Τετάρτη 1 Οκτωβρίου 2008

Θύματα του θέρους

Το καλοκαίρι ταυτίζεται με την ανεμελιά. Κι όμως οι υψηλές θερμοκρασίες που το συνοδεύουν ωθούν τον οργανισμό μας στα άκρα και ενίοτε αποβαίνουν μοιραίες. Μελέτη που διενεργήθηκε σε 15 ευρωπαϊκές πόλεις δείχνει αύξηση των θανάτων τις θερμές περιόδους.

Καλοκαίρι δεν σημαίνει - δυστυχώς - μόνο διακοπές σε δροσερά νησιά, κολύμπι και ξεγνοιασιά (άλλωστε, οι δείκτες της ακρίβειας μαρτυρούν ότι για όσους θα είναι εφέτος τυχεροί να ζήσουν όνειρα θερινής νυκτός μακριά από το κλεινόν άστυ αυτές οι ημέρες θα είναι μετρημένες στα δάκτυλα). Καλοκαίρι σημαίνει, για μεγάλη μερίδα του πληθυσμού, ημέρες και νύχτες μέσα σε πόλεις που θα ασφυκτιούν από τη ζέστη - με τα σενάρια μάλιστα για τις κλιματικές αλλαγές να αναφέρουν ότι οι «πνιγηρές» αυτές περίοδοι θα γίνονται ολοένα και περισσότερες. Σε τι μεταφράζεται αυτή η όχι και τόσο ειδυλλιακή ομολογουμένως εικόνα, η οποία είναι πέρα για πέρα αληθινή; Σε ένα ακόμα πιο απαισιόδοξο αποτέλεσμα: στους θανάτους, και κυρίως ηλικιωμένων ατόμων, οι οποίοι αυξάνονται όσο ο υδράργυρος τραβά την ανηφόρα. Εναν τέτοιον ευρωπαϊκό «χάρτη» της θνησιμότητας, ο οποίος συνδέεται με την αύξηση της θερμοκρασίας κατά τη θερινή περίοδο, δημιούργησε πανευρωπαϊκή ομάδα ειδικών, στην οποία συμμετείχαν και έλληνες ερευνητές. Και μπορεί αυτή η αποτύπωση να μην είναι η πιο γοητευτική μέσα στο πλαίσιο της καλοκαιρινής ανάτασης, είναι όμως άκρως χρήσιμη, τόσο για όλους εμάς που επιθυμούμε να καταφέρουμε να είμαστε γεροί και δυνατοί ώστε να ζήσουμε και το επόμενο καλοκαίρι όσο και για τους αρμοδίους που πρέπει να χαράξουν τις στρατηγικές ώστε να μας εξασφαλίσουν αυτή τη δυνατότητα (που αποτελεί αναφαίρετο δικαίωμα).

Ο θερμός χάρτης της Ευρώπης

Από τον νέο χάρτη που αφορά 15 ευρωπαϊκές πόλεις (Αθήνα, Βαρκελώνη, Βουδαπέστη, Δουβλίνο, Ελσίνκι, Λιουμπλιάνα, Λονδίνο, Μιλάνο, Παρίσι, Πράγα, Ρώμη, Στοκχόλμη, Τουρίνο, Βαλένθια, Ζυρίχη) προκύπτουν άκρως ενδιαφέροντα συμπεράσματα: στις μεσογειακές πόλεις, έπειτα από ένα «κατώφλι» που ορίζεται κατά μέσο όρο στους 29,4 βαθμούς Κελσίου, η θνησιμότητα από όλα τα αίτια και κυρίως από τα καρδιαγγειακά και αναπνευστικά νοσήματα, εμφανίζει κατακόρυφη αύξηση ακόμα και όταν το θερμόμετρο ανεβαίνει κατά έναν μόνο βαθμό Κελσίου. Στις δε βορειότερες πόλεις της Ευρώπης, το όριο στη θερμοκρασία ύστερα από το οποίο ξεκινούν τα ...δύσκολα για την υγεία του πληθυσμού είναι γύρω στους έξι βαθμούς Κελσίου χαμηλότερο. Δεδομένων των φόβων ότι ο ταλαίπωρος πλανήτης μας έχει ήδη αρχίσει να μας εκδικείται, βάζοντάς μας στον ...φούρνο που εμείς δημιουργήσαμε, τα νέα αυτά ευρήματα λαμβάνουν ιδιαίτερη σημασία. Ισως θα έπρεπε να τα λάβουν υπόψη τους και οι ιθύνοντες, προτού εκδράμουν σε δροσερά νησιά για ξεκούραση, η οποία θα είναι σίγουρα μεγαλύτερη σε διάρκεια από εκείνη των περισσότερων που θα βράζουν στο καμίνι των πόλεων...

