Τρίτη 19 Απριλίου 2011

Τίνος είναι αυτό το χρέος τελικά;

Αν κάποιος έχει το βίτσιο να διαβάζει τους προϋπολογισμούς που συντάσσει κάθε χρόνο το ελληνικό κράτος, καθώς και τις εκθέσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, μπορεί να βρει πολύ χρήσιμα στοιχεία για την οικονομική και πολιτική ιστορία του τόπου.

Η πορεία του δημόσιου χρέους είναι σχετικά «ομαλή», μέχρι το 1973, οπότε ξαφνικά αυξάνεται (σχεδόν διπλασιάζεται). Πρόκειται για την περίοδο της Μεταπολίτευσης, με την μεγάλη πετρελαϊκή κρίση που εισήλθε στην Ελλάδα και προκάλεσε ραγδαία άνοδο στις τιμές των καυσίμων, ενώ ταυτόχρονα επιδεινώθηκε το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου, δηλαδή οι εισαγωγές έγιναν ακριβότερες και περισσότερες, από τις εξαγωγές, και το κράτος, για να καλύψει αυτό το κόστος, δανείστηκε. Την αμέσως επόμενη χρονιά αυξάνεται και το εσωτερικό δημόσιο χρέος (δάνεια από ΤτΕ) και η πορεία αυτή συνεχίζεται και τα πρώτα χρόνια της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ. (βλ. πίνακα 1)

Παρόλο που από το 1985-1986 μπαίνουμε σε περίοδο λιτότητας και περιοριστικής δημοσιονομικής πολιτικής με τα σταθεροποιητικά προγράμματα του Σημίτη, το δημόσιο χρέος συνεχίζει την άνοδό του. Κατά την περίοδο 1990-1993 με τα προγράμματα λιτότητας της Ν.Δ. το συνολικό δημόσιο χρέος το 1993 ξεπερνά το 110% του ΑΕΠ. Είναι η περίοδος Μητσοτάκη που σημαδεύτηκε από την κατάργηση της ΑΤΑ (αυξήσεις στους μισθούς πάνω από τον πληθωρισμό), το γνωστό 0+0=14%, τη δολοφονία του καθηγητή Τεμπονέρα, την ιδιωτικοποίηση των αστικών συγκοινωνιών και τον αγώνα των εργαζομένων σε αυτές.

Έκτοτε ελάχιστες φορές θα πέσει κάτω από το 100%, παρ’ όλες τις «φιλότιμες» προσπάθειες που κατέβαλαν οι κυβερνήσεις Σημίτη και Καραμανλή, όπως, για παράδειγμα, με το δάνειο της Goldman Sachs ύψους 3 δις € που έδωσε ως μίζα ο Σημίτης για να μη φαίνεται μεγάλο το δημόσιο χρέος και να μπούμε στην ΟΝΕ, μια διαδικασία «νόμιμη» και κυρίως γνωστή σε Ε.Ε. και κυβέρνηση. Ειδικά στην εποχή του Μνημονίου και της επιτήρησης από την τρόικα, το χρέος της κεντρικής κυβέρνησης στο τέλος του 2010 ανήλθε στα 343,2 δις € ή 148% του ΑΕΠ, έναντι 298,5 δις € ή 127% του ΑΕΠ το 2009, παρουσιάζοντας αύξηση κατά 21% περίπου του ΑΕΠ. Το έτος 2011 το ύψος του χρέους της κεντρικής κυβέρνησης προβλέπεται ότι θα διαμορφωθεί στα 362,23 δις € ή 158% του ΑΕΠ, παρουσιάζοντας αύξηση κατά 10,6% του ΑΕΠ έναντι του 2010.

Το χρέος της γενικής κυβέρνησης στο τέλος του 2010 εκτιμάται ότι θα αγγίξει τα 330,4 δις € ή 142% του ΑΕΠ, έναντι 298,32 δις € ή 126,8% του ΑΕΠ το 2009, παρουσιάζοντας αύξηση κατά 15,7% του ΑΕΠ. Το χρέος της γενικής κυβέρνησης του έτους 2011 προβλέπεται ότι θα διαμορφωθεί στα 348,5 δις € ή 152,6% του ΑΕΠ, παρουσιάζοντας αύξηση κατά 10,1% του ΑΕΠ έναντι του 2010. Πιο αναλυτικά στοιχεία δίνονται στον πίνακα 2 όπου και παρουσιάζεται η εξέλιξη του δημόσιου χρέους (κεντρικής κυβέρνησης) για την περίοδο 2010-2011.

