8 Αυγούστου 1900 ~ 11 Νοεμβρίου 1990
Προικισμένος και τελειομανής, προσέγγισε τα μεγάλα θεατρικά κείμενα αναζητώντας την αλήθεια πίσω από τις λέξεις. Και αυτό ήταν που μάγεψε το κοινό. Όχι το “παίξιμό” του, αλλά “οι ερμηνείες” του, το ότι γινόταν ο ρόλος. Την εποχή που η Αγγλία είχε τον Σερ Λόρενς Ολίβιε, εμείς είχαμε τον Μινωτή. Και τον έχουμε ακόμα μέσα από τους δρόμους που άνοιξε …
Το καλοκαίρι του 1919 ο νεαρός που ασφυκτιεί σε ένα γραφείο της Τραπέζης Αθηνών μοιάζει πολύ διαφορετικός από τους συνάδελφούς του. Πίσω από τα σκληρά, γερακίσια μάτια κρύβεται το πάθος ενός ποιητή, ένα φορτίο που κουβαλάει κρυφά από την εφηβεία του. Οι δικοί του τον θέλουν τραπεζικό υπάλληλο και για μια στιγμή τα καταφέρνουν: στα δεκαοκτώ του διορίζεται. Αλλά ασφυκτιεί, δεν θέλει να προδώσει εκείνο το όνειρο. Το όνειρό του είναι να γίνει ποιητής, να μπορεί να αφυπνίζει τους ανθρώπους μέσα από την τέχνη του. Αργότερα, ο Μάριος Πλωρίτης θα σκιαγραφούσε εκείνο το πάθος με λέξεις που ταιριάζουν στην περιγραφή ενός ποιητή: “είτε στην παράσταση”, σημειώνει “είτε στην πρόβα, είτε ακόμα και στην μοναξιά του, ο Μινωτής έμοιαζε ακόρεστος ταξιδευτής, που με το μικρό πλεούμενό του αρμένιζε και εξερευνούσε ωκεανούς απέραντους, φανερά και υποβρύχια ρεύματα, στοιχειωμένα με Λαιστρυγόνες και Σειρήνες, πασχίζοντας να εξιχνιάσει και να γευτεί τα απρόσιτα μυστικά της ύπαρξης και της τέχνης”.
Το ταξίδι αυτό ξεκινάει στην Κρήτη το 1900. Ο Αλέξης Μινωτάκης γεννιέται στα Χανιά κι από πολύ νωρίς φροντίζει να αλλάξει το όνομά του, έχοντας κατά νου τα λόγια του δασκάλου του, που έλεγε ότι οι καταλήξεις σε –άκης, κατάλοιπα της Τουρκοκρατίας, είναι δουλοπρεπείς και ταπεινωτικές. Από παιδί θέλει να γίνει ποιητής, χωρίς όμως να μπορεί να εστιάσει στην ακριβή έννοια του όρου. Να φράφει στίχους; Να παράγει ποίηση μέσα από άλλες μορφές τέχνης; Προφανώς η ποίηση στο μυαλό του συνιστά μια γενική έννοια η οποία περικλείει την ταυτότητα του καλλιτέχνη. Αυτή την ταυτότητα την κρατάει ερμητικά σφραγισμένη μέσα του, προτιμώντας να ευνουχίσει ένα μέρος της ψυχής του από το να πάει κόντρα στην επιθυμία των γονιών του. Έτσι, συναινεί απρόθυμα στο να διοριστεί στην Τράπεζα Αθηνών, όπως ονομάζεται τότε η Εθνική. Για κάποιους, όμως, τα μεγάλα όνειρα μοιάζουν ευλογημένα από τη μοίρα και όταν ο γοητευτικός Αλέξης θα βρεθεί στο δρόμο του μεγάλου Βεάκη, τούτη η μοίρα θα αρχίσει να υφαίνει το δικό της σχέδιο, που καμιά εντολή δεν μπορεί να πάρει από τις επιθυμίες τρίτων.
