ΗΠΑ ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ. Η συνηθισμένη αντίδραση στην υπερβολική ανισοκατανομή του πλούτου είναι ότι αποτελεί ένα ντροπιαστικό πρόβλημα, το οποίο πρέπει να λυθεί
Ο πλουσιότερος Νεοϋορκέζος, ο Ντέιβιντ Κοχ, υπολογίζεται ότι έχει μια περιουσία περίπου 12 δισ. δολαρίων. Οι φτωχότεροι Νεοϋορκέζοι, 1,5 εκατομμύριο άνθρωποι με εισοδήματα χαμηλότερα από το όριο της φτώχειας, «αξίζουν» όλοι μαζί... τίποτα -ή ίσως λιγότερο.
Ο Ντέιβιντ Κοχ, με άλλα λόγια, αθροιστικά αξίζει 12 δισεκατομμύρια περισσότερο απ' ό,τι το 1/5 των κατοίκων της πόλης. Πώς σας κάνει αυτό να νιώθετε; Ανάλογα με την οικονομική σας κατάσταση, μπορεί να σας κάνει να νιώθετε φτωχός: Ο Ντέιβιντ Κοχ αξίζει 11,99999 δισεκατομμύρια περισσότερο απ' ό,τι εγώ! Ή, πιο αισιόδοξα: Δόξα τω Θεώ, αξίζω περισσότερο από το τίποτα. Ή, με ενοχές: Πώς μπορώ εγώ να παραπονούμαι που δεν έχω αρκετά, ενώ οι άλλοι δεν έχουν τίποτα; Ή με θυμό: Ο Ντέιβιντ Κοχ είναι ένα σύμβολο ενός από τα μεγαλύτερα κακά της κοινωνίας!
Αν ανήκετε στην τελευταία κατηγορία, διαδώστε τουλάχιστον τη δυσαρέσκεια: από τους 400 πλουσιότερους Αμερικανούς πολίτες, σύμφωνα με το περιοδικό «Forbes», οι 45 κατοικούν στη Νέα Υόρκη, και καθένας έχει μια περιουσία που αποτιμάται γύρω στο 1 δισ. δολάρια. Φανταστείτε ότι αν οι 45 ξαφνικά αποφάσιζαν να δώσουν τη μισή τους περιουσία στους φτωχούς της πόλης, ο καθένας από τους 1,5 εκατομμύριο ανθρώπους θα έπαιρνε μια επιταγή άνω των 45.000 δολαρίων!
Το γεγονός ότι υπάρχει ένα εντυπωσιακό χάσμα μεταξύ πλουσίων και φτωχών δεν είναι κάτι καινούργιο και δεν περιορίζεται μόνο στη Νέα Υόρκη: οι ΗΠΑ, ως κράτος, βλέπουν την ανισοκατανομή του πλούτου να διευρύνεται δραματικά τις τελευταίες δύο δεκαετίες. Αλλά το φαινόμενο είναι πιο έντονο εδώ: το Μανχάταν έχει την υψηλότερη ανισότητα εισοδήματος ανάμεσα στις περίπου 3.000 κομητείες της χώρας. Στη Νέα Υόρκη μπορείς να συναντήσεις τύπους που εμπορεύονται μεγάλα ιδιωτικά λίαρ τζετ τύπου Gulfstream IV και άλλους -ένα πραγματικά αξιοσέβαστο ποσοστό- να αγωνίζονται προκειμένου να έχουν φαγητό στο τραπέζι τους.
Ενα από τα χαρακτηριστικά της Νέας Υόρκης ήταν ανέκαθεν η οικονομική της ποικιλία, δηλαδή η συγκατοίκηση πολλών και διαφορετικών κοινωνικών ομάδων σε περιορισμένο χώρο. Η πόλη είναι χαραγμένη με ταξικά σύνορα, τα οποία βέβαια δεν φαίνονται σε κάποιον τουριστικό χάρτη, όπου άτομα από διαφορετικά οικονομικά επίπεδα διασταυρώνονται, συγκρούονται, συνυπάρχουν. Για ορισμένους, αυτή η συγκατοίκηση είναι μία από τις πιο ελκυστικές ιδιότητες της Νέας Υόρκης και για άλλους είναι πηγή δυσφορίας και ενοχής. Παρά την τεράστια οικονομική ανομοιογένεια πολλοί ισχυρίζονται ότι μια σημαντική επαφή από ανθρώπους διαφορετικών τάξεων είναι η εξαίρεση και όχι ο κανόνας. Και υπάρχουν πολλοί λόγοι που αυτές οι διαφορές είναι περισσότερο ορατές εδώ. Το Μανχάταν είναι η τρίτη πιο ακραία και ανομοιογενής περιοχή σε επίπεδο εισοδημάτων στις ΗΠΑ, ενώ στη λίστα με τις πρώτες 50 περιοχές συγκαταλέγονται άλλες τρεις περιοχές της Νέας Υόρκης, το Μπρονξ, το Μπρούκλιν και Στάτεν Αϊλαντ.
Η προστασία των πλουσίων
Στη Νέα Υόρκη η πυκνότητα υπαγορεύει αναγκαστικά και τη γειτνίαση: αν η οικιστική εξάπλωση στα προάστια είναι απάντηση στην ανισότητα, αυτή δεν είναι λύση για τη Νέα Υόρκη, όπου πολλοί χαμηλόμισθοι προστατεύονται αποτελεσματικά από τις εξώσεις. Ευτυχώς για τους τελευταίους το ενοικιοστάσιο έχει αρκετές δικλίδες ασφαλείας και κανόνες προστασίας για τους ενοικιαστές, την ώρα που περισσότερο από το 10% των διαμερισμάτων που ενοικιάζονται ελέγχονται από τις αρχές της πολιτείας. Ωστόσο και οι πλούσιοι έχουν τη δική τους προστασία. Ο Ντέιβιντ Χέιλ, κοινωνιολόγος του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας στο Λος Αντζελες, ο οποίος διαμένει μόνιμα στη Νέα Υόρκη, λέει ότι οι πλούσιοι ποτέ δεν εγκαταλείπουν τη Νέα Υόρκη όπως εγκαταλείπουν άλλες πόλεις. Υποστηρίζει ότι η Γουόλ Στριτ, οι δημόσιες συγκοινωνίες, τα πολιτιστικά δρώμενα και οι νόμοι, σύμφωνα με τους οποίους ιδιοκτήτες διαμερισμάτων επιλέγουν τους ενοικιαστές ή αγοραστές τους, μετατρέπουν το Μανχάταν σε ένα προστατευόμενο πλούσιο γκέτο.
