Τρίτη 31 Μαρτίου 2020

Βουτιά στην ανοσία

Ήταν ένα από κείνα τα απογεύματα του Απρίλη, περιμένοντας το Πάσχα, πριν από την Μεγάλη Εβδομάδα. Ο καιρός γενικά ήταν εξαιρετικός, ακόμη και για την Άνοιξη. Που σημαίνει ότι είχαν ξεκινήσει όλες αυτές οι μαζώξεις που χαρακτήριζαν το χωριό μας. Οι άντρες στα καφενεία, οι γυναίκες, στον απόηχο της μέρας, να μαζεύονται στις γωνιές με τις «γκομοράδες», σχολιάζοντας τα πάντα και τα παιδιά να παίζουν στις γειτονιές.


Είχαμε βγει με τους «Κουπούρδηδες» (τον Γιώργο και τον Ντίνο) να παίξουμε… «πόλεμο». Η μάνα μου ακόμη μέσα στο σπίτι μαζί με την Ουρανία, την αδελφή μου, ενώ ο πατέρας μου ετοιμαζόταν να πάει στο καφενείο. Κάποια στιγμή, η αναζήτηση του «εχθρού» με έκανε να έχω ανέβει στη μάντρα του στάβλου που είχαμε απέναντι απ’ το πατρικό μου. Πλήρης εξαρτήσεων, με αυτά τα αυτοσχέδια ξύλινα «πολυβόλα» ανά χείρας και μερικές παλιές λουρίδες του παππού ή του μπαμπά, χιαστί στο στήθος, που έπαιζαν το ρόλο των δεσμίδων.

Να θυμίσω εδώ, ότι ο  παλιός Ασπρόπυργος ήταν πήχτρα στους στάβλους, έντονο στοιχείο της ανάπτυξης του τόπου, που στα περισσότερα σπίτια βρίσκονταν μέσα στις αυλές, δίνοντας το ψωμί της οικογένειας σε πάρα πολλές από αυτές. Σε όλους  τους στάβλους υπήρχε μια «τάξη». Ο στεγασμένος χώρος που σταβλίζονταν τα ζώα στα παχνιά τους, έξω η στέρνα που τις βγάζαμε μια-μια να πιούν νερό και -συνήθως- σε μια γωνιά του χώρου, περιφραγμένος και ανοικτός στην μια πλευρά ο χώρος που μαζεύαμε την κοπριά με τα καρότσια, μέχρι να έλθει ο «Μουλάτσης» να την πάρει και ξανά απ΄ την αρχή. Η μάντρα που είχα ανέβει, λοιπόν, «αναζητώντας τον εχθρό», ήταν η μια πλευρά αυτού του περιφραγμένου χώρου, αυτή που βρισκόταν από την πλευρά του δρόμου. 

Εξοικειωμένοι ΌΛΟΙ οι «αυτόχθονες ιθαγενείς» με τις «ευωδιές», ΔΕΝ μας ενοχλούσαν, εν αντιθέσει με τους έξωθεν επισκέπτες που ανάμεσα στα πιασίματα της μύτης και τις εκφράσεις απέχθειας, ξεστόμιζαν κανένα «…μα πως αντέχετε;» Ανεβασμένος λοιπόν πάνω στη μάντρα, έξω ο δρόμος, μέσα ο λόφος της κοπριάς, βλέπω τον πατέρα μου να ανοίγει την εξώπορτα και να φεύγει για το καφενείο. Γυρνώντας προς το μέρος μου, μου είπε ένα 
  • «Πρόσεχε! Θα πέσεις!...»  
Κι έφυγε… Κάπου είχε χαλαρώσει το παιχνίδι, δεν θυμάμαι τι είχε συμβεί και στεκόμουν στην μάντρα, στη πάνω γωνία της, εκεί που γειτνίαζε με το σπίτι των Κατσαρών, του Γιάννη, του Τάσου και του Μάκη, όρθιος, περιμένοντας. Ξάφνου, πετάχτηκε ο Ντίνος, 
  • «Γερμανοί!...» 
Και κάνω να τρέξω…