Ο Βεάκης κάνει περιοδεία στην Κρήτη, αναζητά κορυφαίο για τον “Οιδίποδα Τύραννο” και στο πρόσωπο του εικοσάχρονου Μινωτή διακρίνει ίχνη από εκείνο το πάθος που αργότερα θα τον μετέτρεπε σε ακόρεστο ταξιδευτή. Ο Αλέξης εγκαταλείπει την Τράπεζα, ενεργοποιεί το πλεούμενό του και σαλπάρει για τους ωκεανούς με τους Λαιστρυγόνες και τις Σειρήνες. Και ξεκινάει με το έργο που θα καθορίσει την ύπαρξή του. Ο Βεάκης τον χρησιμοποιεί αρχικά ως Κορυφαίο και στη συνέχεια ως “Εξάγγελο”, που είναι ακριβώς ο τραγικός ήρωας του Σοφοκλή, “Τύραννος” και “επι Κολωνώ”, που θα στοιχειώσει για πάντα τον Μινωτή και θα αποτελέσει, έπειτα από μισό αιώνα, το κύκνειο άσμα του.
Στο ενδιάμεσο, ο Μινωτής αλλάζει την εικόνα του θεάτρου. Η επιβλητική μακρόσυρτη φωνή του, η οποία σταλάζει μια-μια τις λέξεις, προκαλεί ρίγος ανεπανάληπτο. Το σκοτεινό βλέμμα του εκπέμπει μια ιδιότυπη μαγεία. Όλα σκιαγραφούν μιαν ιερή θεατρική συγκίνηση, που προσθέτει στο μέγα βιβλίο του θεάτρου το πιο ξεχωριστό κεφάλαιο. Λένε πως στην ζωή του είναι σκληρός, πως το εγώ του καπελώνει θιάσους ολόκληρους, πως η ψυχρότητά του αγγίζει την βιτριολική εγωπάθεια των υπέρτατων καλλιτεχνών που θέλουν να περιφρονούν τους πάντες. Ας λένε. Τα ίδια λένε και για τον Λόρενς Ολίβιε. Οι γεννημένοι ποιητές δεν απολογούνται για την φύση τους, μήτε έρχονται στον κόσμο για να ‘ναι καλοί.
Έρχονται για ν’ ανοίξουν δρόμους ανάμεσα σε φανερά και υποβρύχια ρεύματα και ο Μινωτής τους ανοίγει πραγματοποιώντας το εφηβικό του όνειρο με την έννοια που τελικά δίνουν οι αρχαίοι κλασικοί στη λέξη “ποιητής”: ως τεχνίτης, ως δημιουργός. Πρώτα απ’ όλα επιβάλει κάτι πρωτοποριακό στην αρχαία τραγωδία, κατορθώνοντας να απαλλάξει τις ερμηνείες του από τον στόμφο που μέχρι τότε θεωρείται στοιχείο αναγκαίο στις παραστάσεις του αρχαίου δράματος. Και ύστερα, παίρνει τα ίδια τα έργα και με τις δικές του σκηνοθεσίες τα προικίζει με έναν αέρα ελευθερίας, επαναπροσεγγίζοντας τις προθέσεις των συγγραφέων τους. Παράλληλα, σπεύδει να αναμετρηθεί με κορυφαία κείμενα του ανθρωπίνου πνεύματος, βάζοντας το πλεούμενο να αγκυροβολήσει σε διάσημα ομιχλώδη λιμάνια, από τα λιμάνια του Αισχύλου και του Ευρυπίδη μέχρι εκείνα του Στρίμπεργκ, του Λόρκα, του Ίψεν και του Ο’ Νιλ.