«Αυτό που υπάρχει στη Νέα Υόρκη είναι μάζες πλουσίων», υποστηρίζει. «Δεν το συναντάς στο Λος Αντζελες. Δεν είναι λογικό για κάποιον πλούσιο στο Λος Αντζελες να αναμιχθεί με διάφορα κοινωνικά στρώματα. Δεν θα ένιωθαν άνετα και νομίζω ότι σε πολλά μέρη της χώρας δεν θα το επιχειρούσαν. Η Νέα Υόρκη όμως είναι μια διαφορετική περίπτωση».
Ντροπιαστικό πρόβλημα
Η συνηθισμένη αντίδραση στην υπερβολική ανισοκατανομή του πλούτου είναι ότι αποτελεί ένα ντροπιαστικό πρόβλημα, το οποίο πρέπει να λυθεί. Παρ' όλο που αυτή η θέση, συναισθηματικά, έχει λογική, αξίζει να αναρωτηθούμε εάν είναι πράγματι αληθινή. Παρ' όλο το γεγονός ότι κάποιοι άνθρωποι περνούν καλύτερα από κάποιους άλλους, αυτό εξυπηρετεί σαν ωμή υπενθύμιση: Είναι πραγματικά κακό που ο Ντέιβιντ Κοχ, μόνος του, αξίζει περισσότερο από 1,5 εκατομμύριο Νεοϋορκέζους; Ή απλώς ο Κοχ, ο δήμαρχος Μπλούμπεργκ, ο επιχειρηματίας Ντόναλντ Τραμπ, η τηλεπαρουσιάστρια Μάρθα Στιούαρτ και χιλιάδες άλλοι μυθικά πλούσιοι Νεοϋορκέζοι, αποτελούν παραδείγματα του Αμερικανικού Ονείρου που εξακολουθεί να υφίσταται; (Δούλεψε σκληρά και μπορείς να γίνεις ένας από εμάς).
Εάν κάποιος ενστερνίζεται το Αμερικανικό Ονειρο -ή το επιδιώκει- θα ανακουφιστεί ακούγοντας ότι κάποιοι οικονομολόγοι πιστεύουν ότι η διαφορά στον πλούτο δεν είναι, πρακτικά, πρόβλημα και ότι τα πλούτη αποτελούν, στην πράξη, όφελος για την κοινωνία. Βάσει αυτής της άποψης, το γεγονός ότι οι πλούσιοι γίνονται πλουσιότεροι ανταποκρίνεται στην αρχή Παρέτο, η οποία υποστηρίζει ότι η οικονομική αλλαγή είναι θετική αν βοηθά τουλάχιστον ένα άτομο χωρίς να ζημιώνει κανένα.
Θέσεις εργασίας
Οι πλούσιοι άνθρωποι, συνεχίζει η θεωρία του διάσημου οικονομολόγου, δεν ζημιώνουν τους φτωχούς ή την κοινωνία όταν γίνονται πλουσιότεροι· απλώς βοηθούν τους εαυτούς τους. Σε ορισμένες περιπτώσεις βοηθούν και άλλους. Αποταμιεύουν και επενδύουν βουνά κεφαλαίου, βοηθούν στη δημιουργία θέσεων εργασίας, προϊόντων και υπηρεσιών. Στηρίζουν την «υψηλή κουλτούρα» με έναν τρόπο που οι άνθρωποι, αυτοί που αγωνίζονται για να βγάλουν το νοίκι, απλά δεν μπορούν. Πληρώνουν υψηλότερο από τα εισοδήματά τους ποσοστό σε φόρους. Και δίνουν εκατομμύρια για τη φιλανθρωπία.
Παρ' όλο που η φιλανθρωπία θεωρείται μια απασχόληση που ελαττώνει τις ενοχές για εκείνους που έχουν ήδη συγκεντρώσει πολύ περισσότερα απ' όσα μπορεί ποτέ να χρειαστούν, έχει δημιουργήσει εκπληκτική αξία σε αυτήν την πόλη. Από τον Αντριου Κάρνεγκι, ο οποίος χάρισε περίπου το 90% της περιουσίας του, έως την οικογένεια Ροκφέλερ, τον Τζορτζ Σόρος και τον Ντέιβιντ Κοχ (ο οποίος χάρισε 200 εκατομμύρια δολάρια όλα αυτά τα χρόνια), οι πλούσιοι Νεοϋορκέζοι έχουν κάνει μεγάλα άλματα στην προσπάθεια αντιμετώπισης των κοινωνικών προβλημάτων. Για παράδειγμα, όπως έγινε πρόσφατα γνωστό, ένας εργένης, ανώνυμος δωρητής, έδωσε 30 εκατομμ. δολάρια σε κάποιους οργανισμούς κοινωνικών υπηρεσιών και στα πέντε γεωγραφικά διαμερίσματα της Νέας Υόρκης.
Μπορεί κάποιος να επιχειρηματολογήσει σχετικά με το εάν τέτοια ποσά θα κατανέμονταν καλύτερα από τους κυβερνητικούς μηχανισμούς ανακατανομής πλούτου (για παράδειγμα από τους φόρους), αλλά τέτοιες τακτικές θεωρούν κάποιοι πως τείνουν προς περιορισμένη οικονομική ανάπτυξη και κάνοντάς το αυτό ζημιώνουν και τους φτωχούς. Σε αυτήν τη χώρα το πρόβλημα είναι το πώς θα βρεθεί η ισορροπία μεταξύ μιας ταχύτατης οικονομικής ανάπτυξης και μιας λογικής ισοκατανομής του πλούτου, αλλά η απάντηση της πλειοψηφίας δεν φαίνεται να είναι το να δυσχεραίνουν τον τρόπο να γίνει κανείς πλούσιος. Το πραγματικό κοινωνικό πρόβλημα, λένε οικονομολόγοι όπως ο Μάρτιν Φέλντσταϊν του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ, δεν είναι η ανισότητα αλλά η φτώχεια. Η οργάνωση «Συμμαχία Κατά της Πείνας» εκτιμά ότι 425 χιλιάδες από τους 3,6 εκατομμύρια ενήλικους εργαζομένους της Νέας Υόρκης (βλ. σχετικό παρακάτω πίνακα) δεν έχουν αρκετά χρήματα για να σιτιστούν. Και είναι δύσκολο να διαφωνήσει κανείς στο ότι μεταξύ των δύο κακών -της ανισοκατανομής του πλούτου και της φτώχειας- το δεύτερο είναι πολύ πιο σοβαρό.
