Η πορεία της ήταν μια σύνθεση μοναδικών αντιθέσεων. Συνταίριαζε την απογοήτευση με μια πειστική απάντηση για δικαίωση, το λαϊκό με το αστικό, το περιθωριακό ρεμπέτικο με το κοινωνικά αποδεκτό. Και όλα αυτά από μια τελειομανή τραγουδίστρια που ήθελε να είναι καθολικά αναγνωρισμένη, αλλά και να ζει –πάντα- στο περιθώριο…
Ηταν η πρώτη γυναίκα που αξίωσε -και ως ένα βαθμό πέτυχε- μια ισότιμη σχέση στον χώρο του ρεμπέτικου τραγουδιού, που πάλεψε αποφασιστικά για να κερδίσει μια πρωταγωνιστική θέση μέσα σε έναν αφιλόξενο κόσμο ανατολίτικης ανδροκρατίας, που διεκδίκησε δυναμικά τη θέση της στο λαϊκό πάλκο ανοίγοντας τον δρόμο και για άλλες σύγχρονές της τραγουδίστριες.
Μια πρώιμη -θα έλεγε κανείς- φεμινίστρια, ρωμαλέα και μαχητική, η οποία έμελλε να καθιερωθεί ως η εξέχουσα γυναικεία φωνή του ρεμπέτικου. Λιτή και δωρική στη σκηνή, εκρηκτική, απρόβλεπτη και ασυμβίβαστη στην καθημερινή της ζωή ακολούθησε μια πορεία ακραία προσωπική χωρίς υποχωρήσεις και εκπτώσεις. Αλίμονο όμως.
Αυτή την απόλυτη και αδιαπραγμάτευτη αίσθηση της ελευθερίας -στην οποία πίστευε με μία θρησκευτική σχεδόν προσήλωση- θα την πλήρωνε ακριβά με την ύστερη μοναξιά, την απομόνωση, την πρόσκαιρη -έστω- λησμονιά των τελευταίων χρόνων. Και ας ισχύει συνήθως ένας άγραφος νόμος: εκείνο που αξίζει δεν θα χαθεί.
Η Σωτηρία Μπέλλου γεννήθηκε στις 29 Αυγούστου του 1921 στο χωριό Δροσιά, λίγο έξω από τη Χαλκίδα. Ο πατέρας της Κυριάκος ήταν ένας εύπορος καταστηματάρχης τροφίμων και η μητέρα της Ελένη ήταν κόρη παπά. Κάπως έτσι η μικρή Σωτηρία, κοντά στον παππού της, θα έρθει σε επαφή με τους ψαλμούς από πολύ νωρίς. Η βυζαντινή μουσική και οι εκκλησιαστικοί ήχοι έμελλε να επηρεάσουν τον παιδικό ψυχισμό της και να δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις εκείνες για να ξεδιπλωθεί αργότερα το εκρηκτικό ερμηνευτικό της ταλέντο: «Με μάγευαν από παιδί εκείνοι οι ήχοι. Οι φωνές των ψαλτάδων ακουμπούσαν την ψυχή μου. Οταν θα μεγάλωνα λίγο, σκεφτόμουν, θα μπορούσα και εγώ να ψέλνω», θα θυμηθεί αρκετά χρόνια μετά.
Εκείνη, πάντως, την εποχή συνέβη και κάτι ακόμα που την επηρέασε όσο τίποτα άλλο: είχε πάει στον κινηματογράφο να δει την «Προσφυγοπούλα», με πρωταγωνίστρια τη Σοφία Βέμπο. Εκεί, μέσα στην αίθουσα προβολής, όταν είδε τις μαυρόασπρες σκιές να αποκαλύπτουν τη μυθική Βέμπο να κιθαρωδεί αισθάνθηκε μαγεμένη, αλλά και τόσο συνεπαρμένη από τη φωνή της ώστε να πει: «πάει και τελείωσε θα γίνω τραγουδίστρια...».