Η νέα αποτύπωση της σχέσης ...αγάπης μεταξύ της αύξησης θερμοκρασίας και της θνησιμότητας προκύπτει μέσα από μια καινούργια ευρεία μελέτη, που είναι υπό δημοσίευση στο τεύχος Ιουνίου του επιστημονικού περιοδικού «Epidemiology» (έχει γίνει μόνο η προδημοσίευσή της σε ηλεκτρονική μορφή). Η μελέτη αυτή διεξήχθη από πανευρωπαϊκή ερευνητική ομάδα (συμμετείχαν κέντρα από την Ιταλία, τη Βρετανία, την Τσεχία, τη Σουηδία, τη Γαλλία, την Ουγγαρία, την Πολωνία, την Ελβετία) με συντονιστές ειδικούς του Κέντρου Δημόσιας Υγείας της Ρώμης. Μεταξύ των κέντρων περιλαμβανόταν και ένα ελληνικό, το Εργαστήριο Υγιεινής και Επιδημιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, με επικεφαλής των ελληνικών αναλύσεων την καθηγήτρια Βιοστατιστικής και Επιδημιολογίας κυρία Κλέα Κατσουγιάννη και σε συνεργασία με τον επιστημονικό συνεργάτη του Εργαστηρίου κ. Αντ. Αναλυτή.

Η μελέτη εντάσσεται στο πρόγραμμα «PHEWE» (Assessment and Ρrevention of acute Ηealth Εffects of Weather conditions in Εurope) και για τη διεξαγωγή της συλλέχθηκαν πρωτογενή δεδομένα από τις 15 ευρωπαϊκές πόλεις (συνολικός πληθυσμός αναφοράς περί τα 30 εκατ.), τα οποία αφού αναλύθηκαν για κάθε πόλη ξεχωριστά συνδυάστηκαν και συγκρίθηκαν. Πρέπει να σημειωθεί ότι τα στοιχεία καλύπτουν τη δεκαετία 1990 - 2000 αλλά δημοσιεύονται τώρα, καθώς όπως σημειώνει η κυρία Κατσουγιάννη η όλη διαδικασία συλλογής και ανάλυσης ήταν άκρως χρονοβόρος. «Είναι επόμενο ότι έπειτα από σημαντικά γεγονότα που μεσολάβησαν από τότε ως τις μέρες μας, όπως ο μεγάλος καύσωνας του 2003 στη Δυτική Ευρώπη, ο αριθμός των θανάτων που θα αποδίδονταν στην υψηλή θερμοκρασία θα εμφανιζόταν σήμερα πιο επιβαρημένος» λέει η καθηγήτρια.

Θερμοκρασία και θνησιμότητα

Οι ερευνητές έλαβαν υπόψη τους για τη διεξαγωγή της μελέτης διαφορετικούς παράγοντες που επηρεάζουν τη θνησιμότητα κατά τη διάρκεια της αποκαλούμενης θερμής περιόδου (ορίστηκε μεταξύ Απριλίου και Σεπτεμβρίου, ώστε να υπάρχει ένα κοινό σημείο αναφοράς μεταξύ των 15 πόλεων παρ' ότι στις πιο βόρειες περιοχές η θερμή περίοδος είναι πολύ μικρότερη σε σύγκριση με τις μεσογειακές), με κυριότερο εκείνον της αντιληπτής θερμοκρασίας (θερμοκρασία που αντιλαμβάνεται ο ανθρώπινος οργανισμός σε συνδυασμό με την υγρασία). Σύμφωνα με την κυρία Κατσουγιάννη, έγινε παράλληλα έλεγχος για την ατμοσφαιρική ρύπανση σε κάθε πόλη, ώστε να υπάρχουν κοινές σταθερές στον έλεγχο των στοιχείων για την κάθε περιοχή και ως εκ τούτου συγκρίσιμα αποτελέσματα (ο έλεγχος περιελάμβανε διαφορετικούς ρύπους, όπως το διοξείδιο του αζώτου, το όζον, το διοξείδιο του θείου, αλλά και τα μικροσωματίδια ΡΜ10).

