος από μηχανικός ανελκυστήρων έγινε ξαφνικά ερευνητής ενός από τα σημαντικότερα εθνικά ερευνητικά κέντρα των Η.Π.Α. Λόγω του απόρρητου χαρακτήρα των ερευνών στις οποίες συμμετείχε, ο Χριστόφιλος μετακινήθηκε το 1956 στο Εθνικό Εργαστήριο Λίβερμορ (Livermore), όπου και παρέμεινε μέχρι και το τέλος της σταδιοδρομίας του.
Αν και ο Χριστόφιλος αφοσιώθηκε κυρίως στην επίτευξη της πυρηνικής σύντηξης, συμμετείχε και σε πλήθος άλλων πρωτοποριακών πειραμάτων, πολλά από τα οποία υπήρξαν καθοριστικά για τις μετέπειτα εξελίξεις σε διάφορους τομείς. Ένα από τα πιο γνωστά πειράματα που συνέλαβε ο Χριστόφιλος και πρότεινε στην κυβέρνηση των Η.Π.Α. ήταν και το Argus.
Το ανήσυχο πνεύμα του Χριστόφιλου δεν μπορούσε παρά να ερεθιστεί από την αυγή της διαστημικής εποχής, τον Οκτώβριο του 1957: αμέσως μετά την επιτυχή εκτόξευση του πρώτου τεχνητού δορυφόρου, του σοβιετικού «Σπούτνικ», ο Χριστόφιλος σκέφτηκε πως η προσπάθεια μαγνητικής παγίδευσης ηλεκτρονίων (ενός από τα κεντρικά στοιχεία της πυρηνικής σύντηξης) θα μπορούσε να δοκιμαστεί ως διαστημικό πείραμα σε πολύ μεγαλύτερες διαστάσεις απ’ ότι θα ήταν ποτέ δυνατόν να γίνει σε οποιοδήποτε εργαστήριο στην επιφάνεια της Γης.
Πρότεινε λοιπόν την εκτόξευση ατομικής βόμβας, η οποία με την έκρηξή της θα παρήγαγε ένα πολύ μεγάλο πλήθος ηλεκτρονίων υψηλής ενέργειας, τα οποία ακολούθως θα παγιδεύονταν από το μαγνητικό πεδίο της Γης και θα σχημάτιζαν ζώνες ή φλοιούς ηλεκτρονίων γύρω από τη Γη. Αν πράγματι τα ηλεκτρόνια, αντί να διασκορπιστούν ατάκτως στα πέρατα του διαστήματος, συγκεντρώνονταν και κατευθύνονταν από το γεωμαγνητικό πεδίο, θα μπορούσαν, ενδεχομένως, να βλάψουν δορυφόρους σε τροχιά γύρω από τη Γη.
Η πρότασή του συζητήθηκε αρχικά μέσα στο εργαστήριο Λίβερμορ και λίγο αργότερα με συναδέλφους του από άλλα εργαστήρια. Εν τω μεταξύ ανακαλύφθηκαν οι φυσικές ζώνες ηλεκτρονίων και πρωτονίων γύρω από τη Γη, από τον Τζέιμς βαν Άλεν, με μετρήσεις των δύο πρώτων αμερικανικών δορυφόρων. Η ανακάλυψη του βαν Άλεν λειτούργησε υποστηρικτικά στην πρόταση του Χριστόφιλου και στις 6 Μαρτίου του 1958, ο πρόεδρος Αιζενχάουερ συμφώνησε να ελεγχθεί η σκοπιμότητα του πειράματος. Ακολούθησαν πυρετώδεις διασκέψεις και σχεδιασμοί. Την Πρωτομαγιά του 1958 ο Αιζενχάουερ έδωσε το πράσινο φως για την διεξαγωγή του πειράματος.
Το πείραμα στήθηκε μέσα σε χρόνο ρεκόρ: σε λιγότερο από 4 μήνες όλα ήταν έτοιμα. Στις 26 Ιουλίου του 1958 εκτοξεύθηκε ο Explorer-4, ο τρίτος δορυφόρος στην ιστορία των Η.Π.Α., ο οποίος θα παρακολουθούσε την εξέλιξη του πειράματος στο Διάστημα. Την 1η Αυγούστου το Norton Sound του Πολεμικού Ναυτικού, με τους πυραύλους και τις βόμβες του πειράματος, απέπλευσε από το Σαν Φρανσίσκο με προορισμό τον Νότιο Ατλαντικό. Ταυτόχρονα απέπλευσαν άλλα δύο πλοία από λιμάνια της Ανατολικής Ακτής, για συμμετοχή στο πείραμα με παρατηρήσεις από την θάλασσα.