Οι γονείς της ήδη ανησυχούσαν με αυτό το όμορφο και ατίθασο κορίτσι που έκανε ό,τι ήθελε: ξεπόρτιζε, συναναστρεφόταν με κακές παρέες, αλήτευε. Ωσπου στα δεκαέξι της θα σημαδευτεί η ζωή της ανεπανόρθωτα από τις ατυχείς σχέσεις της με τους άντρες. Μετά από έναν αποτυχημένο αρραβώνα, τη ζητάει ένας ελεγκτής των λεωφορείων και τελικά παντρεύονται τον Οκτώβρη του ’38. Ομως δεν θα σταθεί άξιος για τη Σωτηρία: τη χτυπά, την οδηγεί σε αποβολή από το ξύλο, την απατά.
Σε έναν έντονο καβγά τους του ρίχνει βιτριόλι στο πρόσωπο και καταλήγει στις φυλακές. Η οικογένειά της στιγματίζεται στην τοπική κοινωνία. Οταν μετά τη φυλακή επιστρέφει στη Χαλκίδα σε ένα τσακωμό με τον πατέρα της θα της πει: «πόρνη θα καταντήσεις». Η κουβέντα αυτή ήταν πολύ βαριά για τη νεαρή κοπέλα που το παίρνει απόφαση και φεύγει οριστικά για την Αθήνα. Μια περιπετειώδης ζωή σαν μυθιστόρημα ανοιγόταν μπροστά της, μία ζωή -ωστόσο- η οποία δεν θα ήταν σε καμία περίπτωση παραμυθένια.
Στις 29 Οκτωβρίου του 1940, μια μέρα μετά την κήρυξη του πολέμου με τους Ιταλούς, μπήκε στο τρένο παρέα με τα λιγοστά της υπάρχοντα, την κιθάρα της και με φαντάρους που κατέβαιναν για την γενική επιστράτευση, με προορισμό την Αθήνα. Η Κατοχή τη βρήκε οργανωμένη στο ΕΑΜ να πολεμάει τους Γερμανούς κατακτητές: Τα μπουντρούμια και τα βασανιστήρια της οδού Μέρλιν θα τα ζήσει από κοντά. Οσο για τη μάχη της επιβίωσης αποδεικνύεται καθημερινή και ανελέητη.
Δουλεύει σαν υπηρέτρια, στη λάντζα, κάνει μικρεμπόριο, πουλάει τσιγάρα, ενώ παράλληλα παίζει κιθάρα σε παρέες και για χαρτζιλίκι σε μικρά ταβερνάκια. Πήγαινε στα τότε κέντρα που σύχναζαν Γερμανοί και χαφιέδες -ο λαός δεν είχε τη δυνατότητα να διασκεδάζει- και τραγουδούσε για ένα πιάτο φαΐ, τραγούδια λαϊκά, καθώς και «ευρωπαϊκά» της αγαπημένης της Βέμπο.
Οι συνθήκες της ζωής της ήταν ασφυκτικές αλλά τα πράγματα θα γίνουν ακόμη χειρότερα όταν από το νυχτερινό σεργιάνι στις ταβέρνες θα βρεθεί στις μάχες της Αθήνας το Δεκέμβρη του ’44. «Ημουν με τους αριστερούς και σε μια μάχη κοντά στην Ομόνοια, τραυματίστηκα στο χέρι», θυμάται για να καταλήξει με πικρία: «Δεν φτάνει που μας έδερναν και μας σκότωναν οι Γερμανοί, μετά άρχισαν και οι δικοί μας». Μάλιστα, τότε πολλοί πίστεψαν ότι είχε σκοτωθεί και όταν εμφανίστηκε στη Χαλκίδα με τη στολή του ΕΛΑΣ οι γονείς της τα έχασαν.
Η Σωτηρία, πάντως επέστρεψε και πάλι στην Αθήνα του εμφυλίου, του διχασμού, των εκτελέσεων και συνέχισε -κυρίως για βιοποριστικούς λόγους- τις εμφανίσεις στα καπηλειά και τις ταβέρνες. Πρόκειται για μια εποχή ζοφερή, χωρίς περιθώρια για κάποια προοπτική, για μία ισχνή, έστω, ελπίδα. Και όμως, σε μια από αυτές τις ταβέρνες την άκουσε ο συγγραφέας Κίμων Καπετανάκης -επιστήθιος φίλος του Βασίλη Τσιτσάνη- ο οποίος εντυπωσιάστηκε τόσο που της είπε: «Πού ήσουνα, βρε κορίτσι μου, εσύ;».
