Ήταν χαμογελαστός και τρυφερός, παθιασμένος και καρτερικός, ευγενής και ονειροπόλος, σκορποχέρης και γενναιόδωρος, νωχελικός και τελειομανής, ένας άνθρωπος ήπιων τόνων ο οποίος μέσα του έβραζε, με μία αθωότητα παιδική, αλλά και με την υπερηφάνεια ενός χαρισματικού καλλιτέχνη που αισθανόταν την πληρότητα.
Άλλωστε, διέθετε μία μοναδική ικανότητα: να συνθέτει συνεχώς εξαιρετικές μελωδίες χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια. Αλλά πάνω απ’ όλα, ζούσε το παρόν σαν να ήταν αθάνατος: Πίστευε ότι εδώ τελειώνουν όλα, δεν τον ενδιέφερε τίποτα άλλο από το τώρα, δεν κοίταζε το αύριο. Και γι’ αυτό έκανε τα πάντα σε περίσσεια: κάπνιζε πολύ, ερωτευόταν πολύ, αγαπούσε πολύ, ενθουσιαζόταν, ξενυχτούσε, έπινε -είχε μία διαδρομή μικρή, αλλά γεμάτη. Σαν να ήξερε -κατά βάθος- ότι θα ήταν σύντομο το πέρασμά του.
Ο Μάνος Λοΐζος γεννήθηκε στις 22 Οκτωβρίου 1937 στην Αλεξάνδρεια και ήταν το μοναδικό παιδί ενός παντοπώλη -που είχε μεταναστεύσει εκεί από ένα χωριό της Κύπρου- και της κόρης ενός γεωπόνου από τη Ρόδο. Η παιδική του ηλικία, σε αντίθεση με άλλους μεγάλους καλλιτέχνες, ήταν ευτυχισμένη με το επάγγελμα του πατέρα του να εξασφαλίζει στην οικογένεια μία αρκετά άνετη ζωή. Είναι η εποχή που η ελληνική παροικία της κοσμοπολίτικης Αλεξάνδρειας εξακολουθεί να ευημερεί. Όσο για το ενδιαφέρον του μικρού αγοριού για τη μουσική θα εκδηλωνόταν από νωρίς.
«Στην Αλεξάνδρεια, περνούσε κάθε μέρα από το δρόμο που μέναμε ένας γεροβιολιτζής. Μια μέρα, ο πατέρας μου μου αγόρασε ένα από αυτά τα βιολάκια που πουλούσε ο γέρος. Από τότε βάλθηκα να μάθω βιολί, αλλά πού. Το όργανο αυτό έπαιζε μόνο στα χέρια του γέρου που το έφτιαχνε!» θα θυμηθεί, γελώντας, χρόνια μετά. Δεν άργησε, πάντως, να αποκτήσει ένα αληθινό βιολί και να αρχίσει κανονικά μαθήματα. Έπειτα απέκτησε μια κιθάρα και μετά ένα πιάνο.
«Κόντευα πια να γίνω σπουδαίος μουσικός» θα πει με το χαρακτηριστικό του χιούμορ, για να προσθέσει: «Κάπως έτσι βρέθηκα μερικά χρόνια μετά να ξέρω αρκετή μουσική». Κατά κάποιον τρόπο -θα έλεγε κανείς- ότι τη μουσική την είχε από πάντα μέσα του. Χρειαζόταν μόνο ένα ερέθισμα, μια αφορμή, για να προκύψουν μερικές από τις καλύτερες -όπως αποδείχτηκε- μουσικές συνθέσεις στην ιστορία του ελληνικού τραγουδιού.
Στο μεταξύ, ο δεκαοχτάχρονος -πλέον- νεαρός μεταβαίνει, το 1955, για σπουδές στην Αθήνα. Εγγράφεται στη Φαρμακευτική Σχολή για να την εγκαταλείψει λίγο μετά και να εισαχθεί στην Ανωτάτη Εμπορική.
