«Αναθέτω στη Δήμητρα και την Κόρη αυτόν που με κακολόγησε ισχυριζόμενος ότι κάνω δηλητήρια κατά του άντρα μου. Να ανεβεί κι αυτός κι όλο του το σόι στο ιερό της Δήμητρας καιόμενος και ομολογώντας και να μην τον σπλαχνιστούν ούτε η Δήμητρα ούτε η Κόρη ούτε οι άλλοι θεοί». «Αφέντη Ποσειδώνα, σου παραδίδω τον άντρα που έκλεψε τον σόλιδο και έξι νομίσματα του Μουκόνιου. Μακάρι να πιεις και να πάρεις το αίμα του κλέφτη, αφέντη Ποσειδώνα». «Καταδέω τον Σμινδυρίδην προς τον Ερμήν τον Εριόνιον και προς την Περσεφόνην και προς την Λήθη. Καταδέω τον νου του, τη γλώσσα του, την ψυχή του και όσα κάνει εναντίον μου σε σχέση με τη δίκη που ο Σμινδυρίδης έχει ξεκινήσει εναντίον μου». Αιώνες πριν, το αρχαιοελληνικό παρελθόν δεν περιελάμβανε μόνο τη δημιουργία έργων υψηλής τέχνης και την ανάπτυξη της φιλοσοφικής σκέψης, είχε και μια λιγότερο λαμπερή πλευρά. Στην καθημερινή ζωή και στον αγώνα για την επιβίωση οι δεισιδαιμονίες κατείχαν σοβαρή θέση. Η μαγεία δεν ήταν άγνωστη στην αρχαία Ελλάδα, το αντίθετο. Μπορεί να ήρθε από την Ανατολή, μπορεί να διαποτίστηκε από το ελληνικό πνεύμα, ταυτόχρονα όμως παρέμεινε αυτό που ήταν: μαγεία. Όσο για τις λέξεις «Αμπρα κατάμπρα» που όλοι κάποτε έχουμε χρησιμοποιήσει, υποψιάζεται κανείς ότι ανάγονται σε αρχαίους μαγικούς λόγους όπως το όνομα του δαίμονα Αβρασάξ και η παλινδρομική φράση «ΑΒΛΑΝΑΘΑΝΑΛΒΑ»;
Για ένα διεφθαρμένο άτομο λένε ότι είναι «εξώλης και προώλης», κάτι το οποίο όμως αποτελεί παρεφθαρμένη μορφή μιας στερεότυπης φράσης που εμφανίζεται σε αρχαίες κατάρες. Ενώ αν κάποιοι έχουν βρεθεί στον έβδομο ουρανό, ας γνωρίζουν ότι πρόκειται για κατάλοιπο της αρχαίας αντίληψης περί επτά ουρανών, η οποία επίσης ανάγεται στην αρχαία μαγεία. Η επιβίωση αυτών των φράσεων στη νεοελληνική γλώσσα, δηλωτική της σημασίας που είχε στην αρχαιότητα η μαγεία ως φαινόμενο και νοοτροπία, είναι ένας από τους λόγους που έχει ωθήσει τη σύγχρονη έρευνα στη μελέτη του αντικειμένου. Όπως συνέβη με τον κύκλο ομιλιών με θέμα «Η μαγεία στην αρχαία Ελλάδα», ο οποίος διοργανώθηκε από το Εθνικό Ιδρυμα Ερευνών σε επιμέλεια της δόκτορος Αφροδίτης Αβαγιανού και με τη συμμετοχή ειδικών επιστημόνων στο πεδίο της αρχαίας ελληνικής θρησκείας.
«Σύντομα κείμενα, γραμμένα στη μεγάλη πλειοψηφία τους σε μολύβδινα πινακίδια τοποθετημένα σε τάφους συνήθως οργισμένων νεκρών, "άωρων και βιαιοθανάτων", δηλαδή προσώπων που είχαν πεθάνει πριν από την ώρα τους και με βίαιο τρόπο, είναι τα μαγικά κείμενα της αρχαιότητας, γνωστά ως κατάδεσμοι» λέει ο καθηγητής στο All Souls College της Οξφόρδης κ. Αγγελος Χανιώτης. Προσθέτοντας πως η κατάδεση - δηλαδή το δέσιμο του αντιπάλου και η παράδοσή του στην επενέργεια των καταχθόνιων δυνάμεων - συνδεόταν με διάφορες τελετουργίες. Η κατασκευή ομοιωμάτων του αντιπάλου - η λεγομένη καταπασσάλευση - και το κάρφωμά τους, το κλείσιμό τους σε ομοιώματα φερέτρων, η απαγγελία μαγικών εκφράσεων και η τελετουργική εναπόθεση του καταδέσμου σε τάφους ή σε άλλες εισόδους του κάτω κόσμου, για παράδειγμα σε πηγάδια, ανήκαν σε αυτές.