Η ελληνίδα καθηγήτρια εξηγεί πως σε ό,τι αφορά τη σχέση θερμοκρασίας και θνησιμότητας, αυτή μπορεί να εκφραστεί με ένα σχήμα όπως αυτό των γραμμάτων V ή J. Τι μαρτυρεί το συγκεκριμένο σχήμα; «Αύξηση της θνησιμότητας παρατηρείται και με τη μείωση της θερμοκρασίας, αλλά και με την αύξησή της. Ετσι λοιπόν, μεταξύ αυτών των δύο άκρων υπάρχει ένα σημείο καμπής που είναι το σημείο ελάχιστης θνησιμότητας. Σκοπός της συγκεκριμένης μελέτης ήταν να βρεθεί αυτό το σημείο καμπής και στη συνέχεια να εντοπιστεί με ποιον ρυθμό αυξάνεται η θνησιμότητα όσο αυξάνεται η θερμοκρασία το καλοκαίρι».

Είναι χαρακτηριστικό ότι αυτό το ελάχιστο σημείο ποικίλλει μεταξύ διαφορετικών πόλεων ανάλογα με τη θέση τους στον χάρτη της Ευρώπης. «Στις νότιες και πιο θερμές πόλεις, όπως η Αθήνα, η Βαρκελώνη ή η Ρώμη, το ελάχιστο σημείο αφορά υψηλότερες θερμοκρασίες, ενώ σε βόρειες πόλεις, όπως η Στοκχόλμη ή το Ελσίνκι, η ελάχιστη θνησιμότητα σημειώνεται σε χαμηλότερες θερμοκρασίες, γεγονός που μαρτυρεί μια προσαρμογή του πληθυσμού στο κλίμα» υπογραμμίζει η κυρία Κατσουγιάννη. Με άλλα λόγια, στην... εξασκημένη σε υψηλότερες θερμοκρασίες Αθήνα, αλλά και σε άλλες μεσογειακές πόλεις, πρέπει να φθάσουμε σε πιο θερμές ημέρες ώστε να αυξηθεί η θνησιμότητα, ενώ σε μια βορειοευρωπαϊκή πόλη όπου οι θερμές ημέρες είναι λιγότερες και η μέση θερμοκρασία χαμηλότερη, η θνησιμότητα αρχίζει να αυξάνεται από πιο χαμηλές θερμοκρασίες.

Αθήνα: μέγιστη ανοχή

Μάλιστα, αν και από τη συγκεκριμένη μελέτη προέκυψε με βάση το μοντέλο που χρησιμοποιήθηκε για τις αναλύσεις ότι το σημείο καμπής επάνω από το οποίο αρχίζει η θνησιμότητα να παίρνει την ...ανηφόρα αγγίζει τους 32,7 βαθμούς Κελσίου για την Αθήνα (είναι και το υψηλότερο από τις 15 πόλεις, ενώ ακολουθούν το Μιλάνο με 31,8 βαθμούς, η Ρώμη με 30,3 βαθμούς και η Βαλένθια με 28,2 βαθμούς), άλλες αναλύσεις που έχει διεξαγάγει η ελληνική ομάδα δείχνουν ότι αυτό το «κατώφλι» μπορεί να είναι πολύ χαμηλότερο - γύρω στους 24 βαθμούς Κελσίου.

