Τρίτη 7 Μαΐου 2024

Τα εκατό βήματα

Ήταν 9 Μαΐου του 1978 όταν το άψυχο σώμα του πρώην Ιταλού Πρωθυπουργού Άλντο Μόρο εντοπιζόταν στο πορτ-μπαγκάζ ενός κόκκινου Renault 4 στην οδό Caetani στη Ρώμη, στο μέσο της απόστασης μεταξύ των γραφείων του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος (PCI) και των Χριστιανοδημοκρατών (DC). Ήταν ο τραγικός επίλογος της απαγωγής του Μόρο από την τρομοκρατική οργάνωση «Ερυθρές Ταξιαρχίες» (Brigate Rosse), που είχε διαρκέσει σχεδόν δύο μήνες και σημάδεψε την ταραγμένη δεκαετία του 1970 στην Ιταλία, η οποία βρισκόταν ήδη στη δίνη των «Χρόνων του Μολυβιού» (Anni di Piombo).

I CENTO PASSI - olio su tela, cm 100x70, 2012 - dedicato a PEPPINO IMPASTATO

Όλα είχαν ξεκινήσει στις 16 Μαρτίου 1978. Γύρω στις 9 το πρωί δύο αυτοκίνητα έβγαιναν από την οικία του Μόρο. Στο ένα επέβαινε ο Μόρο, στο άλλο η προσωπική του φρουρά αποτελούμενη από πέντε σωματοφύλακες. Κατευθύνονταν στη Βουλή των Αντιπροσώπων (Camera dei Deputati), το ένα από τα δύο νομοθετικά σώματα στην Ιταλία, όπου θα συζητούνταν η συγκρότηση κυβέρνησης υπό τον Τζούλιο Αντρεότι (Giulio Andreotti) με τη συμμετοχή του PCI υπό τον Ενρίκο Μπερλινγκουέρ (Enrico Berlinguer). Ήταν το αποκορύφωμα του λεγόμενου «Ιστορικού Συμβιβασμού»(Compromesso storico) μεταξύ των Κομμουνιστών και των Χριστιανοδημοκρατών, μία σύζευξη δυνάμεων στην Ιταλία χωρίς ιστορικό προηγούμενο στη μεταπολεμική ιστορία της Γηραιάς Ηπείρου. Και η παραδοξότητα του εγχειρήματος αυτού δεν άφηνε αδιάφορη καμία πλευρά στα δύο στρατόπεδα του Ψυχρού Πολέμου.

Καθοδόν για τη Βουλή, στην οδό Mario Fani, δύο αυτοκίνητα μπλόκαραν το δρόμο στα δύο αυτοκίνητα του Μόρο. Δώδεκα μέλη των Ερυθρών Ταξιαρχιών, φορώντας στολές της Alitalia, πετάχτηκαν στο δρόμο και γάζωσαν τους σωματοφύλακες του Μόρο με 91 σφαίρες. Μάλιστα, για να είναι σίγουροι ότι τα θύματά τους ήταν νεκροί, έριχναν τη χαριστική βολή στο κεφάλι καθενός εκ των πέντε σωματοφυλάκων.

Ο πρώην πρωθυπουργός δεν τραυματίστηκε. Απήχθη από τις Ερυθρές Ταξιαρχίες και κρατήθηκε όμηρος για 55 μέρες. Οι τρομοκράτες απαιτούσαν την απελευθέρωση 13 συντρόφων τους. Η ιταλική κυβέρνηση αρνήθηκε να διαπραγματευτεί με τους απαγωγείς. Ο Μόρο, πιθανότατα καθ' υπόδειξη των απαγωγέων του, έγραψε και απέστειλε πλήθος επιστολών τόσο στον Πάπα Παύλο τον 6ο όσο και στον Αντρεότι, στον οποίο και απευθύνει ιδιαιτέρως σκληρές κουβέντες. Οι επιστολές αυτές έγιναν γνωστές δέκα χρόνια μετά την απαγωγή και τη δολοφονία του Μόρο και δημοσιεύτηκαν στις αρχές της δεκαετίας του 1990.

[...] το άψυχο σώμα του πρώην Ιταλού Πρωθυπουργού Άλντο Μόρο εντοπιζόταν στο πορτ-μπαγκάζ ενός κόκκινου Renault 4, δολοφονημένος από τις «Ερυθρές Ταξιαρχίες» μετά από δίμηνη σχεδόν ομηρία.