Όμως, με την πάροδο του χρόνου, αποδεικνύεται κάθε άλλο παρά επιμελής με τις σπουδές του: το μυαλό του ήταν αλλού. Αρχίζει να ανακαλύπτει τη μαρξιστική ιδεολογία, αλλά και τις νέες μουσικές τάσεις που διαμορφώνεται με την καταιγιστική επιρροή του Μάνου Χατζιδάκι και την αναγνώριση του ρεμπέτικου. Παράλληλα, εμπλουτίζει τα ακούσματά του μες στις φοιτητικές παρέες, εμβαθύνει τις γνώσεις του στο πιάνο και την κιθάρα, αλητεύει, παθιάζεται, ερωτεύεται, κάνει φιλίες.
Και ακόμη, παρατάει την Εμπορική, φοιτά για λίγο στη Σχολή Βακαλό, αρχίζει να συνθέτει πιο συστηματικά, ενώ βρίσκεται πάντα σε επαφή με τις παρέες της αριστεράς. Ήδη είχε επιλέξει μία δύσκολη πορεία, με την οικονομική του κατάσταση να είναι απλώς κακή. Έχει πάψει να δικαιούται φοιτητικό συνάλλαγμα και για να επιβιώσει κάνει διάφορες δουλειές, από γκαρσόνι μέχρι γραφίστας και διακοσμητής. Παρ’ όλα αυτά, τον διέκρινε μία ηρεμία απέναντι στις κακοτοπιές, όπως εξηγεί ο Λευτέρης Παπαδόπουλος, αδερφικός φίλος του και στιχουργός των σημαντικότερων τραγουδιών του.
Ο Μάνος αντιμετώπιζε τις δυσκολίες με καρτερικότητα, αλλά και τις χαρές χωρίς καμιά βιασύνη. Ρούφαγε τα πράγματα αργά-αργά με επίσημες γουλιές».
Με την πάροδο του χρόνου το πάθος του για τη μουσική γίνεται εντονότερο. Το 1960, φοιτητής ακόμα, ηχογραφεί το πρώτο του τραγούδι, «Το τραγούδι του Δρόμου»- ένα ποίημα του Λόρκα σε απόδοση Νίκου Γκάτσου. Αυτό ήταν το έναυσμα για να έρθει σε επαφή με άλλους καλλιτέχνες της εποχής του.
Η δημιουργία του Σύλλογου Φίλων Ελληνικής Μουσικής, το 1962, ήταν η απόρροια αυτών των γνωριμιών, αλλά και ένα σημαντικό βήμα για συνθέτες, τραγουδιστές, μουσικούς και ποιητές. Οι επαφές του μέσα από το σύλλογο με τον - Μίκη Θεοδωράκη, τον Σαββόπουλο, τη Μαρία Φαραντούρη, τον Μάνο Ελευθερίου, τον Φώντα Λάδη και άλλους, θα αποδεικνύονταν καθοριστικές- τόσο για τις μουσικές όσο και για τις πολιτικές του κατευθύνσεις.
Επίσης, την ίδια χρονιά, συμμετέχει στις παραστάσεις της μουσικής επιθεώρησης του Μίκη Θεοδωράκη «Όμορφη Πόλη» στο θέατρο Παρκ. Στα παρασκήνια του θεάτρου γνωρίζει την Μάρω Λήμνου: θα παντρευτούν τρία χρόνια μετά και θα αποκτήσουν την κόρη τους- τη Μυρσίνη.
Όλα δείχνουν πλέον ότι η προσωπική του ζωή δημιουργεί τις προϋποθέσεις για μία απρόσκοπτη ενασχόληση με τη μουσική. Και πράγματι, εκείνον τον καιρό αρχίζει η συνεργασία του -και μία βαθιά φιλία- με τον Λευτέρη Παπαδόπουλο σε στίχους του οποίου θα προκύψουν μερικά αριστουργήματα. Αλλά το πραξικόπημα του 1967 αλλάζει τα δεδομένα.
Αρχίζουν οι συλλήψεις -πρώτα ο Σαββόπουλος και στη συνέχεια ο Θεοδωράκης- και για να αποφύγει τα κρατητήρια,?φεύγει στην Αγγλία με τη γυναίκα του. Έπειτα από έξι μήνες επιστρέφει και βρίσκει καταφύγιο στο σπίτι του Λευτέρη Παπαδόπουλου, με τον οποίο φτιάχνουν πολλά τραγούδια που έμελλε να γίνουν σημαντικές επιτυχίες: «Δελφίνι Δελφινάκι», «Η δουλειά κάνει τους άντρες», «Σεβάχ ο Θαλασσινός».