Η επιλογή της απομακρυσμένης περιοχής του πειράματος , περίπου 1800 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά του Κέιπ Τάουν της Νότιας Αφρικής, έγινε για διαφόρους λόγους, με κυριότερο την μυστικότητα και ασφάλεια, καθώς και την ιδιαιτερότητα της γεωμετρίας του γεωμαγνητικού πεδίου στο Νότιο Ατλαντικό, που έδινε περισσότερες πιθανότητες επιτυχίας στο πείραμα.
Στις 27 και 30 Αυγούστου και στις 6 Σεπτεμβρίου εκτοξεύθηκαν τρεις ατομικές βόμβες των 2 χιλιοτόνων οι οποίες εξερράγησαν στα 200, 240 και 540 χιλιόμετρα αντίστοιχα. Τόσο οι μετρήσεις του Explorer-4 όσο και οι παρατηρήσεις από το έδαφος επιβεβαίωσαν την θεωρία του Χριστόφιλου: δημιουργήθηκε μια τεχνητή ζώνη σωματιδιακής ακτινοβολίας ανάμεσα στις δύο ζώνες βαν Άλεν, που μάλιστα διατηρήθηκε για περισσότερο χρόνο απ’ ότι είχε προβλεφθεί, αφού αυτή αποδομήθηκε έπειτα από δύο εβδομάδες και όχι σε μερικές μέρες όπως αναμενόταν. Επιπλέον, τα ηλεκτρόνια του Argus δημιούργησαν Σέλας –ήταν η πρώτη φορά στην Ιστορία που στους ουρανούς δημιουργήθηκε Σέλας από ανθρώπινη ενέργεια και όχι από φυσικά αίτια.
Η επιτυχία του Argus δικαίωσε τον «τρελο-Έλληνα» και οδήγησε αργότερα σε πειράματα μεγαλύτερης έντασης. Ο Νικόλαος Χριστόφιλος πέθανε από καρδιακή προσβολή στις 24 Σεπτεμβρίου του 1972. Όπως πάντα, είχε και την προηγούμενη νύχτα εργαστεί έως αργά στο εργαστήριο του Λίβερμορ. Αναμφίβολα, υπήρξε μια ασυνήθιστη προσωπικότητα στον κόσμο της επιστημονικής έρευνας.
Διαβάστε και αυτό το εξαιρετικό αφιέρωμα στον Νικόλαο Χριστόφιλο .
Του Ιωάννη Δαγκλή, διευθυντή του Ινστιτούτου Διαστημικών Εφαρμογών και Τηλεπισκόπησης στο Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών. Από το περιοδικό “γεωτρόπιο”, τεύχος Νο 452 που συνόδευε την “Σαββατιάτικη Ελευθεροτυπία” της 13ης Δεκεμβρίου 2008.
Ο Νικόλαος Χριστόφιλος γεννήθηκε το 1916 στην Βοστόνη. Γονείς του ήταν ο Κωνσταντίνος και η Ελένη, Έλληνες μετανάστες, που δεν άντεξαν πολύ καιρό μακριά από την πατρίδα και επέστρεψαν στην Ελλάδα όταν ο Νίκος ήταν 7 ετών.
Ο Χριστόφιλος ενδιαφέρθηκε από παιδί για την ραδιοφωνία και κατασκεύαζε μάλιστα αυτοσχέδιους πομπούς και δέκτες. Το 1938 αποφοίτησε από την Σχολή Ηλεκτρολόγων και Μηχανολόγων Μηχανικών του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου και άρχισε να δουλεύει για την εταιρεία Wisk Inc. που εγκαθιστούσε και συντηρούσε ανελκυστήρες. Κατά την διάρκεια του Β! Παγκοσμίου Πολέμου οι γερμανικές δυνάμεις κατοχής υποχρέωσαν την εταιρεία Wisk να εγκαταλείψει τους ανελκυστήρες και να αναλάβει την συντήρηση φορτηγών. Αυτό, για τον πολυμήχανο Χριστόφιλο, ήταν πιο πολύ παιχνίδι παρά δουλειά και του άφηνε πολύ ελεύθερο χρόνο για να μελετά πυρηνική φυσική και μάλιστα από γερμανικά βιβλία, αφού μόνο αυτά ήταν εύκολο να βρεθούν στην κατοχική Αθήνα.