Ποιοι είναι οι κάτοχοι του ελληνικού χρέους

Έχουν ακουστεί και γραφτεί πολλά για τους κατόχους του ελληνικού χρέους. Πολλοί ισχυρίζονται ότι είναι οι ξένοι τοκογλύφοι οι οποίοι μας εκβιάζουν και μας γδέρνουν, για να πάρουν πίσω τα χρήματά τους. Αυτό είναι εν μέρει αλήθεια. Ρίχνοντας μια ματιά στον πίνακα 3 βλέπουμε την εθνική προέλευση των κατόχων ελληνικών ομολόγων, όπως παρουσιάστηκε στο τέλος του 2009 σε έκθεση της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών (Bank of International Settlements), ο οποίος δείχνει ότι οι «κάτοχοι» του ελληνικού χρέους είναι ευρωπαϊκές χώρες, και όλως τυχαίως, οι τωρινοί δανειστές μας. Ίσως αυτός ο πίνακας να απαντάει στο ερώτημα σχετικά με το ποιοι είναι οι «κερδοσκόποι»;

Ενδεικτικά, στους ξένους δανειστές-επενδυτές συγκαταλέγονται ευαγή ιδρύματα όπως η Citigroup (κατέχει ομόλογα αξίας 2 δις €), η HSBC (1,5 δις €), η Deutsche Bank (1,09 δις €), οι γαλλικές BNP Paribas (5 δις €) και η Societe Generale (4,25 δις €), αλλά και η J.P. Morgan, η Morgan Stanley, η Merrill Lynch, η Nomura, η Barclays και η Royal Bank of Scotland, οι οποίες κατέχουν κατά μέσο όρο από 200 εκατ. € έως 1 δις €, και συνολικά πάνω από 10 δις €.

Όμως δεν είναι μόνο οι τράπεζες, αλλά επίσης ταμεία και ασφαλιστικές εταιρείες όλων ειδών. Ενδεικτικά αναφέρουμε τα ασφαλιστικά ταμεία του Βελγίου, Ολλανδίας και Ιρλανδίας, που κατέχουν το καθένα 200-250 εκατ. € σε ελληνικά ομόλογα και ασφαλιστικές εταιρείες όπως η νορβηγική KLP. Ακόμα, μεταξύ των ξένων τραπεζών και funds που διατηρούν υψηλά ποσά σε ελληνικά ομόλογα βρίσκονταν ο βελγική Dexia που κατείχε πάνω από 6 δις € όπως και η Defa, οι οποίες όμως φρόντισαν και τα ξεφορτώθηκαν, αφού τα πούλησαν κυρίως στη Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Στις αρχές του 2011, μάλιστα, μεγάλος αυστριακός φορέας προχώρησε από μόνος του σε «κούρεμα» της αποτίμησης των ελληνικών ομολόγων στο χαρτοφυλάκιό του κατά 25%.

Όμως κάθε δημόσιο χρέος που σέβεται τον εαυτό του δεν έχει μόνο ξένους δανειστές αλλά και εγχώριους. Οι ελληνικές τράπεζες κατέχουν περί τα 55 δις € σε κρατικά ομόλογα, διαρκείας από 1 έως 7 χρόνια (τίτλοι αξίας 46 δις €, τα οποία έχουν ήδη κατατεθεί ως ενέχυρο στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα για να δανείζονται φθηνότερα). Πρωταθλητής στην κατοχή τραπεζικών ομολόγων αναδεικνύεται η Εθνική Τράπεζα, η οποία διαθέτει χαρτοφυλάκιο ομολόγων συνολικού ύψους 20,2 δις €. Οι υπόλοιπες μεγάλες ελληνικές τράπεζες διαθέτουν τα εξής ποσά: Πειραιώς 9 δις €, Eurobank 7,5 δις €, Alphabank 4,6 δις €. Επίσης ασφαλιστικά ταμεία, όπως του ΟΤΕ, το ΙΚΑ, των τραπεζών, το ΤΣΜΕΔΕ, ο ΟΓΑ, ο ΟΑΕΕ (πρώην ΤΕΒΕ), διατηρούν πολύ μεγάλες θέσεις. Τα ελληνικά ασφαλιστικά ταμεία και άλλοι δημόσιοι φορείς κατέχουν ομόλογα συνολικού ύψους 29 δις €.