Κατά μέσο όρο, σύμφωνα με τα ευρήματα, στις μεσογειακές πόλεις το «κατώφλι» επάνω από το οποίο αυξανόταν η θνησιμότητα ήταν οι 29,4 βαθμοί Κελσίου, ενώ στις βορειοδυτικοευρωπαϊκές οι 23,3 βαθμοί Κελσίου. Και όταν ξεπερνιόταν αυτό το κρίσιμο σημείο καμπής, η αύξηση κατά μόλις έναν βαθμό στην κλίμακα Κελσίου μεταφραζόταν σε 3,12% κατά μέσο όρο αύξηση στη θνησιμότητα από φυσικά αίτια (όλα τα αίτια θανάτου, πλην των εξωτερικών αιτίων όπως είναι τα δυστυχήματα και οι δηλητηριάσεις) στις μεσογειακές πόλεις και κατά 1,84% κατά μέσο όρο στις πιο βόρειες ευρωπαϊκές πόλεις.

Ηλικιωμένοι στο κόκκινο

Μάλιστα, τα μεγαλύτερα θύματα της αύξησης της θερμοκρασίας φάνηκε ότι ήταν τα ηλικιωμένα άτομα - μια παρατήρηση που έχει γίνει και στο παρελθόν και επιβεβαιώνεται και από τα νέα αποτελέσματα. Τα στοιχεία δείχνουν ότι η αύξηση του ποσοστού θνησιμότητας από φυσικά αίτια στα άτομα 75 ετών και άνω που ζούσαν σε μεσογειακές πόλεις ήταν 4,22% για κάθε αύξηση της θερμοκρασίας της τάξεως του 1 βαθμού Κελσίου επάνω από το «κατώφλι» της αντιληπτής θερμοκρασίας για κάθε πόλη - το αντίστοιχο ποσοστό για τα άτομα 15 - 64 ετών ήταν 0,92%, ενώ για τα άτομα 65 - 74 ετών 2,13%. Στα πιο βόρεια, τα ποσοστά αύξησης της θνησιμότητας ήταν 2,07% για τα άτομα 75 ετών και άνω, 1,31% για τα άτομα 15 - 64 ετών και 1,65% για τα άτομα 65 - 74 ετών.

Ιδιαιτέρως ευάλωτα ήταν μάλιστα τα ηλικιωμένα άτομα στα καρδιαγγειακά και στα αναπνευστικά νοσήματα, τα οποία με την αύξηση της θερμοκρασίας τους στερούσαν πιο εύκολα τη ζωή, όπως προκύπτει από τα ευρήματα. Στις μεσογειακές πόλεις οι θάνατοι από καρδιαγγειακά αίτια αυξάνονταν κατά 4,66% στην ηλικιακή ομάδα των 75 ετών και άνω για κάθε αύξηση της αντιληπτής θερμοκρασίας της τάξεως του 1 βαθμού Κελσίου πάνω από το «κατώφλι» ελάχιστης θνησιμότητας που ήταν οι 29,4 βαθμοί (το αντίστοιχο γενικό ποσοστό για όλες τις ηλικιακές ομάδες ήταν 3,70%). Στις δε βορειοευρωπαϊκές πόλεις το ποσοστό αυτό στους 75χρονους και άνω ήταν 2,55% με το αντίστοιχο για όλες τις ηλικιακές ομάδες να φθάνει το 2,44%. Στο «κεφάλαιο» θάνατοι από αναπνευστικά αίτια στους ηλικιωμένους των 75 ετών και άνω που ζούσαν σε μεσογειακές πόλεις το αντίστοιχο ποσοστό αύξησης της θνησιμότητας έφθανε το 8,1% (με μέσο όρο αύξησης για όλες τις ηλικίες το 6,71%), ενώ σε εκείνους που ζούσαν σε βόρειες πόλεις το 6,62% (με το αντίστοιχο για όλες τις ηλικιακές ομάδες να είναι 6,1%). Η περίοδος που σύμφωνα με τη μελέτη ήταν η «χρονική ζώνη υψηλού κινδύνου» για αύξηση της θνησιμότητας ήταν κυρίως αυτή μεταξύ Ιουνίου και Αυγούστου.