Οι υποχθόνιοι θεοί Εκάτη, Ερμής, Περσεφόνη, Δήμητρα, Ερινύες και γενικά οι δαίμονες του Κάτω Κόσμου ήταν αυτοί που επικαλούνταν οι κατασκευαστές των καταδέσμων. Οσο για τους λόγους προσφυγής στη μαγεία ήταν πολλοί, με το ερωτικό πάθος να κυριαρχεί - ο Σωκράτης ωστόσο ειρωνευόταν τις γυναίκες που χρησιμοποιούσαν γοητείες αγάπης, φίλτρα, επωδές και ίυγγες, δηλαδή το πτηνό σουσουράδα δεμένο σε έναν τροχό τον οποίο περιέστρεφαν -, αλλά χωρίς να υπολείπεται και η αντιπαλότητα σε προσωπικό ή κοινωνικό επίπεδο.
Οι μάγοι
Ποιοι ήταν όμως οι μάγοι; Ήταν μία εκ των έξι φυλών των Μήδων, όπως επεξηγεί η ιστορικός - βυζαντινολόγος δόκτωρ Αναστασία Βακαλούδη. «Θεωρείται ότι οι Έλληνες μπορεί να τους γνώρισαν ως θρησκευτικούς αξιωματούχους στον στρατό του Κύρου και να κατονόμασαν γενικά με τον όρο "μαγεία" την ακατανόητη γι' αυτούς γλώσσα, τις παράξενες πρακτικές που χρησιμοποιούσαν και βέβαια την ενασχόλησή τους με τις απόκρυφες τέχνες. Οταν οι Έλληνες γνώρισαν τους μάγους, τον 6ο αιώνα π.Χ., εποχή των Αχαιμενιδών, είχαν το όνομα "Μαγουσαίοι" και ισχυρίζονταν ότι ήταν απόγονοι των Μάγων ιερέων του ιδρυτή της περσικής πυρολατρίας Ζωροάστρη (άλλωστε και οι Πέρσες ονομάζονταν Μαγώγ)» λέει η ίδια.
Στην πορεία όμως οι Μαγουσαίοι διαφοροποιήθηκαν, με σημαντικότερη απόκλιση την καλλιέργεια της λατρείας και των θεών του Κακού, ενώ ήταν οι πρώτοι οι οποίοι συστηματοποίησαν την τέχνη της επίκλησης των κακοποιών δαιμόνων με «επωδές». Δαίμονες «υπήρχαν» στην αρχαιότητα ήδη από τη Μινωική και τη Μυκηναϊκή εποχή. (Η λέξη προέρχεται από το ρήμα δαίω και δαίνυμι και σημαίνει ο διανέμων, ορίζων τις τύχες των ανθρώπων.) Στον Ομηρο η ίδια λέξη σήμαινε μία θεϊκή, άγνωστη και απρόσωπη δύναμη τόσο ισχυρή ώστε να προκαλέσει εντυπωσιακά φαινόμενα, ενώ στην αρχαία ελληνική θρησκεία και σύμφωνα με τον Ησίοδο οι δαίμονες ήταν θεότητες μεταξύ των θεών και των ανθρώπων.
Η Εκάτη
Δίπλα στους Ολύμπιους θεούς άλλωστε άρχισαν σιγά σιγά να κερδίζουν έδαφος και κατώτερες θεότητες, δημιουργήματα της λαϊκής πίστης, με ιδιαίτερη την περίπτωση της Εκάτης, υποχθόνιας θεάς, της οποίας η λατρεία έλαβε μεγάλη έκταση. «Η Εκάτη έγινε δημιουργός και υποκινήτρια κάθε είδους φρικώδους φαντασίωσης. Εκεί όπου υποχωρούσαν με τρόμο οι ουράνιοι θεοί και δαίμονες εκείνη βρισκόταν στο στοιχείο της. Πριν από κάθε εμφάνισή της ακούγονταν ουρλιαχτά σκύλων, βροντές και φοβερή βοή. Κατόπιν εμφανιζόταν εκείνη ξαφνικά στον άνθρωπο, για να του προξενήσει κακό, με τρομακτικές μορφές, όπως πελώριας γυναίκας με φίδια αντί για μαλλιά κρατώντας πυρσό στο ένα χέρι και ξίφος στο άλλο» σημειώνει η κυρία Βακαλούδη.
Τον 4ο αιώνα π.Χ. η θεωρία του Πλάτωνα περί των δαιμόνων, τους οποίους θεωρούσε κάτι μεταξύ θνητού και αθανάτου και με αποστολή να μεταφράζουν τις θελήσεις των θεών στους ανθρώπους αλλά και να μεταφέρουν τις επικλήσεις των τελευταίων προς τις θεότητες, υπήρξε καθοριστική για την κυριάρχηση της λατρείας των δαιμόνων στην Ελλάδα. Ο Αριστοτέλης εξάλλου έβλεπε την περσική μαγεία ως φιλοσοφία, όπως επίσης τις θεωρίες των Βαβυλωνίων, των Ασσυρίων και Χαλδαίων, των γυμνοσοφιστών των Ινδιών και άλλων. Σημειώνεται ωστόσο ότι και οι δύο εξέφραζαν την αποστροφή τους για τη μαύρη μαγεία που στόχευε στη βλάβη και στον θάνατο των ανθρώπων. Εξάλλου τα εγκλήματα μαγείας και φαρμακείας τιμωρούνταν πολύ αυστηρά από την πολιτεία.