Με τη μεσολάβησή του την ακούει ο Τσιτσάνης και ηχογραφούν τραγούδια που έγραψε για τη φωνή της. Στα 26 της, πια, θα ανέβει για πρώτη φορά σε πάλκο, μαζί με τον μεγάλο συνθέτη, στου «Τζίμη του Χοντρού». Αυτή υπήρξε, με δυο λόγια, η αρχή μιας ιλιγγιώδους καλλιτεχνικής διαδρομής που θα της επιφύλασσε τεράστιες επιτυχίες και θα την καθιέρωνε ώς τη μεγάλη αρχόντισσα του ρεμπέτικου, τη μοναδική, τη γνήσια, την τραγική που με τις ερμηνείες της καθήλωνε το κοινό εκφράζοντας μέσα απ’ το ηχόχρωμά της μια απογοήτευση βαθιά και διαπεραστική, απόλυτα αισθαντική και γι’ αυτό ενωτική.
Στα χρόνια που ακολουθούν -από το 1947 έως το 1952- η Σωτηρία Μπέλλου θα ερμηνεύσει σπουδαίες επιτυχίες, θα ανέβει σε πολλές πίστες, θα συνεργαστεί με κλασικούς πια συνθέτες του λαϊκού τραγουδιού και θα ηχογραφήσει περισσότερα από 120 τραγούδια των Τσιτσάνη, Παπαϊωάννου, Βαμβακάρη, Μητσάκη, Μπακάλη και άλλων: «Συννεφιασμένη Κυριακή», «Κάνε λιγάκι υπομονή», «Σβήσε το φως να κοιμηθούμε», «Απόψε κάνεις μπαμ», «Καβουράκια».
Η ερμηνευτική της προσωπικότητα συνδύαζε μοναδικά τον ακριβή τονισμό των λέξεων με την κοφτή εκφορά των καταλήξεων, το μεγάλο βάθος της φωνής με τον σίγουρο, ζωηρό και επιβλητικό τόνο, τη βυζαντινότροπη ψαλτική με μια αγέρωχη -θα έλεγε κανείς- μαγκιά. Δεν υπάρχει λαϊκό τραγούδι που να το ερμήνευσε η Μπέλλου και να απέδωσε εκφραστικότερα άλλος τραγουδιστής.
Και όμως, ενώ οι συνθήκες έμοιαζαν πλέον ιδανικές για την ίδια θα ακολουθούσε μια μακρά καταστροφική περίοδος όπου ηχογραφεί ελάχιστα τραγούδια, κατεβαίνει από το πάλκο και μπλέκει με το ασίγαστο πάθος της: τον τζόγο. Ο,τι έβγαζε είτε το χάριζε σε όσους είχαν ανάγκη, είτε το σπαταλούσε στο μπαρμπούτι.
Για δώδεκα και πλέον χρόνια παραμένει αιχμάλωτη μιας έντονα αυτοκαταστροφικής διάθεσης. Και βέβαια δεν ήταν λίγοι εκείνοι που την εκμεταλλεύτηκαν. Βαθιά μέσα της, ωστόσο, ήθελε να επανέλθει. Ετσι, το 1965 η Σωτηρία ανεβαίνει και πάλι στο πάλκο και την επόμενη χρονιά κάνει και τη δισκογραφική της επάνοδο στη «Λύρα» με το δίσκο «Τα Ρεμπέτικα της Σωτηρίας Μπέλλου».
Θα ακολουθήσει μια δεύτερη καριέρα, μια ολόκληρη σειρά από 12 δίσκους που κυκλοφόρησαν από το 1966 ώς το 1980, οι οποίοι την έκαναν γνωστή στις νεότερες γενιές. Η Σωτηρία τραγουδάει παλιά ρεμπέτικα αλλά παράλληλα επιχειρεί αρκετά τολμηρά ανοίγματα στην ερμηνευτική της γκάμα με σημαντικότερες στιγμές το «Ζεϊμπέκικο» του Διονύση Σαββόπουλου, τη «Φάμπρικα» του Γιάννη Μαρκόπουλου, τον δίσκο «Λαϊκά Προάστια» των Ηλία Ανδριόπουλου και Μιχάλη Μπουρμπούλη. Καταφέρνει σταδιακά να κάνει και κάποιες οικονομίες, αλλά και μερικά ταξίδια στο εξωτερικό. Δεν αφήνει εντούτοις την αναπόδραστη, όπως αποδείχτηκε, εμμονή της, τα ζάρια, η οποία θα την κατέστρεφε.