Προάσπιση της ισότητας
Ο Φέλντσταϊν γρήγορα διευκρινίζει ότι, σίγουρα, υπάρχουν πάρα πολλοί άνθρωποι που δεν «χάφτουν» το επιχείρημα ότι οι πλούσιοι δεν ζημιώνουν κανέναν όταν γίνονται πλουσιότεροι. «Κάποιοι βλέπουν την ανισότητα σαν κάτι τόσο μη ανεκτό, που θεωρούν ότι η αύξηση του εισοδήματος των πλουσίων είναι κάτι "κακό"» έγραψε πρόσφατα στο περιοδικό «Nation». «Ενα τέτοιο άτομο, το οποίο θα περιέγραφα ως "μοχθηρό προασπιστή της ισότητας", θα προσπαθούσε να συμφιλιώσει αυτήν τη θέση με την αρχή του Παρέτο λέγοντας: «Με φέρνει σε χειρότερη οικονομική κατάσταση το να βλέπω τους πλούσιους να γίνονται πλουσιότεροι"».
Η «μοχθηρή προάσπιση της ισότητας» δεν είναι ιδιαίτερα ελκυστική φιλοσοφία, αλλά είναι εύκολο το να καταλάβει κανείς γιατί έχει τόσους οπαδούς. Μια πληθώρα μελετών που δημοσίευσαν αμερικανικές εφημερίδες έδειξαν ότι τα χρήματα μπορούν να αγοράσουν την ευτυχία, κυρίως στις χαμηλότερες βαθμίδες της οικονομικής κλίμακας. Οταν δεν έχεις την οικονομική δυνατότητα να αγοράσεις τροφή και να έχεις στέγη, είναι πολύ πιθανόν να είσαι δυστυχής, άσχετα με το τι άλλο μπορεί να συμβαίνει στη ζωή σου. Ακόμα και στις μεσαίες προς ανώτερες βαθμίδες, τα χρήματα συνδέονται με ένα αίσθημα ευημερίας: εάν βγάζεις περισσότερα απ' ό,τι οι γείτονές σου και οι ομότιμοί σου, τείνεις να είσαι ευτυχέστερος απ' ό,τι αν βγάζεις λιγότερα (και το αντίστροφο). Με άλλα λόγια, η ανισότητα μας κάνει δυστυχισμένους, άσχετα με το πόσα έχουμε -τουλάχιστον αν βρισκόμαστε στην κατηγορία, της κλίμακας, εκείνων που έχουμε λιγότερα απ' ό,τι οι φίλοι μας.
Οι πιέσεις μέσα στις σχέσεις με το κοινωνικό περιβάλλον είναι αναπόφευκτες στο πλούσιο Μανχάταν, την οικονομική πρωτεύουσα του κόσμου... Χάρη στις τεράστιες μισθολογικές διαφορές μεταξύ των μεγαλύτερων βιομηχανιών της πόλης, φίλοι με την ίδια ευφυΐα, εκπαίδευση, υπόβαθρο και ηθική, σε ό,τι έχει σχέση με την εργασία, μπορούν πολύ γρήγορα να απέχουν στο οικονομικό φάσμα. Μόλις λίγα χρόνια μετά το κολέγιο, το οικονομικό χάσμα μεταξύ ενός ατόμου, στα 20 και κάτι, αφιερωμένου στην τέχνη ή στη μη κερδοσκοπική εργασία, και ενός συμμαθητή του, επίσης αφιερωμένου, ας πούμε, στην επενδυτική εταιρεία «Morgan Stanley», μπορεί να είναι τεράστιο.
Μια συνηθισμένη αγωνία γι' αυτές τις διαφορές απορρέει από την τάση που έχουν οι Νεοϋορκέζοι μεταξύ τους να μοιράζουν το κόστος σε ατομική βάση και όχι βάσει εισοδήματος. Τέτοιες μοιρασιές περιορίζονται τυπικά σε κάποιο γεύμα, πού και πού στα έξοδα για το ταξί. Ετσι ο προϋπολογισμός «πηγαίνει πίσω» μόνο λίγες εβδομάδες. Αλλά κάποια παραδείγματα ποικίλλουν και φτάνουν σε πολύ ακραίες καταστάσεις. Ενας γνωστός διηγήθηκε τι συνέβη στα τεσσαρακοστά γενέθλια ενός καλοστεκούμενου φίλου του. Ο εορτάζων, που οργάνωσε τη γιορτή για τον οποίο τα χρήματα ήταν πάντα μέσο για καλοπέραση και ζωντανές αναμνήσεις, τίμησε το γεγονός κλείνοντας μέσα σε μια εβδομάδα το ακόλουθο πρόγραμμα: ταξίδι με ιδιωτικό τζετ στο Μιλάνο, δύο νύκτες στη Villa d' Este (ένα θέρετρο του 16ου αιώνα που βρίσκεται κοντά στο σπίτι του Τζορτζ Κλούνεϊ, στις όχθες της λίμνης Κόμο), σκι στην Ελβετία και μια ημερήσια εκδρομή στη Βενετία.
Οι αντιδράσεις μεταξύ των προσκεκλημένων φίλων ήταν ποικίλες. Οι φίλοι του από τη Γουόλ Στριτ ήταν φαν του ιταλικού στιλ και κουλτούρας. Οι μη κεφαλαιούχοι, που είχαν πολλά χρήματα αλλά όχι τόσο πολλά ώστε να μη χρειάζεται να τα μετράνε, έμειναν κατάπληκτοι -γιατί όχι απλά ένα ωραίο δείπνο; Και εκείνοι που δεν είχαν τα προς το ζην, κόντεψαν να πάθουν καρδιακή προσβολή. Αυτό δεν συζητείται για να εξισωθεί με το συγκριτικά επιπόλαιο πρόβλημα εισοδηματικής διαφοράς μεταξύ ιδιαίτερα μορφωμένων φίλων που βρίσκονται στην κατάσταση της φτώχειας, αλλά για να απεικονίσει τις πιέσεις που ασκούνται από το συγκρινόμενο πλούτο στη Νέα Υόρκη.