Ο,τι όμως ανεβαίνει κατεβαίνει, όπως συνηθίζουμε να λέμε, και αυτό αφορά και τη συγκεκριμένη σχέση θερμοκρασίας και θνησιμότητας. Οπως είδαν οι ερευνητές, η μεγαλύτερη επίδραση της αύξησης της θερμοκρασίας στους θανάτους εμφανίζεται κατά την πρώτη εβδομάδα και σταδιακά τα ποσοστά επανέρχονται στο φυσιολογικό. Μάλιστα, η επίδραση αυτή είναι αθροιστική - όσο περισσότερο δηλαδή υφίσταται ένας πληθυσμός τον υδράργυρο άνω του φυσιολογικού ορίου τόσο αργεί να επανέλθει και η φυσιολογική κατάσταση στη θνησιμότητα. Ετσι στις μεσογειακές χώρες ο χρόνος επανόδου στα φυσιολογικά είναι μεγαλύτερος, 15 ημέρες, σε σύγκριση με τις πέντε ημέρες για τις βορειοδυτικοευρωπαϊκές χώρες, αφού λαοί όπως ο δικός μας ζουν με το θερμόμετρο στο κόκκινο για μεγαλύτερο διάστημα.

Από τα ψηλά στα χαμηλά

Ο δείκτης θνησιμότητας αυξάνεται όμως όχι μόνο στις μεγάλες ζέστες, αλλά και στα μεγάλα κρύα. Ξεχωριστή ανάλυση στο πλαίσιο του προγράμματος PHEWE, που είναι ακόμη αδημοσίευτη και της οποίας επικεφαλής ήταν η ελληνική ομάδα, δείχνει ότι το «ψυχρό» εξάμηνο του έτους (Οκτώβριος - Μάρτιος) παρατηρείται αύξηση της θνησιμότητας κατά 11% συνολικά και κατά 36% για τα άτομα 75 ετών και άνω για κάθε βαθμό Κελσίου που μειώνεται η θερμοκρασία το προηγούμενο δεκαπενθήμερο. Τα αντίστοιχα ποσοστά στη θνησιμότητα από καρδιαγγειακά αίτια είναι 43% συνολικά και 53% για τους 75 ετών και άνω και στη θνησιμότητα από αναπνευστικά αίτια 48% συνολικά και 40% για τα άτομα των 75 ετών και άνω.

Σχολιάζοντας τα αποτελέσματα, η κυρία Κατσουγιάννη τονίζει ότι «φαίνεται να σχετίζονται με τις κλιματικές αλλαγές. Εάν τα σενάρια των κλιματικών αλλαγών που δείχνουν διαχρονική αύξηση της θερμοκρασίας γίνουν πραγματικότητα, τότε προφανώς θα αυξηθεί και η θνησιμότητα που συνδέεται με τις υψηλές θερμοκρασίες. Δεδομένου μάλιστα ότι αναφέρεται πως θα αυξηθούν στα χρόνια που έρχονται και τα έκτακτα περιστατικά, όπως οι καύσωνες, τότε αναμένεται να αυξηθούν και οι θάνατοι που θα σχετίζονται με τέτοιου είδους φαινόμενα. Βέβαια, πιθανότατα όλα αυτά θα μειώσουν τελικώς τους θανάτους που θα αποδίδονται στο κρύο, αφού θα "εκτοξευθούν" εκείνοι που αφορούν τη ζέστη. Ωστόσο, όλα αυτά διερευνώνται, δεν γνωρίζουμε πού θα επέλθει η τελική ισορροπία ούτε πώς θα αντιδράσουν οι ανθρώπινοι οργανισμοί σε όλες αυτές τις αλλαγές, πόσο θα προσαρμοστούν. Σε κάθε περίπτωση είναι σημαντικό να υπάρχει μια εικόνα του μέλλοντος, ώστε να γίνει και ο κατάλληλος σχεδιασμός από τους αρμοδίους».

Οπως όλα δείχνουν, αυτή η (όχι και τόσο) μελλοντική εικόνα της ζωής μας θα είναι ζωγραφισμένη με χρώμα ...κόκκινο της φωτιάς, που θα καίει τον πλανήτη μας και εμάς μαζί του. Λίγο πριν από τις διακοπές τους, ας το σκεφθούν αυτό οι υπεύθυνοι, αφού έτσι κι αλλιώς βράζουμε όλοι στο ίδιο καζάνι των κλιματικών αλλαγών...

Της Θεοδώρας Τσώλη, από το "ΒΗΜΑScience", έντυπο ένθετο στο ΒΗΜΑ της Κυριακής, 15 Ιουνίου 2008.