Το 1968 κυκλοφορεί ο πρώτος μεγάλος δίσκος του Μάνου Λοΐζου, ο «Σταθμός» -σε στίχους του Παπαδόπουλου- με επιρροές από τα ελαφρολαϊκά τραγούδια της εποχής, αλλά και ένα εντυπωσιακά προσωπικό ύφος στο οποίο συνυπάρχουν επιδέξια η νοσταλγική διάθεση με την γνήσια ευαισθησία -όπως στο «Παλιό Ρολόι»- καθώς και κάποιες συναρπαστικές οργανικές μελωδίες.
Δύο χρόνια μετά βγαίνουν οι «Θαλασσογραφίες» σε στίχους, πάλι, του Λευτέρη Παπαδόπουλου. Εδώ η θάλασσα γίνεται η αφορμή για τον δημιουργό να μιλήσει για πράγματα περισσότερο καθημερινά με έναν τρόπο απλό, αλλά καθόλου αυτονόητο: κυριαρχούν η ανάμνηση και η ρεμβώδης διάθεση, το παραμύθι του θαλασσινού, ο έρωτας, η τρυφερότητα, η πικρία. Με το σπουδαίο αυτό έργο ο συνθέτης προσδιορίζει τη σχέση του με τις φόρμες του λαϊκού τραγουδιού σε αντιστοιχία με τις δικές του καταβολές. Στις αρχές του 1972 γράφει και τη μουσική για την ταινία «Ευδοκία»: μια σειρά από λαϊκά μοτίβα με πιο γνωστό, βέβαια, το κλασικό «Ζεϊμπέκικο».
Εάν, πάντως, κάτι χαρακτηρίζει το έργο του Μάνου Λοΐζου είναι το γεγονός ότι δημιούργησε καταπληκτικά τραγούδια χρησιμοποιώντας εντελώς διαφορετικά είδη μουσικής. Έχει συνθέσει εξαιρετικά ροκ κομμάτια -«Το εμβατήριο» «Αν είμαι ροκ μη με φοβάσαι», «Γ’ Παγκόσμιος» με ερμηνευτή τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου, μερικά από τα ομορφότερα λαϊκά όπως το «Δε θα ξαναγαπήσω» που πρωτοερμήνευσε ο Στέλιος ο Καζαντζίδης, το «Όλα σε θυμίζουν» και «Ο φαντάρος» με τις διαχρονικές ερμηνείες της Χαρούλας Αλεξίου, «Πάγωσε η τσιμινιέρα», «Έχω έναν καφενέ» και άλλα αγαπημένα τραγούδια που καθιέρωσαν τον Γιώργο Νταλάρα. Ακόμη, μερικές από τις καλύτερες μπαλάντες της ελληνικής μουσικής, «Σ’ ακολουθώ», «Πρώτη Μαΐου», «Τσε», «Μια καλημέρα είναι αυτή», «ο Αρχηγός», τα «νέγρικα» σε ρυθμό τζαζ, όπως «ο γέρο-Νέγρο Τζιμ».
Και ακόμη τα αξέχαστα τραγούδια των αγώνων όπως «Το Ακορντεόν», τον «Δρόμο» και το «Καλημέρα ήλιε» σε στίχους του ίδιου του συνθέτη: «το κόκκινο για τη ροδιά/ το πράσινο για τα παιδιά/ για της Μυρσίνης την ποδιά/ μια Παναγιά». Μέσα στο ξέφρενο κλίμα της μεταπολίτευσης συμμετέχει σε μεγάλες λαϊκές συναυλίες της εποχής, ενώ θα κυκλοφορήσει όλα εκείνα τα τραγούδια του που είχαν απαγορευτεί από τη λογοκρισία της επταετίας.