Αμερικάνικο όνειρο
Μια σχολή απόψεων σχετικά με τις διαφορές στα εισοδήματα υποστηρίζει ότι είναι κακό για την κοινωνία, όχι μόνο λόγω των συγκρίσεων αλλά και διότι συχνά συνοδεύεται από μείωση στην οικονομική κινητικότητα. Για να θεωρούνται εμπνευστές και όχι άρχουσα τάξη ολιγαρχών, ο δήμαρχος Μάικλ Μπλούμπεργκ και άλλοι εργάζονται στο να πιστέψουν οι φτωχοί άνθρωποι ότι και εκείνοι μπορούν να φτάσουν τόσο ψηλά. Χωρίς τη δυνατότητα για κινητικότητα, όπως ισχυρίζεται ο οικονομολόγος Τίμοθι Σμίντινιγκ, οι διαφορές στον πλούτο μπορεί να οδηγήσουν στο έγκλημα, σε έλλειψη κοινωνικής συνοχής και μειωμένης συμμετοχής στην κοινότητα.
Στο σημείο αυτό υπάρχουν ενδείξεις ότι η ροή της μετανάστευσης και η ευκαιρία που έκανε το Αμερικανικό Ονειρο τμήμα της εθνικής ταυτότητας, αποτελεί ιστορία. Σύμφωνα με τον Τομ Χερτζ του Αμερικανικού Πανεπιστημίου, υπάρχει λιγότερο από 2% πιθανότητα ένας Αμερικανός, που γεννήθηκε από γονείς το εισόδημα των οποίων είναι τουλάχιστον 60% όλων των εισοδημάτων, να φτάσει στο υψηλότερο 5%. Εν τω μεταξύ, οι Αμερικανοί που γεννήθηκαν με γονείς που αντιστοιχούν στο 20% έχουν πιθανότητες 40% να παραμείνουν χαμηλά. Μεταξύ των 9 χωρών με υψηλά εισοδήματα, που μελέτησε ο Χερτζ, μόνο η Βρετανία είχε χαμηλότερους ρυθμούς κινητικότητας. Για τα 3/4 των Νεοϋορκέζων που δεν έχουν πτυχία κολεγίων, η πρόκληση ανοδικής κινητικότητας μπορεί να είναι ιδιαίτερα οξεία. Η μόρφωση βρίσκεται στην κορυφή της λίστας του Χερτζ, η οποία περιλαμβάνει τους παράγοντες που επηρεάζουν τις πιθανότητες σύμφωνα, με τις οποίες κάποιος μπορεί να καταλήξει σε υψηλότερη βαθμίδα απ' ό,τι οι γονείς του. Ακολουθούν η φυλή και η υγεία.
Για κάθε Ντέιβιντ Κομάνσκι, πρώην πρόεδρο της «Merrill Lynch» που μεγάλωσε στο Μπρονξ, παράτησε το κολέγιο και κατάφερε να φτάσει στην κορυφή, και για κάθε Σταν Ο' Νιλ, νυν πρόεδρο της «Merrill Lynch», που ξεκίνησε σε μια γραμμή παραγωγής της αυτοκινητοβιομηχανίας «General Motors» και κατάφερε να τελειώσει τη σχολή της Διοίκησης Επιχειρήσεων του Χάρβαρντ, υπάρχουν ένα εκατομμύριο Νεοϋορκέζοι οι οποίοι δεν είναι πιθανό να καταφέρουν να φτάσουν κάπου. Το Αμερικανικό Ονειρο εξακολουθεί να είναι αληθινό, αλλά είναι τώρα λιγότερο εύκολο, απ' ό,τι ήταν, να καταφέρει κανείς να το πραγματοποιήσει, και οι ίσες ευκαιρίες είναι δυστυχώς ένας μύθος.
Η Νέα Υόρκη λένε ότι άλλαξε πολύ μέσα σε αυτά τα 30 χρόνια, από τότε δηλαδή που η βία και η εγκληματικότητα κυριαρχούσαν παντού. Η πόλη έγινε πιο πλούσια, πιο καθαρή και πιο ασφαλής και χάρη στην πρόσφατη εκπληκτική έκρηξη της αγοράς ακινήτων, δεν υπάρχουν πλέον νοητές ταξικές γραμμές στο Μανχάταν. Τα θαυμάσια παλιά σπίτια (brownstones) είναι τώρα αξίας 2 εκατομμ. δολαρίων -μια ανάπτυξη που ωφέλησε τους ιδιοκτήτες τους, ακόμα και εάν οδήγησε κάποιους κατοίκους μακριά.
Θα ήταν δύσκολο να πει κάποιος ότι έπειτα από τρεις δεκαετίες αυξανόμενου πλούτου, η πόλη δεν είναι σε καλύτερη οικονομική κατάσταση απ' ό,τι ήταν τη δεκαετία του '70. Ταυτόχρονα, είναι δύσκολο να μην προσέξει κάποιος ότι το Μανχάταν έχει χάσει αρκετή από την οικονομική και πολιτισμική του ποικιλομορφία, καθώς το ακατάσχετο κύμα αγοραστών γης πλημμυρίζει σχεδόν κάθε γειτονιά. Πολλοί, παλιοί κάτοικοι του Μανχάταν παραπονιούνται για τέτοιες αλλαγές. Λένε ότι το διαμέρισμα έχει γίνει μια ανανεωμένη παιδική χαρά για πλούσιους κεφαλαιούχους, χρηματιστές, μεγαλοδικηγόρους και διεθνείς επιχειρηματίες. Χάθηκε η τόλμη, η νιότη, η δημιουργική ενέργεια που μεγάλωσε γενιές καλλιτεχνών, συγγραφέων και ηθοποιών.
Καλλιτεχνική κοινότητα
Αλλά η οικονομική ποικιλία και οι καλλιτεχνικές δονήσεις δεν έχουν αφήσει την πόλη· απλά μετανάστευσαν λίγο πιο έξω. Εάν ψάχνετε για μια ακμάζουσα καλλιτεχνική κοινότητα πάρτε το τρένο L με κατεύθυνση το Ουίλιαμσπεργκ. Εάν ψάχνετε για την εθνική και οικονομική ποικιλία που όριζε πριν από 30 χρόνια τη βορειοδυτική πλευρά του Μανχάταν, δοκιμάστε τα Fort Green και Prospect Heights. Εάν ψάχνετε για ενδείξεις για οικονομική κινητικότητα, κατευθυνθείτε προς το Κουίνς, όπου, ωθούμενοι από την επιτυχία των μεταναστών απο τη νοτιοανατολική Ασία, τα νοικοκυριά των μαύρων βγάζουν τώρα περισσότερα χρήματα απ' ό,τι εκείνα των λευκών.