Μετά τον πόλεμο ο Χριστόφιλος άνοιξε δική του εταιρεία για ανελκυστήρες, αλλά ο έρωτάς του για την πυρηνική φυσική συνεχίστηκε και σύντομα άρχισε να στήνει δικές του θεωρίες. Το 1946 υπέβαλε αίτηση διπλώματος ευρεσιτεχνίας για έναν επιταχυντή παρόμοιο στον σχεδιασμό του με το σύγχροτρον, τον κυκλικό επιταχυντή όπου συνδυάζονται ηλεκτρικά και μαγνητικά πεδία για να επιτύχουν φορτισμένα σωματίδια σε πολύ υψηλές ενέργειες. Ωστόσο, σύντομα ενημερώθηκε από τα περιοδικά φυσικής ότι ένας τέτοιος επιταχυντής είχε ήδη εφευρεθεί.
Απτόητος ο Χριστόφιλος, συνέχισε να σχεδιάζει επιταχυντές και το 1950 υπέβαλε αίτηση διπλώματος ευρεσιτεχνίας για «την Αρχή της Ισχυρής Εστίασης» της δέσμης επιταχυντών. Το Γραφείο Ευρεσιτεχνιών των Η.Π.Α. του απένειμε το σχετικό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας το 1956, με τον αριθμό, 2,736,799
Ωστόσο το 1952 η Αρχή της Ισχυρής Εστίασης εφευρέθηκε ανεξάρτητα, από τρεις ερευνητές του Εθνικού Εργαστηρίου του Μπρουκχέϊβεν (Brookhaven) των Η.Π.Α. και άρχισε να εφαρμόζεται στους επιταχυντές του Μπρουκχέϊβεν, του Κορνέλ και του Ευρωπαϊκού Κέντρου Πυρηνικών Ερευνών CERN. Σε επίσκεψή του στις Η.Π.Α., περί τα τέλη του 1952, ο Χριστόφιλος διάβασε για την εφεύρεση των Αμερικανών ερευνητών και επισκέφτηκε το εργαστήριο του Μπρουκχέϊβεν, όπου κατόπιν συζητήσεων αναγνωρίστηκε η πρωτοπορία του στη σύλληψη της Αρχής του και του προσφέρθηκε αμέσως μια θέση εργασίας.
Με αυτό τον ανορθόδοξο και επεισοδιακό τρόπο, ο Χριστόφιλος από μηχανικός ανελκυστήρων έγινε ξαφνικά ερευνητής ενός από τα σημαντικότερα εθνικά ερευνητικά κέντρα των Η.Π.Α. Λόγω του απόρρητου χαρακτήρα των ερευνών στις οποίες συμμετείχε, ο Χριστόφιλος μετακινήθηκε το 1956 στο Εθνικό Εργαστήριο Λίβερμορ (Livermore), όπου και παρέμεινε μέχρι και το τέλος της σταδιοδρομίας του.
Αν και ο Χριστόφιλος αφοσιώθηκε κυρίως στην επίτευξη της πυρηνικής σύντηξης, συμμετείχε και σε πλήθος άλλων πρωτοποριακών πειραμάτων, πολλά από τα οποία υπήρξαν καθοριστικά για τις μετέπειτα εξελίξεις σε διάφορους τομείς. Ένα από τα πιο γνωστά πειράματα που συνέλαβε ο Χριστόφιλος και πρότεινε στην κυβέρνηση των Η.Π.Α. ήταν και το Argus.
Το ανήσυχο πνεύμα του Χριστόφιλου δεν μπορούσε παρά να ερεθιστεί από την αυγή της διαστημικής εποχής, τον Οκτώβριο του 1957: αμέσως μετά την επιτυχή εκτόξευση του πρώτου τεχνητού δορυφόρου, του σοβιετικού «Σπούτνικ», ο Χριστόφιλος σκέφτηκε πως η προσπάθεια μαγνητικής παγίδευσης ηλεκτρονίων (ενός από τα κεντρικά στοιχεία της πυρηνικής σύντηξης) θα μπορούσε να δοκιμαστεί ως διαστημικό πείραμα σε πολύ μεγαλύτερες διαστάσεις απ’ ότι θα ήταν ποτέ δυνατόν να γίνει σε οποιοδήποτε εργαστήριο στην επιφάνεια της Γης.
Πρότεινε λοιπόν την εκτόξευση ατομικής βόμβας, η οποία με την έκρηξή της θα παρήγαγε ένα πολύ μεγάλο πλήθος ηλεκτρονίων υψηλής ενέργειας, τα οποία ακολούθως θα παγιδεύονταν από το μαγνητικό πεδίο της Γης και θα σχημάτιζαν ζώνες ή φλοιούς ηλεκτρονίων γύρω από τη Γη. Αν πράγματι τα ηλεκτρόνια, αντί να διασκορπιστούν ατάκτως στα πέρατα του διαστήματος, συγκεντρώνονταν και κατευθύνονταν από το γεωμαγνητικό πεδίο, θα μπορούσαν, ενδεχομένως, να βλάψουν δορυφόρους σε τροχιά γύρω από τη Γη.