Τελικά, στις 9 Μαΐου, μετά από τηλεφώνημα στα κεντρικά γραφεία των Χριστιανοδημοκρατών, όπου δίνονται σχετικές πληροφορίες από τους απαγωγείς, εντοπίζεται το κόκκινο Renault 4 με τον νεκρό Μόρο. Είχε δολοφονηθεί από τον Μάριο Μορέττι (Mario Moretti), ηγετικό στέλεχος των Ερυθρών Ταξιαρχιών, όταν κατέστη πλέον σαφές ότι η ιταλική κυβέρνηση δεν επρόκειτο να ενδώσει στις αξιώσεις των απαγωγέων.

Οι φυσικοί αυτουργοί της απαγωγής και της δολοφονίας Μόρο έγιναν αμέσως γνωστοί. Ωστόσο, οι θεωρίες (συνωμοσίας;) σχετικά με το ποιοι κινούσαν τα νήματα παρασκηνιακά είναι πολλές. Το πείραμα του Ευρωκομμουνισμού στην Ιταλία είχε δυσαρεστήσει πολλούς και η δολοφονία Μόρο απεδείχθη πως ήταν το μοιραίο χτύπημα σε αυτή την προσπάθεια ανάδειξης ενός Τρίτου Δρόμου για τον Σοσιαλισμό.

Η ιστορία δολοφονίας του Μόρο είναι αρκετά γνωστή. Αυτό που δεν είναι ευρέως γνωστό είναι ότι την ίδια μέρα, στις 9 Μαΐου 1978, μία άλλη δολοφονία στη Σικελία, έμελλε να σημαδέψει το κίνημα εναντίον της Μαφίας και να αναδείξει το θύμα σε έναν από τους σύγχρονους ήρωες της Ιταλίας. Και το όνομα αυτού Πεπίνο Ιμπαστάτο (Peppino Impastato)!

O Πεπίνο γεννήθηκε το 1948 στο Τσίνιζι (Cinisi), μία κωμόπολη κοντά στο Παλέρμο. Ο πατέρας του Λουίτζι ήταν στενός φίλος του αρχηγού της τοπικής Μαφίας Γκαετάνο Μπανταλαμέντι (Gaetano Badalamenti), ενώ ο κουνιάδος του Λουίτζι και θείος του Πεπίνο, Τζέζαρε Μαντσέλα (Cesare Manzella) ήταν επίσης μέλος της τοπικής Μαφίας και είχε δολοφονηθεί όταν το αυτοκίνητό του ανατινάχτηκε το 1963. Ο Πεπίνο είχε έρθει σε σφοδρή σύγκρουση με τον πατέρα του λόγω ακριβώς της δραστηριότητας του τελευταίου και η άγρια δολοφονία του Μαντσέλα είχε τεράστιο αντίκτυπο στον τότε έφηβο Πεπίνο, ο οποίος -όπως δήλωσε ο αδερφός του σε συνέντευξή του το 2004- τότε αποφάσισε να επιδοθεί σε έναν αγώνα μέχρι τέλους εναντίον της Μαφίας.

Το σημαντικότερο επίτευγμά του ήταν η ίδρυση του «Radio Aut» (Ράδιο Βοήθεια), ενός ραδιοφωνικού σταθμού όπου ο Πεπίνο καλούσε το λαό του Τσίνιζι να αντιταχθεί στη Μαφία. 

Ο Πεπίνο οργανώθηκε στις τάξεις ενός μικρού αριστερού κόμματος, το PSIUP (Ιταλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα της Προλεταριακής Ενότητας). Το 1975, μαζί με άλλους ομοϊδεάτες του, συγκρότησε μια ομάδα, η οποία διοργάνωνε διάφορες πολιτισμικές εκδηλώσεις (ταινίες, θέατρο, μουσικές παραστάσεις και πολιτικές συζητήσεις), ώστε να επιτύχει μια ιδεολογική αφύπνιση των κατοίκων στο Τσίνιζι εναντίον της εξουσίας της Μαφίας. Το σημαντικότερο επίτευγμά του ήταν η ίδρυση του «Radio Aut» (Ράδιο Βοήθεια), ενός ραδιοφωνικού σταθμού όπου ο Πεπίνο, με αρκετή δόση χιούμορ, ειρωνείας και σαρκασμού, εξέθετε τις διάφορες «δραστηριότητες» του Μπανταλαμέντι, καλώντας το λαό του Τσίνιζι να αντιταχθεί στη Μαφία. Οι τοπικές αρχές θεωρούσαν των Πεπίνο ταραχοποιό στοιχείο, που έθετε σε κίνδυνο την ηρεμία στο Τσίνιζι, την οποία εξασφάλιζε ο «καθόλα αξιοσέβαστος» Μπανταλαμέντι. Ο Πεπίνο δεν άργησε να μπει στο μάτι της Μαφίας. Ο πατέρας του προσπάθησε επανειλημμένως να πείσει τον Μπανταλαμέντι να μην πειράξει το γιο του. Τελικά ο πατέρας του πέθανε σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα το 1977.