Η οικονομική και πολιτιστική εξέλιξη υπήρξε σταθερός παράγοντας της ιστορίας της Νέας Υόρκης. Και έπειτα, οι πολυτελείς, τώρα, αποθηκευτικοί χώροι στο κέντρο της πόλης, που αποτελούσαν φθηνά καλλιτεχνικά στούντιο στις δεκαετίες του '60 και του '70, υπήρξαν κάποτε χρεοκοπημένες αποθήκες και εργοστάσια. Η αλλαγή μπορεί να είναι επώδυνη, αλλά η στασιμότητα είναι αδύνατη. Και ένα αυξανόμενο επίπεδο ζωής, το οποίο ουσιαστικά απολαμβάνει η πόλη αυτές τις τελευταίες δεκαετίες, είναι καλύτερο απ' ό,τι ένα επίπεδο ζωής που ελαττώνεται.
ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ: Το μεγαλύτερο ποσοστό φτώχειας στις ΗΠΑ
Οριακή αύξηση (14,8%) παρουσίασε την προηγούμενη διετία το ποσοστό της φτώχειας στην πολιτεία της Νέας Υόρκης, σε σχέση με το διάστημα 2003-2004 (14,6%), σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση του Αμερικανικού Κέντρου Απογραφής.
Η Νέα Υόρκη είναι η μόνη πολιτεία που η φτώχεια και το συνολικό εισόδημα, συμπεριλαμβανομένων και των επενδυτικών εσόδων, αυξήθηκαν δημιουργώντας επίπεδο ανισότητας στην κατανομή πλούτου. Το ποσοστό φτώχειας στην πόλη συνεχίζει να είναι το υψηλότερο από το μέσο ποσοστό φτώχειας σε ολόκληρη την αμερικανική επικράτεια και είναι σημαντικά πιο υψηλό από το μέσο όρο της πολιτείας (13,8%) τη διετία 1999-2000.
Στην πόλη της Νέας Υόρκης το ποσοστό είναι στατιστικά στα ίδια υψηλά επίπεδα (19,1%) με τα προηγούμενα χρόνια, το οποίο μεταφράζεται ότι 1 στους 5 κατοίκους ζει κάτω από το όριο της φτώχειας που χρηματικά ορίζεται με 15.577 δολάρια ετησίως για μια τριμελή οικογένεια. Η περιοχή του Μπρονξ εξακολουθεί με βάση τους δείκτες να αποτελεί μια από τις πιο φτωχές περιοχές στις ΗΠΑ, με ποσοστό φτώχειας που αγγίζει το 29%, ενώ το ποσοστό παιδικής φτώχειας ξεπερνά το 40%.
Σύμφωνα με στοιχεία της οργάνωσης «Συμμαχία Κατά της Πείνας», από τους 9 εκατομμ. εργαζόμενους στην πολιτεία της Νέας Υόρκης το 2004, οι 836 χιλιάδες (9%) ζούσαν σε οικογένειες που δεν είχαν επαρκή σίτιση. Μόνο στην πόλη της Νέας Υόρκης από τους 3,6 εκατομμ. εργαζόμενους, 425 χιλιάδες (12%) ζουν σε σπίτια όπου δεν υπάρχει επαρκής σίτιση. «Σε μια πολιτεία με τόσο πλούτο όπως η Νέα Υόρκη, είναι απαράδεκτο ότι περισσότεροι από 800 χιλιάδες εργαζόμενοι δεν κερδίζουν αρκετά χρήματα για να θρέψουν τις οικογένειές τους», δήλωσε τον περασμένο Αύγουστο στην εφημερίδα «New York Times» ο Τζόελ Μπεργκ, επικεφαλής της «Συμμαχίας Κατά της Πείνας». «Αυτά τα σοκαριστικά νούμερα, σε συνδυασμό με την αύξηση της φτώχειας στην πολιτεία και στην πόλη, πρέπει να αφυπνίσουν τους κυβερνητικούς αξιωματούχους και τους επιχειρηματίες».
Τα νέα στοιχεία που δημοσιοποιήθηκαν το περασμένο φθινόπωρο έρχονται στο φως σε μια περίοδο, σύμφωνα με αξιωματούχους του δήμου, όπου η συμμετοχή στο πρόγραμμα παροχής φαγητού με κουπόνια έχει μειωθεί στη Νέα Υόρκη, μια τάση που ισχυρίζονται ότι οφείλεται στη βελτίωση της οικονομίας για τους χαμηλόμισθους. Η παραπάνω άποψη όμως αμφισβητήθηκε έντονα απο τον Τζόελ Μπεργκ. «Αν κάποιος υποστηρίζει ότι η οικονομία βελτιώνεται για τους χαμηλόμισθους στη Νέα Υόρκη και ότι δεν χρειάζονται πλέον το πρόγραμμα σίτισής τους, προκαλώ να επισκεφθούν τα κέντρα παροχής συσσιτίου. Αν το πράξουν, θα ανακαλύψουν τον αυξανόμενο αριθμό των Νεοϋορκέζων που εργάζονται αλλά δεν κερδίζουν αρκετά για να θρέψουν τις οικογένειές τους».
Αναφορικά με το πρόβλημα των αστέγων της πόλης, όταν οι ενώσεις πολιτών και οι εθελοντές θέλησαν μέσα στο 2006 να ερευνήσουν και τα 5 γεωγραφικά διαμερίσματα της Νέας Υόρκης (Μανχάταν, Κουίνς, Μπρούκλιν, Στάτεν Αϊλαντ, Μπρονξ) για να καταγράψουν τους άστεγους στους δρόμους, κατέληξαν στους παρακάτω αριθμούς: 1.021 στο Μανχάταν, 778 στο Μπρούκλιν, 551 στο Μπρονξ, 211 στο Στάτεν Αϊλαντ και 66 στο Κουίνς. Επιπλέον, στην ίδια έρευνα, υπολογίστηκε ότι 1.216 άστεγοι διανυκτερεύουν στα βαγόνια του μετρό και στους υπόγειους σταθμούς του.