Το ταξίδι μοιάζει περιπετειώδες και κάπου ανάμεσα σε αυτούς τους σταθμούς, σε ένα καμαρίνι γεμάτο λουλούδια, στα 1928, γνωρίζει τη γυναίκα της ζωής του, τη μεγάλη Παξινού. Το πλεούμενο γίνεται πλέον διθέσιο και ο έρωτάς τους μοιάζει ευεργετικός, τόσο για τους ίδιους, όσο και για την εξέλιξη του ελληνικού θεάτρου. Όπως θα έλεγε και ο Σπύρος Ευαγγελάτος, “οι δύο αυτές συναρπαστικές προσωπικότητες δεν ήταν απλώς μεγάλοι καλλιτέχνες, ήταν Διδάσκαλοι του Γένους”. Υπεπροστατευτική η Παξινού με τον Μινωτή, αφοσιωμένος ο Μινωτής στην Παξινού. Μαζί ανοίγονται στις ηλιοκαμμένες ξέρες του Χόλυγουντ, γίνονται φίλοι του Έρνεστ Χεμινγουεϊ και του Τζον Στάινμπεκ, βάζουν την σφραγίδα τους στο Εθνικό, ενώ με τις δικές ευλογίες εκείνος θα τολμήσει να αναμετρηθεί και με την όπερα: σκηνοθετεί την Κάλλας στην “Μήδεια” του Κερουμπίνι, σε εκείνη την ιστορική παράσταση της Σκάλας του Μιλάνου. Και έτσι ακλόνητοι θα ζήσουν ο ένας δίπλα στον άλλον μέχρι το δικό της τέλος, τότε που τον βλέπουν να λυγίζει πρώτη και τελευταία φορά πάνω απο το φέρετρό της. Μα, έτσι είναι: ακόμα και ο πιο σκληρός βράχος κάποια στιγμή θα ραγίσει, θα φανερώσει μια μικρή χαραγματιά. Και ο Μινωτής ραγίζει τότε, στην πιο δύσκολη ώρα: λέγοντας το τελευταίο αντίο στη συνοδοιπόρο του ταξιδιού του.
Με την άνοδο της χούντας ο Μινωτής εγκαταλείπει την θέση του διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου για να επιστρέψει επτά χρόνια αργότερα και να σφραγίσει την πρώτη περίοδο της Μεταπολίτευσης, έως το 1980. Τα τελευταία δέκα χρόνια της ζωής του ανοίγεται και πάλι στο ελεύθερο θέατρο, αποφασισμένος να παίζει μέχρι να πεθάνει. Τα καταφέρνει. Παρά την ηλικία του, εξακολουθεί να πρωταγωνιστεί και να σκηνοθετεί μαγεύοντας το κοινό με τις μεγαλειώδεις ερμηνείες του. Πάντα μέσα σε κείνο το πλεούμενο, με αδειανή όμως τη θέση του συνοδηγού, συνεχίζει να ταξιδεύει ξανά και ξανά σε γνώριμα και άγνωστα λιμάνια, ξορκίζοντας την φθορά της σάρκας από τους ανέμους τόσων ετών. Αλλά παραμένει εκεί, στο ανεμοδαρμένο κατάρτι του, ένας σκληρός, λιγομίλητος και συμπαγής καπετάνιος, μια βιβλική φιγούρα που έχει γίνει μυθική, πριν χαθεί για πάντα στο σύννεφο, να εξερευνά με το αιώνιο εφηβικό πάθος ενός απρόθυμου τραπεζικού υπαλλήλου το έρεβος της ανθρώπινης ψυχής. Το γερασμένο κορμί γίνεται η φυλακή μιας νεανικής καρδιάς, αλλά αυτή η καρδιά είναι που παίζει τις τελευταίες παραστάσεις. Μόνη της. Μια καρδιά που δεν μπορεί να χορτάσει και θέλει κι άλλη εξερεύνηση, κι άλλη, κι άλλη...
Οι εξερευνήσεις ολοκληρώνονται στις 11 Νοεμβρίου του 1990. οι απέραντοι ωκεανοί καταλαγιάζουν, τα ρεύματα σβήνουν, οι Λαιστρηγόνες και οι Σειρήνες χάνονται για πάντα στα βάθη της θάλασσας. Και ένα φέρετρο βυθίζεται στη γή.
Και το πλεούμενο; Α!, αυτό δεν χωράει στο φέρετρο. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι συνεχίζει να ταξιδεύει μόνο του. Και όχι στη θάλασσα. Στα σύννεφα. Μπορεί να πετάει χωρίς καπετάνιο, αλλά έχει ένα σωρό διαπρεπείς επιβάτες μέσα του που δεν το αφήνουν να χαθεί. Έχει τον Ληρ, τον Άμλετ, τον Προμηθέα, τον Οιδίποδα, τον Όσβαλντ, τον Μάκβεθ. Και είναι όλοι τους τόσο ζωντανοί, επειδή εκείνο το αγόρι με τα σκληρά, γερακίσια μάτια τους πήρε κάποτε από τις σελίδες και τους έκανε σαν κι εμάς. Πλάσματα που ταξιδεύουν μέσα από την ποίηση που λέγεται ζωή.