Στο μεταξύ, από το 1973 και για περισσότερο από μία δεκαετία δουλεύει στο «Χάραμα» μαζί με τον Τσιτσάνη. Αυτά είναι τα πιο ευτυχισμένα χρόνια της μεγάλης ερμηνεύτριας, της «Παναγίας των περιθωριακών» όπως την αποκάλεσε κάποτε η εφημερίδα «Monde». Το 1991 ηχογράφησε τα τελευταία της τραγούδια ενώ το 1993 αποσύρθηκε οριστικά.
Η τραγική περιπέτεια της υγείας της που ακολούθησε σίγουρα δεν της άξιζε. Πώς θα μπορούσε άλλωστε; Θα χάσει τη φωνή της, τα λεφτά της, τα πάντα και θα οδηγηθεί ετοιμοθάνατη και ολομόναχη στη ζητιανιά ώσπου στις 27 Αυγούστου 1997 φεύγει για πάντα από τη ζωή.
Ηταν το τέλος μιας γυναίκας που ήθελε να ζει αδέσμευτη στο περιθώριο, σαν μία αληθινή ρεμπέτισσα. Η ειρωνεία είναι ότι με τις ερμηνείες της ήταν εκείνη που έβγαλε το ρεμπέτικο από αυτό το περιθώριο, που του προσέδωσε μία λάμψη διαχρονική- όπως ακριβώς ταιριάζει στην αξεπέραστη έκφραση της γνήσιας προσωπικής οδύνης η οποία γίνεται, κατά κανόνα, καθολικά αποδεκτή...
Τα λεφτά και οι άλλοι
Η σχέση της με την αποταμίευση ήταν μάλλον ανύπαρκτη. Αλλοτε την αμοιβή της τη σκορπούσε στα ζάρια, άλλοτε βοηθούσε κανέναν φτωχό ή κέρναγε κανέναν μερακλή. «Δεν αγαπάω τα λεφτά, τα χρειάζομαι. Κι όταν έχω και τα χρειάζονται άλλοι περισσότερο από μένα, δεν με νοιάζει και να τα δώσω όλα. Εχω βοηθήσει πολύ κόσμο, αλλά λίγοι το αναγνωρίζουν», έλεγε. «Από τα πρώτα χρόνια της καριέρας μου είχα το καλύτερο μεροκάματο. Αλλά ήμουν και η πιο ευάλωτη. Αν μου έλεγε το αφεντικό ότι είχε δυσκολίες, δεν σκοτιζόμουν και πολύ, του τα χάριζα».
Οταν γνώρισε τον Νιόνιο
Το 1972 ο Διονύσης Σαββόπουλος γράφει ένα εξαιρετικό τραγούδι, το «Ζεϊμπέκικο», και δύο χρόνια μετά ζητάει από τον Πατσιφά να μεσολαβήσει για να το ερμηνεύσει η Σωτηρία. «Πράγματι», θυμάται ο συνθέτης, «ήρθε στο στούντιο της Κολούμπια η Σωτηρία, η οποία είχε μάθει το τραγούδι με τη Μαργαρώνη, την πιανίστα του Τσιτσάνη. Δεν είχα ανακατευτεί καθόλου στην εκμάθηση. Ηρθε λοιπόν στο στούντιο, μπήκε μέσα, το τραγούδησε και το τραγούδησε έξοχα. Εμεινα συγκινημένος. Ελεγα μέσα μου: «να, επιτέλους κατάφερα κι εγώ να γράψω ένα λαϊκό κομμάτι». Βγήκε από το στούντιο και μου λέει: «Να ’σαι καλά βρε Διονύση, που μ’ έκανες και τραγούδησα ροκ». Κόκαλο εγώ».