Η υπηρεσία του Δήμου της Νέα Υόρκης για τους αστέγους υποστηρίζει ότι οι παραπάνω αριθμοί είναι μια ρεαλιστική εκτίμηση μια κρύας νύχτας στην πόλη, αλλά οι οργανώσεις που υποστηρίζουν τους αστέγους λένε ότι η μεθολογία που χρησιμοποιείται στη συγκεκριμένη έρευνα έχει αρκετά ψεγάδια και λάθη. Μια άλλη έρευνα που διεξήχθη από δυο καθηγητές του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης (NYU) μετά την επίσημη καταμέτρηση του 2005, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υπάρχουν επιπλέον 6-12% άστεγοι στο μετρό, 31-44% στους δρόμους του Μανχάταν και 48-68% στα άλλα διαμερίσματα που δεν έχουν καταμετρηθεί για πολλούς και διαφορετικούς λόγους.
Σύμφωνα με την έκθεση της οργάνωσης «Συμμαχία για τους Αστέγους», από την περίοδο 2000-2006 έχει καταγραφεί ότι ένας μέσος όρος 32.609 αστέγων Νεοϋορκέζων χρησιμοποίησαν τα καταφύγια του δήμου κάθε βράδυ, σε σύγκριση με τους 23.295 τη δεκαετία του '80. Την ίδια περίοδο τα καταφύγια χρησιμοποίησαν 3.947 οικογένειες, ενώ την περίοδο 2000-2006 διπλασιάστηκαν και έφτασαν τις 7.640. Η πιο δραματική αύξηση όμως παρατηρήθηκε στον αριθμό των παιδιών που αναζήτησαν καταφύγιο. Συγκεκριμένα ένας μέσος όρος 13.616 αναζητά καθημερινά καταφύγιο, μια αύξηση της τάξης του 55% σε σχέση με τη δεκαετία του '90. Παρουσιάζοντας τα τελευταία στατιστικά στοιχεία, η επικεφαλής της «Συμμαχίας για τους Αστέγους», Μαρί Σάλιβαν, εκτίμησε ότι «η δεκαετία που διανύουμε μετατρέπεται στη χειρότερη δεκαετία από την εποχή της οικονομικής κρίσης του '29».
Η Νέα Υόρκη είναι η μόνη πολιτεία που η φτώχεια και το συνολικό εισόδημα, συμπεριλαμβανομένων και των επενδυτικών εσόδων, αυξήθηκαν δημιουργώντας επίπεδο ανισότητας στην κατανομή πλούτου. Το ποσοστό φτώχειας στην πόλη συνεχίζει να είναι το υψηλότερο από το μέσο ποσοστό φτώχειας σε ολόκληρη την αμερικανική επικράτεια και είναι σημαντικά πιο υψηλό από το μέσο όρο της πολιτείας (13,8%) τη διετία 1999-2000.
Στην πόλη της Νέας Υόρκης το ποσοστό είναι στατιστικά στα ίδια υψηλά επίπεδα (19,1%) με τα προηγούμενα χρόνια, το οποίο μεταφράζεται ότι 1 στους 5 κατοίκους ζει κάτω από το όριο της φτώχειας που χρηματικά ορίζεται με 15.577 δολάρια ετησίως για μια τριμελή οικογένεια. Η περιοχή του Μπρονξ εξακολουθεί με βάση τους δείκτες να αποτελεί μια από τις πιο φτωχές περιοχές στις ΗΠΑ, με ποσοστό φτώχειας που αγγίζει το 29%, ενώ το ποσοστό παιδικής φτώχειας ξεπερνά το 40%.
Σύμφωνα με στοιχεία της οργάνωσης «Συμμαχία Κατά της Πείνας», από τους 9 εκατομμ. εργαζόμενους στην πολιτεία της Νέας Υόρκης το 2004, οι 836 χιλιάδες (9%) ζούσαν σε οικογένειες που δεν είχαν επαρκή σίτιση. Μόνο στην πόλη της Νέας Υόρκης από τους 3,6 εκατομμ. εργαζόμενους, 425 χιλιάδες (12%) ζουν σε σπίτια όπου δεν υπάρχει επαρκής σίτιση. «Σε μια πολιτεία με τόσο πλούτο όπως η Νέα Υόρκη, είναι απαράδεκτο ότι περισσότεροι από 800 χιλιάδες εργαζόμενοι δεν κερδίζουν αρκετά χρήματα για να θρέψουν τις οικογένειές τους», δήλωσε τον περασμένο Αύγουστο στην εφημερίδα «New York Times» ο Τζόελ Μπεργκ, επικεφαλής της «Συμμαχίας Κατά της Πείνας». «Αυτά τα σοκαριστικά νούμερα, σε συνδυασμό με την αύξηση της φτώχειας στην πολιτεία και στην πόλη, πρέπει να αφυπνίσουν τους κυβερνητικούς αξιωματούχους και τους επιχειρηματίες».
Τα νέα στοιχεία που δημοσιοποιήθηκαν το περασμένο φθινόπωρο έρχονται στο φως σε μια περίοδο, σύμφωνα με αξιωματούχους του δήμου, όπου η συμμετοχή στο πρόγραμμα παροχής φαγητού με κουπόνια έχει μειωθεί στη Νέα Υόρκη, μια τάση που ισχυρίζονται ότι οφείλεται στη βελτίωση της οικονομίας για τους χαμηλόμισθους. Η παραπάνω άποψη όμως αμφισβητήθηκε έντονα απο τον Τζόελ Μπεργκ. «Αν κάποιος υποστηρίζει ότι η οικονομία βελτιώνεται για τους χαμηλόμισθους στη Νέα Υόρκη και ότι δεν χρειάζονται πλέον το πρόγραμμα σίτισής τους, προκαλώ να επισκεφθούν τα κέντρα παροχής συσσιτίου. Αν το πράξουν, θα ανακαλύψουν τον αυξανόμενο αριθμό των Νεοϋορκέζων που εργάζονται αλλά δεν κερδίζουν αρκετά για να θρέψουν τις οικογένειές τους».
Αναφορικά με το πρόβλημα των αστέγων της πόλης, όταν οι ενώσεις πολιτών και οι εθελοντές θέλησαν μέσα στο 2006 να ερευνήσουν και τα 5 γεωγραφικά διαμερίσματα της Νέας Υόρκης (Μανχάταν, Κουίνς, Μπρούκλιν, Στάτεν Αϊλαντ, Μπρονξ) για να καταγράψουν τους άστεγους στους δρόμους, κατέληξαν στους παρακάτω αριθμούς: 1.021 στο Μανχάταν, 778 στο Μπρούκλιν, 551 στο Μπρονξ, 211 στο Στάτεν Αϊλαντ και 66 στο Κουίνς. Επιπλέον, στην ίδια έρευνα, υπολογίστηκε ότι 1.216 άστεγοι διανυκτερεύουν στα βαγόνια του μετρό και στους υπόγειους σταθμούς του.