Το 1978 ο Πεπίνο κατέβηκε στις τοπικές εκλογές της 14ης Μαΐου με το ακροαριστερό κόμμα «Democrazia Proletaria» (Προλεταριακή Δημοκρατία). Τη νύχτα της 8ης Μαΐου, ο Πεπίνο ξυλοκοπείται άγρια από τρία μέλη της Μαφίας, τα οποία τον δένουν στις ράγες του τρένου, τοποθετούν κάτω από το σώμα του τέσσερα κιλά TNT και τον ανατινάσσουν. Η ομοιότητα της εκτέλεσης του Πεπίνο με εκείνη του Μαντσέλα το 1963 δεν ήταν τυχαία.

Ο θάνατος του Πεπίνο αντιμετωπίστηκε από τις αρχές ως τυχαίος θάνατος, ο οποίος επήλθε κατά την προσπάθεια του να ανατινάξει τις ράγες στη σιδηροδρομική γραμμή Παλέρμο-Τράπανι ως μέρος της υποτιθέμενης «τρομοκρατικής» δραστηριότητάς του. Για χρόνια, και παρά τις προσπάθειες των συγγενών και φίλων του Πεπίνο να αποκαλυφθεί η αλήθεια, η υπόθεση παρέμενε στο αρχείο. Τελικά, το 1997 ανεσύρθη από το αρχείο και μόλις το 2001 καταδικάστηκε ως φυσικός αυτουργός της δολοφονίας του Πεπίνο ο μαφιόζος Βίτο Παλάτζολο (Vito Palazzolo), ενώ ο Μπανταλαμέντι καταδικάστηκε ως ηθικός αυτουργός της δολοφονίας.

Peppino Impastato (impegno politico) (foto da Casa Memoria) 

Το 2000 βγήκε η ταινία «I Cento Passi» (Τα εκατό βήματα) του Ιταλού σκηνοθέτη Μάρκο Τούλιο Τζιορντάνα (Marco Tullia Giordana), η οποία αναφέρεται στη ζωή και τον αγώνα του Πεπίνο Ιμπαστάτο. Ο τίτλος μόνο τυχαίος δεν είναι. Εκατό βήματα ήταν η απόσταση από το σπίτι του Πεπίνο ως το σπίτι του Μπανταλαμέντι.

Σε μια σκηνή ο Πεπίνο, εξοργισμένος με την παθητικότητα της κοινωνίας και το ρόλο του πατέρα του στη Μαφία, μιλάει με τον αδερφό του Τζουζέπε στο δρόμο έξω από το σπίτι τους.

  • Πας σχολείο, σωστά; Ξέρεις να μετράς;
    • Τι εννοείς αν ξέρω να μετράω;
  • Να μετράς... ένα, δύο, τρία, τέσσερα...
    • Ναι, ξέρω να μετράω.
  • Ξέρεις να περπατάς;
    • Ξέρω να περπατάω.
  • Να μετράς και να περπατάς ταυτόχρονα, ξέρεις;
    • Ναι, έτσι νομίζω.
  • Πάμε, λοιπόν. Μέτρα και περπάτα. (Τον παίρνει από το μπράτσο και αρχίζουν να περπατάνε). Ένα, δύο, τρία, τέσσερα, πέντε, έξι, επτά, οκτώ...
    • Μα πού πάμε;
  • Συνέχισε, μέτρα και περπάτα. 89, 90, 91, 92...
    • Πεπίνο....
  • 93, 94, 95, 96, 97, 98, 99, 100. Ξέρεις ποιος μένει εδώ;

(Ο Τζουζέπε κάτι πάει να ψιθυρίσει)

  • Ο Don Tano (συντομογραφία του Γκαετάνο, εννοεί τον Γκαετάνο Μπανταλαμέντι) μένει εδώ. Είναι εκατό βήματα από το σπίτι μας, εκατό βήματα! Μένεις στον ίδιο δρόμο, πίνεις τον καφέ στο ίδιο μπαρ, στο τέλος τους συνηθίζεις. «Τους χαιρετισμούς μου, Πεπίνο. Τους χαιρετισμούς μου, Τζουζέπε». Και είναι αυτοί τα αφεντικά στο Τσίνιζι. Και ο πατέρας μου, ο Λουίτζι Ιμπαστάτο, του γλείφει τον κώλο. Όπως όλοι. Δεν είναι ηλικιωμένος, είναι ένας μαφιόζος, ένας από τους πολλούς».

Κι άλλες πληροφορίες, από το  Νόστιμον ήμαρ.

© History espresso στο Facebook. Ομώνυμη Ανάρτηση.