Η πρότασή του συζητήθηκε αρχικά μέσα στο εργαστήριο Λίβερμορ και λίγο αργότερα με συναδέλφους του από άλλα εργαστήρια. Εν τω μεταξύ ανακαλύφθηκαν οι φυσικές ζώνες ηλεκτρονίων και πρωτονίων γύρω από τη Γη, από τον Τζέιμς βαν Άλεν, με μετρήσεις των δύο πρώτων αμερικανικών δορυφόρων. Η ανακάλυψη του βαν Άλεν λειτούργησε υποστηρικτικά στην πρόταση του Χριστόφιλου και στις 6 Μαρτίου του 1958, ο πρόεδρος Αιζενχάουερ συμφώνησε να ελεγχθεί η σκοπιμότητα του πειράματος. Ακολούθησαν πυρετώδεις διασκέψεις και σχεδιασμοί. Την Πρωτομαγιά του 1958 ο Αιζενχάουερ έδωσε το πράσινο φως για την διεξαγωγή του πειράματος.
Το πείραμα στήθηκε μέσα σε χρόνο ρεκόρ: σε λιγότερο από 4 μήνες όλα ήταν έτοιμα. Στις 26 Ιουλίου του 1958 εκτοξεύθηκε ο Explorer-4, ο τρίτος δορυφόρος στην ιστορία των Η.Π.Α., ο οποίος θα παρακολουθούσε την εξέλιξη του πειράματος στο Διάστημα. Την 1η Αυγούστου το Norton Sound του Πολεμικού Ναυτικού, με τους πυραύλους και τις βόμβες του πειράματος, απέπλευσε από το Σαν Φρανσίσκο με προορισμό τον Νότιο Ατλαντικό. Ταυτόχρονα απέπλευσαν άλλα δύο πλοία από λιμάνια της Ανατολικής Ακτής, για συμμετοχή στο πείραμα με παρατηρήσεις από την θάλασσα.
Η επιλογή της απομακρυσμένης περιοχής του πειράματος , περίπου 1800 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά του Κέιπ Τάουν της Νότιας Αφρικής, έγινε για διαφόρους λόγους, με κυριότερο την μυστικότητα και ασφάλεια, καθώς και την ιδιαιτερότητα της γεωμετρίας του γεωμαγνητικού πεδίου στο Νότιο Ατλαντικό, που έδινε περισσότερες πιθανότητες επιτυχίας στο πείραμα.
Στις 27 και 30 Αυγούστου και στις 6 Σεπτεμβρίου εκτοξεύθηκαν τρεις ατομικές βόμβες των 2 χιλιοτόνων οι οποίες εξερράγησαν στα 200, 240 και 540 χιλιόμετρα αντίστοιχα. Τόσο οι μετρήσεις του Explorer-4 όσο και οι παρατηρήσεις από το έδαφος επιβεβαίωσαν την θεωρία του Χριστόφιλου: δημιουργήθηκε μια τεχνητή ζώνη σωματιδιακής ακτινοβολίας ανάμεσα στις δύο ζώνες βαν Άλεν, που μάλιστα διατηρήθηκε για περισσότερο χρόνο απ’ ότι είχε προβλεφθεί, αφού αυτή αποδομήθηκε έπειτα από δύο εβδομάδες και όχι σε μερικές μέρες όπως αναμενόταν. Επιπλέον, τα ηλεκτρόνια του Argus δημιούργησαν Σέλας –ήταν η πρώτη φορά στην Ιστορία που στους ουρανούς δημιουργήθηκε Σέλας από ανθρώπινη ενέργεια και όχι από φυσικά αίτια.
Η επιτυχία του Argus δικαίωσε τον «τρελο-Έλληνα» και οδήγησε αργότερα σε πειράματα μεγαλύτερης έντασης. Ο Νικόλαος Χριστόφιλος πέθανε από καρδιακή προσβολή στις 24 Σεπτεμβρίου του 1972. Όπως πάντα, είχε και την προηγούμενη νύχτα εργαστεί έως αργά στο εργαστήριο του Λίβερμορ. Αναμφίβολα, υπήρξε μια ασυνήθιστη προσωπικότητα στον κόσμο της επιστημονικής έρευνας.
Διαβάστε και αυτό το εξαιρετικό αφιέρωμα στον Νικόλαο Χριστόφιλο .
Του Ιωάννη Δαγκλή, διευθυντή του Ινστιτούτου Διαστημικών Εφαρμογών και Τηλεπισκόπησης στο Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών. Από το περιοδικό “γεωτρόπιο”, τεύχος Νο 452 που συνόδευε την “Σαββατιάτικη Ελευθεροτυπία” της 13ης Δεκεμβρίου 2008.