Η υπηρεσία του Δήμου της Νέα Υόρκης για τους αστέγους υποστηρίζει ότι οι παραπάνω αριθμοί είναι μια ρεαλιστική εκτίμηση μια κρύας νύχτας στην πόλη, αλλά οι οργανώσεις που υποστηρίζουν τους αστέγους λένε ότι η μεθολογία που χρησιμοποιείται στη συγκεκριμένη έρευνα έχει αρκετά ψεγάδια και λάθη. Μια άλλη έρευνα που διεξήχθη από δυο καθηγητές του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης (NYU) μετά την επίσημη καταμέτρηση του 2005, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υπάρχουν επιπλέον 6-12% άστεγοι στο μετρό, 31-44% στους δρόμους του Μανχάταν και 48-68% στα άλλα διαμερίσματα που δεν έχουν καταμετρηθεί για πολλούς και διαφορετικούς λόγους.
Σύμφωνα με την έκθεση της οργάνωσης «Συμμαχία για τους Αστέγους», από την περίοδο 2000-2006 έχει καταγραφεί ότι ένας μέσος όρος 32.609 αστέγων Νεοϋορκέζων χρησιμοποίησαν τα καταφύγια του δήμου κάθε βράδυ, σε σύγκριση με τους 23.295 τη δεκαετία του '80. Την ίδια περίοδο τα καταφύγια χρησιμοποίησαν 3.947 οικογένειες, ενώ την περίοδο 2000-2006 διπλασιάστηκαν και έφτασαν τις 7.640. Η πιο δραματική αύξηση όμως παρατηρήθηκε στον αριθμό των παιδιών που αναζήτησαν καταφύγιο. Συγκεκριμένα ένας μέσος όρος 13.616 αναζητά καθημερινά καταφύγιο, μια αύξηση της τάξης του 55% σε σχέση με τη δεκαετία του '90. Παρουσιάζοντας τα τελευταία στατιστικά στοιχεία, η επικεφαλής της «Συμμαχίας για τους Αστέγους», Μαρί Σάλιβαν, εκτίμησε ότι «η δεκαετία που διανύουμε μετατρέπεται στη χειρότερη δεκαετία από την εποχή της οικονομικής κρίσης του '29».
ΗΠΑ: Η ψαλίδα μεταξύ πλουσίων και φτωχών μεγαλώνει
Το ποσοστό της φτώχειας αυξήθηκε (από 30 σε 40 εκατ. πολίτες)
Η αίσθηση ότι οι ΗΠΑ είναι ένα ιδιαίτερο μέρος όπου το κάθε παιδί μπορεί όταν μεγαλώσει να γίνει πρόεδρος της χώρας, όπου η αξιοκρατία και η φιλοδοξία υπερτερούν της οικογενειοκρατίας και της κοινωνικής τάξης, προέρχεται από την εποχή του Βενιαμίν Φραγκλίνου.
Ο ίδιος, αν και υπήρξε το 15ο τέκνο μια φτωχής οικογένειας, που ξεκίνησε αδέκαρος να ασχολείται με την τυπογραφία, μετά από λίγα χρόνια κατέληξε τόσο πλούσιος που στα 42 του αποσύρθηκε και ασχολήθηκε με την πολιτική και τη διπλωματία.
Ακόμα και ο Καρλ Μαρξ είχε αποδεχθεί την Αμερική ως χώρα της ευκαιρίας, δίνοντας την εξής εξήγηση για την έλλειψη της ταξικής συνείδησης στις ΗΠΑ: «Η θέση του εργάτη είναι για ένα μεγάλο κομμάτι του αμερικανικού λαού ένα προσωρινό στάδιο το οποίο είναι σίγουροι ότι θα αφήσουν αργά ή γρήγορα». Η «υπόσχεση» ότι ένα παιδί γεννημένο στη φτώχεια δεν είναι παγιδευμένο είναι η ουσία του αυτοχαρακτηρισμού της Αμερικής. Αλλά η πραγματικότητα της κοινωνικής κινητικότητας είναι περισσότερο σύνθετη από ένα μύθο.
Οσο διευρύνεται το χάσμα μεταξύ πλούσιων και φτωχών από το 1970, οι πιθανότητες ένα παιδί που θα γεννηθεί στη φτώχεια να καταλήξει πλούσιος -ή ένα πλούσιο παιδί... να κατρακυλήσει στη μεσαία τάξη- παραμένουν μηδαμινές. Παρά τις κοινωνικές μεταρρυθμίσεις (εξαιτίας των κοινωνικών κινημάτων από τα τέλη της δεκαετίας του '50 μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του '70) και την εξάπλωση της δημόσιας ανώτερης παιδείας, οι Αμερικανοί πολίτες θα παραμείνουν στις ίδιες κοινωνικές τάξεις στις οποίες ανήκαν οι γονείς τους πριν από 35 χρόνια.
Αν και οι Αμερικανοί θεωρούν ότι η χώρα τους είναι ένα μέρος με εξαιρετικές ευκαιρίες, τα στοιχεία αποδεικνύουν το αντίθετο. Ερευνες την τελευταία δεκαετία αποδεικνύουν ότι οι ΗΠΑ είναι μια κοινωνία με χαμηλότερη κινητικότητα από ό,τι πίστευαν κάποτε. «Από το τέλος της δεκαετίας του '80, όλα τα οικονομικά πλεονεκτήματα ή μειονεκτήματα των προγόνων τους εξαφανίζονται σε τρεις γενιές» έγραψε ο νομπελίστας Γκάρι Μπέκερ, του Πανεπιστημίου του Σικάγο. Συγκεντρωτικά στατιστικά δεδομένα από το 1995 έχουν οδηγήσει τους οικονομολόγους και κοινωνιολόγους σε νέα αποτελέσματα: Οι λόγοι που οδηγούν πλέον σε μια κοινωνική κινητικότητα είναι πολύ πιο αργοί. Η πλειονότητα όμως της αμερικανικής κοινής γνώμης πιστεύει ότι η χώρα τους παραμένει ένας τόπος με μεγάλες οικονομικές και επαγγελματικές δυνατότητες. Η ιδέα αυτή εξηγεί το γεγονός γιατί οι Αμερικανοί εργαζόμενοι έχουν ανεχθεί -περισσότερο από τους Ευρωπαίους- την ολοένα και αυξανόμενη ανισότητα.