Και τώρα τι κάνουμε;

Υπάρχουν απόψεις που υποστηρίζουν ότι με την είσοδο της χώρας στον μηχανισμό στήριξης έχουμε εισέλθει σε καθεστώς ελεγχόμενης χρεοκοπίας ή πτώχευσης. Μέχρι και πριν από το Μνημόνιο, το χρέος της χώρας ήταν προς ιδιώτες (π.χ. τράπεζες) οι οποίοι είχαν αγοράσει ομόλογα του ελληνικού δημοσίου χωρίς καμία απολύτως σύμβαση με αυτό και με μόνη υποχρέωση για το Δημόσιο την αποπληρωμή των ομολόγων εντός μιας ορισμένης χρονικής περιόδου (κεφάλαιο και τόκοι).

Υπό ομαλές συνθήκες είναι δυνατόν να υπάρχει οικονομική ευρωστία, οπότε πληρώνονται κανονικά τα ομόλογα προς τους δανειστές, ενώ σε διαφορετική περίπτωση –όπως συμβαίνει στην περίπτωση της Ελλάδας- υπάρχει πρόβλημα. Οι εναλλακτικές που υπάρχουν είναι κυρίως τρεις: η (ελεγχόμενη ή μη) χρεοκοπία-πτώχευση, η επαναδιαπραγμάτευση του χρέους και η άρνηση πληρωμών. Στην περίπτωση της ελεγχόμενης χρεοκοπίας τα χρέη της χώρας αντί να μειώνονται αυξάνονται, ενώ παράλληλα αλλάζουν οι δανειστές και η χρεοκοπία γίνεται επαχθέστερη. Ένα τυπικό παράδειγμα ελεγχόμενης χρεοκοπίας είναι η Ελλάδα και η εφαρμογή του Μνημονίου. Μέσω της ελεγχόμενης χρεοκοπίας μεταφέρεται το ελληνικό δημόσιο χρέος από τα χέρια ιδιωτών δανειστών, τους οποίους θα μπορούσε ευκολότερα να ελέγξει ένα αστικό κράτος, στα χέρια του ΔΝΤ, της ΕΚΤ και των επιμέρους χωρών της Ε.Ε., ενώ υπογράφεται ταυτόχρονα μια σύμβαση (Μνημόνιο) που προβλέπει τη μεταβίβαση μεγάλου μέρους κυριαρχικών δικαιωμάτων στους δανειστές. Μάλιστα, στις «τυπικές» περιπτώσεις δανεισμού από το ΔΝΤ, που δεν διαφέρουν από τη συμφωνία που υπέγραψε η κυβέρνηση Παπανδρέου στις αρχές Μαΐου του 2010 με την τρόικα, οι όροι που συμφωνούνται μεταξύ άλλων είναι:
  • η υποτίμηση του εθνικού νομίσματος ή, αν δεν υπάρχει, όπως στην περίπτωση της Ελλάδας, η εσωτερική υποτίμηση μέσω της μείωσης της εγχώριας καταναλωτικής δύναμης
  • η εκμετάλλευση των φυσικών και άλλων πόρων από πολυεθνικές που το συνοδεύουν
  • διαρθρωτικές αλλαγές, όπως είναι η απελευθέρωση αγορών, οι ιδιωτικοποιήσεις «κοινωφελών» δημόσιων επιχειρήσεων (κυρίως των τραπεζών, της ύδρευσης και του ηλεκτρισμού), ο περιορισμός των δημοσιονομικών ελλειμμάτων, του πληθωρισμού αλλά και των κοινωνικών δαπανών (υγεία, εκπαίδευση)
  • πάγωμα των μισθών και κατάργηση των όποιων δικαιωμάτων υπάρχουν
  • μαζικές απολύσεις ορισμένων «ομάδων» εργαζομένων (π.χ. δημόσιοι υπάλληλοι)
  • δυνατότητα για τους δανειστές της εκχώρησης των δανείων που καλείται να πληρώσει η δανειζόμενη χώρα σε τρίτους.