Από την Εκάβη στις σουπιές
Εάν ο Μινωτής ήταν ο απρόσιτος άρχοντας του θιάσου, η Παξινού ήταν μια εκπληκτική γυναίκα που ενώ είχε απόλυτη επίγνωση του μύθου της, μπορούσε να πάει στον μπακάλη ντυμένη με τα χειρότερα ρούχα. Το μέγα πάθος της ήταν η μαγειρική. Ο Μινωτής την αποκαλούσε «Κυρία μανία επισιτισμού», επειδή κάθε φορά αναλάμβανε την διατροφή όλου του θιάσου. Ο εγγονός της, Αλέξανδρος Αντωνόπουλος, έχει πει ότι εάν της έλεγες ότι η Εκάβη της δεν ήταν καλή, δεν έδινε σημασία. Εάν όμως της έλεγες ότι οι σουπιές της δεν πέτυχαν, μπορούσε να σε σκοτώσει.
Η δύναμη της πειθούς
“Μου έκανε εντύπωση η έντονη προσωπικότητά της, γι’ αυτό επιδίωξα να την ξαναδώ” είχε πει ο Μινωτής για την γνωριμία του με την Παξινού. Και εκείνος που, από τις πρώτες κιόλας συναντήσεις τους, προσπάθησε να την πείσει να εγκαταλείψει την μουσική και να στραφεί στο αρχαίο δράμα. “Τελικά, φαίνεται να επηρεάστηκε απ’ όλα αυτά που της έλεγα και αποφάσισε να εγκαταλείψει την Γερμανία και τις μουσικές σπουδές της. Να φανταστείτε” πρόσθετε για να την πειράξει, “ούτε τα πράγματά της δεν πήγε να πάρει! Τα άφησε στο Βερολίνο!”
Του Στέφανου Δανδόλου. Από τις “Εικόνες”, τεύχος Νο 338, την συλλεκτική έκδοση “Μεγάλοι Δάσκαλοι” του εβδομαδιαίου περιοδικού, ένθετου στο ΕΘΝΟΣ της Κυριακής, 17 Αυγούστου 2008.
Προικισμένος και τελειομανής, προσέγγισε τα μεγάλα θεατρικά κείμενα αναζητώντας την αλήθεια πίσω από τις λέξεις. Και αυτό ήταν που μάγεψε το κοινό. Όχι το “παίξιμό” του, αλλά “οι ερμηνείες” του, το ότι γινόταν ο ρόλος. Την εποχή που η Αγγλία είχε τον Σερ Λόρενς Ολίβιε, εμείς είχαμε τον Μινωτή. Και τον έχουμε ακόμα μέσα από τους δρόμους που άνοιξε …
Το καλοκαίρι του 1919 ο νεαρός που ασφυκτιεί σε ένα γραφείο της Τραπέζης Αθηνών μοιάζει πολύ διαφορετικός από τους συνάδελφούς του. Πίσω από τα σκληρά, γερακίσια μάτια κρύβεται το πάθος ενός ποιητή, ένα φορτίο που κουβαλάει κρυφά από την εφηβεία του. Οι δικοί του τον θέλουν τραπεζικό υπάλληλο και για μια στιγμή τα καταφέρνουν: στα δεκαοκτώ του διορίζεται. Αλλά ασφυκτιεί, δεν θέλει να προδώσει εκείνο το όνειρο. Το όνειρό του είναι να γίνει ποιητής, να μπορεί να αφυπνίζει τους ανθρώπους μέσα από την τέχνη του. Αργότερα, ο Μάριος Πλωρίτης θα σκιαγραφούσε εκείνο το πάθος με λέξεις που ταιριάζουν στην περιγραφή ενός ποιητή: “είτε στην παράσταση”, σημειώνει “είτε στην πρόβα, είτε ακόμα και στην μοναξιά του, ο Μινωτής έμοιαζε ακόρεστος ταξιδευτής, που με το μικρό πλεούμενό του αρμένιζε και εξερευνούσε ωκεανούς απέραντους, φανερά και υποβρύχια ρεύματα, στοιχειωμένα με Λαιστρυγόνες και Σειρήνες, πασχίζοντας να εξιχνιάσει και να γευτεί τα απρόσιτα μυστικά της ύπαρξης και της τέχνης”.