Όπως καταλαβαίνετε, βούτηξα στη κοπριά! Έπεσα μέσα και χάθηκα! Βουβάθηκε ο κόσμος! Ενστικτωδώς, σηκώθηκα όρθιος, πνιγμένος από την κορυφή μέχρι τα νύχια και άκουσα όλον αυτόν τον πανικό, μια καταστροφή! Η μάνα μου να φωνάζει…
  • «Μόι ποπο-ζ! Ου βρα!». 
(Το Μόι ποπο-ζ είναι απόγνωσης σημαντικόν κι έχει την έννοια του «Παναγία μου» στη γλώσσα των Θεών και των Ηρώων. «Σκοτώθηκε!»

Η θεία-Τσάνα (Αλεξάνδρα), η μαμά των Κατσαρών, να τρέχει να φωνάξει τον θείο-Μήτσο, τον «Αμερικάνο» να έλθει να βοηθήσει να με τραβήξουν, η Βούλα του Μελέτ-Μυλωνά να τραβάει τα μαλλιά της, ωρυόμενη…
  • «Κου βάτε, ντιάλι; Κου ίστ αι ιβογκ-λ;» (Που πήγε το παιδί; Που είναι ο μικρός;)
Η δε Βιβή, η κόρη του Φωτ-Αντώνη, η κολλητή της μάνας μου, να τρέχει να φωνάζει τον θείο-Τέλη για βοήθεια. Η μόνη ψύχραιμη (τουλάχιστον έτσι έδειχνε) ήταν η θεία-Κούλα, η γυναίκα του Φωτ-Αντώνη…
  • «Θα βγει! Και θα' ναι μια χαρά!»
Η μεγάλη πόρτα του στάβλου άνοιξε κι όλος αυτός ο κόσμος, συνωστίστηκε μπροστά από τον λόφο της κοπριάς, με εμένα στη μέση του, να εξέχει το κεφάλι μου! Η συγχωρεμένη η μάνα μου να φωνάζει…
  • «Κακούργε!...», «Που θα μπεις;…» 
Θυμάμαι είχε έλθει ο Τέλης ο Μιχαήλ με τον πεθερό του, τον Φωτ-Αντώνη κι  ο Τάσος ο Κατσαρός, οι οποίοι βέβαια δεν τολμούσαν να κάνουν βήμα προς τα μένα! Κι εγώ; Περπατούσα κανονικά να βγω και για κάποιο λόγο, που μέχρι σήμερα αδυνατώ να εξηγήσω, δεν μπορούσα να μυρίσω απολύτως τίποτε!

Όταν γύρισε ο πατέρας μου, η μάνα μου με είχε πλύνει με το λάστιχο στην αυλή, τα ρούχα -εννοείται- πετάχτηκαν, μου έδωσε ένα μπερντάκι, που έβαλα και στη τσέπη! Αμ, να ‘χεις βουτήξει στο σκατό, αμ, το ξύλο- ξύλο! Προς γνώση και συμμόρφωση! Η μάνα μου είχε πάρει τηλέφωνο κι είχε έλθει κι ο Γιατρός, ο Φώτης ο Τσεβάς, που η μάνα μου εμπιστευόταν όσο κανέναν και ακολουθούσε κατά γράμμα τις υποδείξεις του. Κάπου ανάμεσα στο κυνηγητό από τον πατέρα μου και την εξέταση από τον Γιατρό, θυμάμαι που μου είπε…
  • «Ρε μπαγάσα, για ένα πράγμα είμαι σίγουρος. Βούτηξες στην ανοσία!» 
και γυρνώντας προς τη μάνα μου...
  • «Αγαθούλα, ΔΕΝ θα πάθει τίποτε από εδώ και πέρα στη ζωή του». 
Δεν ξέρω τι είδε ο Γιατρός, αλλά εγώ μέχρι σήμερα το Βιβλιάριο Ασθενείας (έκδοση 1977), το έχω πεντακάθαρο!...