Οι δανειστές δεν ενδιαφέρονται για την ανάπτυξη της οικονομίας της δανειζόμενης χώρας., γι’ αυτό και δεν πρόκειται να ασχοληθούν με τέτοιου είδους ζητήματα. Αντίθετα, ενδιαφέρονται για τη διασφάλιση της ομαλής αποπληρωμής των δόσεων των δανείων μέσω της οικονομικής αφαίμαξης, ώστε να διαφύγει τον κίνδυνο το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα και ταυτόχρονα να πάρουν τα χρήματά τους οι διεθνείς τοκογλύφοι. Με άλλα λόγια, από το σενάριο της ελεγχόμενης χρεοκοπίας κερδισμένοι βγαίνουν:
  • Η εγχώρια αστική τάξη, αφού οι τράπεζες θα γλυτώσουν τις ζημιές από την πιθανή έκθεσή τους στα τοξικά ομόλογα, θα κερδίσουν από τα δάνεια του Μνημονίου, ενώ πολλοί επιχειρηματίες θα έχουν τη δυνατότητα να υπογράψουν εξαιρετικά κερδοφόρες συμφωνίες με την ελληνική κυβέρνηση και το διεθνές κεφάλαιο για την εκμετάλλευση των υπό ιδιωτικοποίηση κρατικών οργανισμών (ΟΣΕ, ΔΕΗ, λιμάνια. Αεροδρόμια κ.λ.π.).
  • Όλες οι καταθέσεις, αφού διατηρείται η αξία και η ακεραιότητά τους στις τράπεζες, αλλά και όλα τα δάνεια που έχουν συναφθεί μεταξύ ιδιωτών και τραπεζών (στεγαστικά, καταναλωτικά κ.λ.π.).
  • Το οικοδόμημα του ευρώ, αφού ο δανεισμός της Ελλάδας θα πατάει στα «στερεά θεμέλια» του ελέγχου από την τρόικα, το οποίο όμως με τη σειρά του θα συνεχίσει να καταστρέφει την όποια ανταγωνιστικότητα της εγχώριας οικονομίας.
  • Τα κράτη και οι τράπεζες που μας έχουν δανείσει. Η ελεγχόμενη πτώχευση-χρεοκοπία επιλέγεται για να εξασφαλιστεί χρόνος, ώστε να αποφύγουν τις ζημιές οι ντόπιοι και ξένοι τοκογλύφοι και να αποφευχθεί το μεγάλο πολιτικό κόστος από μια άμεση χρεοκοπία που θα μπορούσε να φέρει ακόμα και την κατάρρευση του σημερινού πολιτικού συστήματος. Το μόνο σίγουρο είναι ότι συντελείται μια άνευ προηγουμένου καταλήστευση του εισοδήματος των εργαζομένων, προωθούνται ακραία μέτρα, όπως περαιτέρω ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων με την υπογραφή επιχειρησιακών συμβάσεων και την εκ περιτροπής εργασία, απολύσεις σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα και κατάργηση κατακτήσεων δεκαετιών.
Ένα δεύτερο σενάριο είναι η επαναδιαπραγμάτευση και η αναδιάρθρωση του δημοσίου χρέους. Στην περίπτωση αυτή καλούνται οι δανειστές να συζητήσουν με την δανειζόμενη χώρα δευτερεύουσες όψεις και αλλαγές του δανεισμού της, όπως είναι ο χρόνος αποπληρωμής των δανείων, το ύψος του επιτοκίου, ακόμα και η περιστολή μέρους του χρέους. Αν, για παράδειγμα, ένα ομόλογο λήγει σε έξι (6) μήνες, έπειτα από συμφωνία μεταξύ των ενδιαφερομένων μπορεί να παραταθεί ο χρόνος αποπληρωμής ή να μειωθεί το επιτόκιο δανεισμού. Το κέρδος θα είναι έτσι κι αλλιώς μικρό, γιατί το συνολικό κόστος δανεισμού μετατίθεται για το μέλλον για να αποπληρωθεί και, ακόμα κι αν μειωθεί το επιτόκιο, συνοδεύεται, όπως στην προηγούμενη περίπτωση, με εξίσου σκληρούς όρους.