Τα φυλακτά
Οι πλέον φημισμένες μάγισσες φαρμακίδες στην Ελλάδα ήταν Θεσσαλές, οι οποίες θεωρούνταν ότι είχαν τη δυνατότητα να κατεβάζουν τη Σελήνη από τον ουρανό και να τη φυλακίζουν ή να προκαλούν έκλειψη Ηλίου!
Δεν είναι περίεργο λοιπόν που όλοι κατέφευγαν σε φυλακτά για να τους προστατεύουν από το Κακό.
Ειδική ομάδα φυλακτών εξάλλου υπήρχε για την προστασία των γυναικών από ασθένειες, οι οποίες προκαλούνταν λόγω, υποτίθεται, μετακινήσεων της μήτρας. Τα συγκεκριμένα φυλακτά λοιπόν, αποτροπαϊκά του κακού, εξόρκιζαν τη μήτρα να μείνει στη θέση της: «μένειν επί τω τόπω». Και «είναι μάλλον περιττό να αναφέρω σε ποια σύγχρονη έκφραση διαιωνίζεται ο εξορκισμός "έλα μήτρα στον τόπο σου"» σημειώνει ο κ. Χανιώτης.
Ιδιαίτερη κατηγορία αποτελούσαν οι κατάδεσμοι μεταξύ αντιδίκων στο δικαστήριο όπου οι κατάρες έρχονταν επομένως ως αρωγοί της προσδοκίας για δικαιοσύνη.
Ενδιαφέρον έχει, όπως επισημαίνει ο κ. Χανιώτης, ότι αρχικώς καμία από αυτές τις τελετουργίες δεν έκανε διάκριση ανάμεσα στο δίκαιο και στο άδικο. Κάτι που άρχισε να αλλάζει από την Κλασική εποχή με τον Ευριπίδη να είναι ο πρώτος που διακρίνει την καθαρότητα του σώματος από την καθαρότητα της ψυχής. «Τα χέρια μου είναι καθαρά μα η ψυχή μου έχει μίασμα» όπως λέει χαρακτηριστικά η Φαίδρα στον Ιππόλυτο.
Οι λόγοι αλλαγής της νοοτροπίας δεν ήταν ωστόσο θρησκευτικοί αλλά κοινωνικοί. Από τα τέλη του 7ου αιώνα π.Χ. ο Δράκων έχει κάνει τη διάκριση μεταξύ του φόνου εκ προμελέτης και του φόνου εξ αμελείας και σιγά σιγά η ικεσία γίνεται ισχυρή όταν συνοδεύεται με το επιχείρημα της δικαιοσύνης. Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις όμως η μαγεία ουδεμία είχε σχέση με το δίκαιον. Διατηρώντας έναν δικό της χώρο μέσα στις λαϊκές παραδόσεις κατόρθωσε να επιζήσει και στην εποχή του Χριστιανισμού αναπροσαρμοζόμενη κάθε φορά στις νέες συνθήκες.
Γυναίκα-μάγισσα
«Αν η ορολογία της μαγείας στον αρχαιοελληνικό κόσμο δείχνει μια ιδιαίτερη προτίμηση στο ανδρικό φύλο, αφού χρησιμοποιείται κατ' εξοχήν το ανδρικό γένος για την απόδοση μαγικών ιδιοτήτων στον άνθρωπο (αγύρτης, νυκτοπόλος, γόης, μύστης, φαρμακεύς), η μαγεία και όχι μόνον η ερωτική είναι αποκλειστικά έργο γυναικών». Αυτά αναφέρει για τη «Γυναίκα-Μάγισσα: Θνητή και Αθάνατη» η δόκτωρ Αφροδίτη Αβαγιανού.
Η Ελένη στην «Οδύσσεια» προσφέρει το «νηπενθές» ρόφημα που χαρίζει σε όποιον το πιει τη λήθη. Η Κίρκη δίνει στους συντρόφους του Οδυσσέα κάτι αντίστοιχο ώστε να τους μετατρέψει σε ζώα. Η ελληνική μυθολογία περιλαμβάνει πολλές περιπτώσεις μαγισσών, οι οποίες χρησιμοποιούν μαγικά βότανα για διαφόρους σκοπούς. Η Μήδεια είναι μία από αυτές, συνδεόμενη μάλιστα στενά με την Εκάτη, η οποία κατά τον Διόδωρο τον Σικελιώτη ήταν το αρχέτυπο της φαρμακευτικής μαγείας, η φαρμακεύτρα. Οπως δείχνουν άλλωστε οι παραστάσεις στα αγγεία η Σελήνη, τα άγρια ζώα και οι δάδες είναι ο συνδετικός κρίκος μεταξύ τους. Ετσι και στην αρπαγή του χρυσόμαλλου δέρατος από τον Ιάσονα η Μήδεια βρίσκεται ανάμεσα στην Εκάτη και τους Ολύμπιους θεούς.