Δυστυχώς τα πρώτα προβλήματα με την υγεία του κάνουν ξαφνικά την εμφάνιση τους. Τον Ιούνιο του 1981 ξεκινάει με τον Χρήστο Λεοντή και τον Θάνο Μικρούτσικο, συναυλίες σε όλη την Ελλάδα. Τον Οκτώβριο, ωστόσο, θα μπει στο Γενικό Κρατικό με περικαρδίτιδα και νεφρική ανεπάρκεια και στο τέλος του χρόνου ταξιδεύει στη Μόσχα για ιατρικές εξετάσεις. Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος συνοψίζει: «Η ζωή του είναι η ζωή ενός δεκαοχτάχρονου. Ξενυχτάει, πίνει, καπνίζει, ενώ έχει λανσάρει ειδικό ωράριο για τη χρήση του αλκοόλ. Κάπου-κάπου θυμάται τις προειδοποιήσεις των γιατρών για την υγεία του. Αυτά όμως για λίγο. Μετά ξανακατρακυλά».
Στα τελευταία χρόνια της ζωής του είχε ξαναπαντρευτεί -την ηθοποιό Δώρα Σιτζάνη- και συνέχιζε να ζει όπως πριν. Λίγο μετά πηγαίνει και πάλι στη Μόσχα. Ήταν το τελευταίο του ταξίδι. Στις 7 Σεπτεμβρίου 1982 και ενώ νοσηλεύεται στη ρωσική πρωτεύουσα παθαίνει εγκεφαλικό. Οι γιατροί θα τον κρατήσουν στη ζωή για δέκα μέρες. Προηγουμένως ηχογράφησε τρεις μελωδίες σε στίχους δικούς του ?«Πρώτη Μαΐου», «Σ’ ακολουθώ»- και «Χαράματα Ομόνοια» σε λόγια του Μανώλη Ρασούλη. Ήταν τα τελευταία του τραγούδια που κυκλοφόρησαν σε δίσκο, πέντε μήνες προτού σωπάσει πρόωρα και για παντοτινά- παίρνοντας μαζί του ό,τι άλλο σημαντικό είχε, ακόμα, να μας δώσει...
Ευγενική φύση
- «Δεν γούσταρε τα «high class», αν και ήταν φύση αριστοκρατική. Πριγκιπόπουλο τον είχαν μεγαλώσει οι γονείς του. Είχε μια ευγένεια, που τη χρησιμοποιούσε πολλές φορές ως «πανοπλία προστασίας». Γιατί, παρά τη σοφία του και τους εξωτερικούς «ραχάτ μπαχτσέ» ρυθμούς του - μπορούσε να αφήσει στο ψυγείο ένα λεμόνι 4 χρόνια αν δεν πήγαινε κάποιος να το πετάξει- μέσα του ο Μάνος ήταν εξαιρετικά αγχώδης. Είχε άγχος να διαμορφώσει το δικό του στυλ στο τραγούδι, πράγμα που τελικά το κατόρθωσε. Ένωσε τους έντεχνους και τους λαϊκούς...».
Ο Ρασούλης για τον Λοϊζο.
Επιτυχία λόγω χρεών
- Έρχεται ο Μάνος ένα πρωί και μου λέει: «Δεν έχω φράγκο, ο νοικοκύρης θα με πετάξει έξω αν δεν του δώσω 3.000 δραχμές». Δεν ήθελε να του δώσω εγώ. Κάθεται λοιπόν στο πιάνο, εκεί στο σπίτι μου, βγάζουμε το «Παραμυθάκι μου» και το δίνουμε στον παραγωγό μιας ταινίας, παίρνει τα τρία χιλιάρικα, πληρώνει το νοίκι και γλιτώνει την έξωση. Έχει όμως και συνέχεια η ιστορία. Το τραγούδι μπήκε στον «Εξορκιστή», την ταινία που έκανε παγκόσμιο σουξέ και πήραμε πολλά λεφτά μετά! Μία από τις ηθοποιούς του φιλμ σε μια σκηνή βάζει το ραδιόφωνο να πιάσει Ελλάδα και ακούγεται το... «Παραμυθάκι μου» και έφτασε έτσι σε όλον τον κόσμο».
Λευτέρης Παπαδόπουλος