Το τρίτο σενάριο είναι η άρνηση πληρωμής του χρέους. Το ύψος του ελληνικού δημόσιου χρέους είναι αρκετά μεγάλο για να αποτελεί απειλή για όσους κατέχουν μέρος του, δηλαδή για τις τράπεζες, τα επενδυτικά κεφάλαια (hedge funds) κ.α. Η διαγραφή του χρέους θα αποτινάξει από τις πλάτες του ελληνικού Δημοσίου ένα ασήκωτο φορτίο. Αρκεί να αναφέρουμε πως οι πληρωμές το 2010 για τόκους ύψους 12,3 δις € είναι διπλάσιες από τις πληρωμές για συντάξεις οι οποίες είναι 6,3 δις €, ενώ, σύμφωνα με τα στοιχεία του Προϋπολογισμού για το 2011, οι δαπάνες εξυπηρέτησης από 41,1 δις το 2009, εκτιμώνται σε 32,8 δις για το 2010, λόγω καταβολής μικρότερου ποσού χρεολυσίων. Αν όμως προσθέσουμε και τις πληρωμές για το βραχυπρόθεσμο χρέος (από 36,9 δις σε 22,6 δις), οι συνολικές δαπάνες εξυπηρέτησης ανήλθαν το 2010 σε 55,4 δις € ή αύξηση κατά 24% του ΑΕΠ! Το οικονομικό όφελος από την άρνηση πληρωμής θα ήταν η χώρα να γλυτώσει την καταβολή 30 δις € ανά έτος για χρεολύσια και συνολικά 80 δις € ανά έτος που είναι «αναγκασμένη» να πληρώνει για την εξυπηρέτηση του χρέους της.

Έλεγχος στο χρέος

Η ελληνική κοινωνία υφίσταται εδώ και πολλούς μήνες μια «θεραπεία σοκ» για να καταπολεμηθεί –όπως λένε- η «ασθένεια» του δημόσιου χρέους. Οι πολίτες καλούνται να πληρώσουν έναν λογαριασμό ύψους 340,2 δις € για ένα γεύμα στο οποίο δεν συμμετείχαν. Δεν οφείλουν όμως να γνωρίζουν τι χρωστάνε, σε ποιον και γιατί, πριν απομακρυνθούν από το ταμείο;

Στη διεθνή νομολογία υπάρχει η έννοια του «απεχθούς χρέους», η οποία εισήχθη από τον Ρώσο νομικό Αλεξάντερ Ναούμ Σακ και ορίζεται ως το χρέος που έχει συναφθεί από καθεστώς το οποίο δεν έχει δημοκρατική νομιμοποίηση, δεν αξιοποιείται για τις κοινωνικές ανάγκες ή έχει συναφθεί εις γνώση των πιστωτών ότι δεν εξυπηρετεί τα συμφέροντα του λαού. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις ο λαός δεν μπορεί να επωμιστεί το βάρος του χρέους και μπορεί να εκκινηθεί διαδικασία άρνησης πληρωμής μέρους ή συνόλου του χρέους.

Η αρχή του «απεχθούς χρέους» έχει βρει αρκετές ιστορικές εφαρμογές. Ένα χαρακτηριστικό τέτοιο περιστατικό συντελέστηκε το 1898, όταν η Ουάσιγκτον, καταλαμβάνοντας την Κούβα, αρνήθηκε να αναλάβει τα χρέη της Ισπανικής αποικιοκρατίας, λέγοντας ότι «αυτά δεν επιβλήθηκαν στον λαό της Κούβας με την συναίνεσή του αλλά με τη δύναμη των όπλων». Το πιο πετυχημένο και πρόσφατο παράδειγμα είναι αυτό του Ισημερινού.