Το ταξίδι αυτό ξεκινάει στην Κρήτη το 1900. Ο Αλέξης Μινωτάκης γεννιέται στα Χανιά κι από πολύ νωρίς φροντίζει να αλλάξει το όνομά του, έχοντας κατά νου τα λόγια του δασκάλου του, που έλεγε ότι οι καταλήξεις σε –άκης, κατάλοιπα της Τουρκοκρατίας, είναι δουλοπρεπείς και ταπεινωτικές. Από παιδί θέλει να γίνει ποιητής, χωρίς όμως να μπορεί να εστιάσει στην ακριβή έννοια του όρου. Να φράφει στίχους; Να παράγει ποίηση μέσα από άλλες μορφές τέχνης; Προφανώς η ποίηση στο μυαλό του συνιστά μια γενική έννοια η οποία περικλείει την ταυτότητα του καλλιτέχνη. Αυτή την ταυτότητα την κρατάει ερμητικά σφραγισμένη μέσα του, προτιμώντας να ευνουχίσει ένα μέρος της ψυχής του από το να πάει κόντρα στην επιθυμία των γονιών του. Έτσι, συναινεί απρόθυμα στο να διοριστεί στην Τράπεζα Αθηνών, όπως ονομάζεται τότε η Εθνική. Για κάποιους, όμως, τα μεγάλα όνειρα μοιάζουν ευλογημένα από τη μοίρα και όταν ο γοητευτικός Αλέξης θα βρεθεί στο δρόμο του μεγάλου Βεάκη, τούτη η μοίρα θα αρχίσει να υφαίνει το δικό της σχέδιο, που καμιά εντολή δεν μπορεί να πάρει από τις επιθυμίες τρίτων.
Ο Βεάκης κάνει περιοδεία στην Κρήτη, αναζητά κορυφαίο για τον “Οιδίποδα Τύραννο” και στο πρόσωπο του εικοσάχρονου Μινωτή διακρίνει ίχνη από εκείνο το πάθος που αργότερα θα τον μετέτρεπε σε ακόρεστο ταξιδευτή. Ο Αλέξης εγκαταλείπει την Τράπεζα, ενεργοποιεί το πλεούμενό του και σαλπάρει για τους ωκεανούς με τους Λαιστρυγόνες και τις Σειρήνες. Και ξεκινάει με το έργο που θα καθορίσει την ύπαρξή του. Ο Βεάκης τον χρησιμοποιεί αρχικά ως Κορυφαίο και στη συνέχεια ως “Εξάγγελο”, που είναι ακριβώς ο τραγικός ήρωας του Σοφοκλή, “Τύραννος” και “επι Κολωνώ”, που θα στοιχειώσει για πάντα τον Μινωτή και θα αποτελέσει, έπειτα από μισό αιώνα, το κύκνειο άσμα του.
Στο ενδιάμεσο, ο Μινωτής αλλάζει την εικόνα του θεάτρου. Η επιβλητική μακρόσυρτη φωνή του, η οποία σταλάζει μια-μια τις λέξεις, προκαλεί ρίγος ανεπανάληπτο. Το σκοτεινό βλέμμα του εκπέμπει μια ιδιότυπη μαγεία. Όλα σκιαγραφούν μιαν ιερή θεατρική συγκίνηση, που προσθέτει στο μέγα βιβλίο του θεάτρου το πιο ξεχωριστό κεφάλαιο. Λένε πως στην ζωή του είναι σκληρός, πως το εγώ του καπελώνει θιάσους ολόκληρους, πως η ψυχρότητά του αγγίζει την βιτριολική εγωπάθεια των υπέρτατων καλλιτεχνών που θέλουν να περιφρονούν τους πάντες. Ας λένε. Τα ίδια λένε και για τον Λόρενς Ολίβιε. Οι γεννημένοι ποιητές δεν απολογούνται για την φύση τους, μήτε έρχονται στον κόσμο για να ‘ναι καλοί.
Έρχονται για ν’ ανοίξουν δρόμους ανάμεσα σε φανερά και υποβρύχια ρεύματα και ο Μινωτής τους ανοίγει πραγματοποιώντας το εφηβικό του όνειρο με την έννοια που τελικά δίνουν οι αρχαίοι κλασικοί στη λέξη “ποιητής”: ως τεχνίτης, ως δημιουργός. Πρώτα απ’ όλα επιβάλει κάτι πρωτοποριακό στην αρχαία τραγωδία, κατορθώνοντας να απαλλάξει τις ερμηνείες του από τον στόμφο που μέχρι τότε θεωρείται στοιχείο αναγκαίο στις παραστάσεις του αρχαίου δράματος. Και ύστερα, παίρνει τα ίδια τα έργα και με τις δικές του σκηνοθεσίες τα προικίζει με έναν αέρα ελευθερίας, επαναπροσεγγίζοντας τις προθέσεις των συγγραφέων τους. Παράλληλα, σπεύδει να αναμετρηθεί με κορυφαία κείμενα του ανθρωπίνου πνεύματος, βάζοντας το πλεούμενο να αγκυροβολήσει σε διάσημα ομιχλώδη λιμάνια, από τα λιμάνια του Αισχύλου και του Ευρυπίδη μέχρι εκείνα του Στρίμπεργκ, του Λόρκα, του Ίψεν και του Ο’ Νιλ.
Το ταξίδι μοιάζει περιπετειώδες και κάπου ανάμεσα σε αυτούς τους σταθμούς, σε ένα καμαρίνι γεμάτο λουλούδια, στα 1928, γνωρίζει τη γυναίκα της ζωής του, τη μεγάλη Παξινού. Το πλεούμενο γίνεται πλέον διθέσιο και ο έρωτάς τους μοιάζει ευεργετικός, τόσο για τους ίδιους, όσο και για την εξέλιξη του ελληνικού θεάτρου. Όπως θα έλεγε και ο Σπύρος Ευαγγελάτος, “οι δύο αυτές συναρπαστικές προσωπικότητες δεν ήταν απλώς μεγάλοι καλλιτέχνες, ήταν Διδάσκαλοι του Γένους”. Υπεπροστατευτική η Παξινού με τον Μινωτή, αφοσιωμένος ο Μινωτής στην Παξινού. Μαζί ανοίγονται στις ηλιοκαμμένες ξέρες του Χόλυγουντ, γίνονται φίλοι του Έρνεστ Χεμινγουεϊ και του Τζον Στάινμπεκ, βάζουν την σφραγίδα τους στο Εθνικό, ενώ με τις δικές ευλογίες εκείνος θα τολμήσει να αναμετρηθεί και με την όπερα: σκηνοθετεί την Κάλλας στην “Μήδεια” του Κερουμπίνι, σε εκείνη την ιστορική παράσταση της Σκάλας του Μιλάνου. Και έτσι ακλόνητοι θα ζήσουν ο ένας δίπλα στον άλλον μέχρι το δικό της τέλος, τότε που τον βλέπουν να λυγίζει πρώτη και τελευταία φορά πάνω απο το φέρετρό της. Μα, έτσι είναι: ακόμα και ο πιο σκληρός βράχος κάποια στιγμή θα ραγίσει, θα φανερώσει μια μικρή χαραγματιά. Και ο Μινωτής ραγίζει τότε, στην πιο δύσκολη ώρα: λέγοντας το τελευταίο αντίο στη συνοδοιπόρο του ταξιδιού του.
Με την άνοδο της χούντας ο Μινωτής εγκαταλείπει την θέση του διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου για να επιστρέψει επτά χρόνια αργότερα και να σφραγίσει την πρώτη περίοδο της Μεταπολίτευσης, έως το 1980. Τα τελευταία δέκα χρόνια της ζωής του ανοίγεται και πάλι στο ελεύθερο θέατρο, αποφασισμένος να παίζει μέχρι να πεθάνει. Τα καταφέρνει. Παρά την ηλικία του, εξακολουθεί να πρωταγωνιστεί και να σκηνοθετεί μαγεύοντας το κοινό με τις μεγαλειώδεις ερμηνείες του. Πάντα μέσα σε κείνο το πλεούμενο, με αδειανή όμως τη θέση του συνοδηγού, συνεχίζει να ταξιδεύει ξανά και ξανά σε γνώριμα και άγνωστα λιμάνια, ξορκίζοντας την φθορά της σάρκας από τους ανέμους τόσων ετών. Αλλά παραμένει εκεί, στο ανεμοδαρμένο κατάρτι του, ένας σκληρός, λιγομίλητος και συμπαγής καπετάνιος, μια βιβλική φιγούρα που έχει γίνει μυθική, πριν χαθεί για πάντα στο σύννεφο, να εξερευνά με το αιώνιο εφηβικό πάθος ενός απρόθυμου τραπεζικού υπαλλήλου το έρεβος της ανθρώπινης ψυχής. Το γερασμένο κορμί γίνεται η φυλακή μιας νεανικής καρδιάς, αλλά αυτή η καρδιά είναι που παίζει τις τελευταίες παραστάσεις. Μόνη της. Μια καρδιά που δεν μπορεί να χορτάσει και θέλει κι άλλη εξερεύνηση, κι άλλη, κι άλλη...