Τον Ιούλιο του 2007 ο πρόεδρος της χώρας Ραφαέλ Κορέα δημιούργησε μια Επιτροπή Λογιστικού Ελέγχου του χρέους. Όταν η επιτροπή ολοκλήρωσε τις εργασίες της τον Νοέμβριο του 2008, ο Κορέα ανακοίνωσε ότι στη βάση των ευρημάτων προχωράει στην άρνηση πληρωμής του 70% του χρέους, καθώς προέκυψε ότι δεν ήταν νόμιμο αλλά προϊόν διαφθοράς και δωροδοκίας. Η συντριπτική πλειοψηφία των κατόχων των ομολόγων (91%) αναγκάστηκε να δεχτεί τις προτάσεις του Ισημερινού και έτσι διαγράφηκε περίπου το 65% του δημόσιου χρέους της χώρας. Το ελληνικό δημόσιο χρέος αυτή τη στιγμή είναι ένα μαύρο κουτί, αλλά τα στοιχεία που έχουμε στη διάθεσή μας δείχνουν ότι στο μεγαλύτερο μέρος του εμπίπτει στην κατηγορία του απεχθούς. Κατ’ αρχήν υπάρχουν τα δάνεια που συνήφθησαν την περίοδο της χούντας.

Υπάρχουν όμως και πρόδηλες περιπτώσεις διαφθοράς στα νεότερα χρόνια, όπως αυτή των Ολυμπιακών Αγώνων, όπου οι αρχικές δαπάνες είχαν προϋπολογιστεί στα 1,3 δις $ και το τελικό κόστος άγγιξε τα 20 δις $. Επίσης, μόνο σκεπτικισμό προκαλεί το γεγονός ότι η Ελλάδα δαπανά το 4% του ΑΕΠ της για εξοπλισμούς, με αποτέλεσμα την περίοδο 2005-2009 να είναι μια από τους πέντε (5) μεγαλύτερους εισαγωγής όπλων στην Ευρώπη.

Δηλαδή οι Έλληνες πολίτες επιβαρύνθηκαν με δάνεια για να τροφοδοτηθεί η διεθνής πολεμική βιομηχανία, με αποκορύφωμα τα 5 δις € που κόστισαν τα γερμανικά υποβρύχια για να …γέρνουν προς τα αριστερά. Ούτε νοείται να μη διερευνηθεί η δημιουργική λογιστική της Goldman Sachs το 2001 ή τα κερδοσκοπικά παιχνίδια στη δευτερογενή αγορά με την απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος να αυξήσει το χρονικό περιθώριο εκκαθαρίσεων από 3 ημέρες σε 10 … για να μην αναφερθούμε στις σκανδαλωδώς τιμολογημένες αναθέσεις έργων στη Siemens, που εξαργυρώνονταν σε μίζες.

Γι’ αυτούς τους λόγους, η απαίτηση για έλεγχο του ελληνικού χρέους κερδίζει διαρκώς έδαφος. Το τελευταίο διάστημα έχει ξεκινήσει μια πρωτοβουλία συλλογής υπογραφών με αίτημα την συγκρότηση Επιτροπής Λογιστικού Ελέγχου (http://www.elegr.gr/) στην οποία θα συμμετάσχουν όχι μόνο δικηγόροι και ορκωτοί λογιστές, αλλά τα ίδια τα εργατικά συνδικάτα, η πανεπιστημιακή κοινότητα, φορείς της αυτοδιοίκησης κ.α. Οι βουλευτές Σ. Σακοράφα και Π. Λαφαζάνης έχουν κάνει σχετικές αναφορές στη Βουλή, ενώ ο πρόεδρος της ΑΔΕΔΥ Σπύρος Παπασπύρος συντάσσεται με μια τέτοια άποψη. Διανοούμενοι και πανεπιστημιακοί εντός και εκτός συνόρων, όπως ο Κώστας Λαπαβίτσας και ο Νόαμ Τσόμσκι, υποστηρίζουν με θέρμη ένα τέτοιο εγχείρημα.

Αυτή την επίκληση για διαφάνεια μάλλον την έχει πολύ περισσότερο ανάγκη η κοινωνία από τα επικοινωνιακά πυροτεχνήματα της κυβέρνησης.

Το άρθρο αντλήθηκε από τον «αντίΧτυπο», εφημερίδα που εκδίδει η Διακλαδική Πρωτοβουλία Εργαζομένων-Ανέργων στα Μ.Μ.Ε., στο φύλλο της Παρασκευής 25 Φεβρουαρίου 2011