Οι εξερευνήσεις ολοκληρώνονται στις 11 Νοεμβρίου του 1990. οι απέραντοι ωκεανοί καταλαγιάζουν, τα ρεύματα σβήνουν, οι Λαιστρηγόνες και οι Σειρήνες χάνονται για πάντα στα βάθη της θάλασσας. Και ένα φέρετρο βυθίζεται στη γή.
Και το πλεούμενο; Α!, αυτό δεν χωράει στο φέρετρο. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι συνεχίζει να ταξιδεύει μόνο του. Και όχι στη θάλασσα. Στα σύννεφα. Μπορεί να πετάει χωρίς καπετάνιο, αλλά έχει ένα σωρό διαπρεπείς επιβάτες μέσα του που δεν το αφήνουν να χαθεί. Έχει τον Ληρ, τον Άμλετ, τον Προμηθέα, τον Οιδίποδα, τον Όσβαλντ, τον Μάκβεθ. Και είναι όλοι τους τόσο ζωντανοί, επειδή εκείνο το αγόρι με τα σκληρά, γερακίσια μάτια τους πήρε κάποτε από τις σελίδες και τους έκανε σαν κι εμάς. Πλάσματα που ταξιδεύουν μέσα από την ποίηση που λέγεται ζωή.
Από την Εκάβη στις σουπιές
Εάν ο Μινωτής ήταν ο απρόσιτος άρχοντας του θιάσου, η Παξινού ήταν μια εκπληκτική γυναίκα που ενώ είχε απόλυτη επίγνωση του μύθου της, μπορούσε να πάει στον μπακάλη ντυμένη με τα χειρότερα ρούχα. Το μέγα πάθος της ήταν η μαγειρική. Ο Μινωτής την αποκαλούσε «Κυρία μανία επισιτισμού», επειδή κάθε φορά αναλάμβανε την διατροφή όλου του θιάσου. Ο εγγονός της, Αλέξανδρος Αντωνόπουλος, έχει πει ότι εάν της έλεγες ότι η Εκάβη της δεν ήταν καλή, δεν έδινε σημασία. Εάν όμως της έλεγες ότι οι σουπιές της δεν πέτυχαν, μπορούσε να σε σκοτώσει.
Η δύναμη της πειθούς
“Μου έκανε εντύπωση η έντονη προσωπικότητά της, γι’ αυτό επιδίωξα να την ξαναδώ” είχε πει ο Μινωτής για την γνωριμία του με την Παξινού. Και εκείνος που, από τις πρώτες κιόλας συναντήσεις τους, προσπάθησε να την πείσει να εγκαταλείψει την μουσική και να στραφεί στο αρχαίο δράμα. “Τελικά, φαίνεται να επηρεάστηκε απ’ όλα αυτά που της έλεγα και αποφάσισε να εγκαταλείψει την Γερμανία και τις μουσικές σπουδές της. Να φανταστείτε” πρόσθετε για να την πειράξει, “ούτε τα πράγματά της δεν πήγε να πάρει! Τα άφησε στο Βερολίνο!”
Του Στέφανου Δανδόλου. Από τις “Εικόνες”, τεύχος Νο 338, την συλλεκτική έκδοση “Μεγάλοι Δάσκαλοι” του εβδομαδιαίου περιοδικού, ένθετου στο ΕΘΝΟΣ της Κυριακής, 17 Αυγούστου 2008.