Αυτή η λογική βέβαια καθορίζει την αμερικανική και οικονομική πολιτική. Η τεχνολογία, η παγκοσμιοποίηση, οι απελευθερωμένες αγορές τείνουν να μειώνουν κατά πολύ τον βασικό μισθό, ενώ αυξάνουν τους μισθούς των ανώτερων στελεχών των επιχειρήσεων.
Παρά τη γενικευμένη πεποίθηση ότι οι ΗΠΑ παραμένουν πιο κινητική κοινωνία από την Ευρώπη, οικονομολόγοι και κοινωνιολόγοι υποστηρίζουν ότι ένα παιδί που ξεκινά από τη φτώχεια στην Ευρώπη ή στον Καναδά έχει καλύτερες πιθανότητες κάποια στιγμή να ευημερήσει. «Οι ΗΠΑ και η Βρετανία εμφανίζονται οι λιγότερες κινητικές κοινωνίες ανάμεσα στις πλούσιες χώρες», υποστηρίζει ο οικονομολόγος Μάιλς Κόρακ του Πανεπιστημίου του Κέμπριτζ. «Η Γαλλία και Γερμανία είναι περισσότερο κινητικές από ό,τι οι ΗΠΑ κι ο Καναδάς, ενώ ακόμα πιο αισιόδοξα μηνύματα έρχονται από τις σκανδιναβικές χώρες».
Ο πρώην πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ, Αλαν Γκρίνσπαν, είχε προειδοποιήσει πριν αποχωρήσει από τη θέση του ότι η εισοδηματική διαφορά μεταξύ πλουσίων και του υπόλοιπου πληθυσμού στις ΗΠΑ έχει μεγαλώσει τόσο πολύ που ενδέχεται να απειλήσει τη σταθερότητα του ίδιου του δημοκρατικού καπιταλισμού.
Η σημερινή οικονομική πραγματικότητα -σε αριθμούς- είναι ενδεικτική:
Του Θανάση Τσίτσα , από την ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ του Σαββάτου 31 Μαρτίου 2007 Ο ίδιος, αν και υπήρξε το 15ο τέκνο μια φτωχής οικογένειας, που ξεκίνησε αδέκαρος να ασχολείται με την τυπογραφία, μετά από λίγα χρόνια κατέληξε τόσο πλούσιος που στα 42 του αποσύρθηκε και ασχολήθηκε με την πολιτική και τη διπλωματία.
Ακόμα και ο Καρλ Μαρξ είχε αποδεχθεί την Αμερική ως χώρα της ευκαιρίας, δίνοντας την εξής εξήγηση για την έλλειψη της ταξικής συνείδησης στις ΗΠΑ: «Η θέση του εργάτη είναι για ένα μεγάλο κομμάτι του αμερικανικού λαού ένα προσωρινό στάδιο το οποίο είναι σίγουροι ότι θα αφήσουν αργά ή γρήγορα». Η «υπόσχεση» ότι ένα παιδί γεννημένο στη φτώχεια δεν είναι παγιδευμένο είναι η ουσία του αυτοχαρακτηρισμού της Αμερικής. Αλλά η πραγματικότητα της κοινωνικής κινητικότητας είναι περισσότερο σύνθετη από ένα μύθο.
Οσο διευρύνεται το χάσμα μεταξύ πλούσιων και φτωχών από το 1970, οι πιθανότητες ένα παιδί που θα γεννηθεί στη φτώχεια να καταλήξει πλούσιος -ή ένα πλούσιο παιδί... να κατρακυλήσει στη μεσαία τάξη- παραμένουν μηδαμινές. Παρά τις κοινωνικές μεταρρυθμίσεις (εξαιτίας των κοινωνικών κινημάτων από τα τέλη της δεκαετίας του '50 μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του '70) και την εξάπλωση της δημόσιας ανώτερης παιδείας, οι Αμερικανοί πολίτες θα παραμείνουν στις ίδιες κοινωνικές τάξεις στις οποίες ανήκαν οι γονείς τους πριν από 35 χρόνια.
Αν και οι Αμερικανοί θεωρούν ότι η χώρα τους είναι ένα μέρος με εξαιρετικές ευκαιρίες, τα στοιχεία αποδεικνύουν το αντίθετο. Ερευνες την τελευταία δεκαετία αποδεικνύουν ότι οι ΗΠΑ είναι μια κοινωνία με χαμηλότερη κινητικότητα από ό,τι πίστευαν κάποτε. «Από το τέλος της δεκαετίας του '80, όλα τα οικονομικά πλεονεκτήματα ή μειονεκτήματα των προγόνων τους εξαφανίζονται σε τρεις γενιές» έγραψε ο νομπελίστας Γκάρι Μπέκερ, του Πανεπιστημίου του Σικάγο. Συγκεντρωτικά στατιστικά δεδομένα από το 1995 έχουν οδηγήσει τους οικονομολόγους και κοινωνιολόγους σε νέα αποτελέσματα: Οι λόγοι που οδηγούν πλέον σε μια κοινωνική κινητικότητα είναι πολύ πιο αργοί. Η πλειονότητα όμως της αμερικανικής κοινής γνώμης πιστεύει ότι η χώρα τους παραμένει ένας τόπος με μεγάλες οικονομικές και επαγγελματικές δυνατότητες. Η ιδέα αυτή εξηγεί το γεγονός γιατί οι Αμερικανοί εργαζόμενοι έχουν ανεχθεί -περισσότερο από τους Ευρωπαίους- την ολοένα και αυξανόμενη ανισότητα.
Αυτή η λογική βέβαια καθορίζει την αμερικανική και οικονομική πολιτική. Η τεχνολογία, η παγκοσμιοποίηση, οι απελευθερωμένες αγορές τείνουν να μειώνουν κατά πολύ τον βασικό μισθό, ενώ αυξάνουν τους μισθούς των ανώτερων στελεχών των επιχειρήσεων.
Παρά τη γενικευμένη πεποίθηση ότι οι ΗΠΑ παραμένουν πιο κινητική κοινωνία από την Ευρώπη, οικονομολόγοι και κοινωνιολόγοι υποστηρίζουν ότι ένα παιδί που ξεκινά από τη φτώχεια στην Ευρώπη ή στον Καναδά έχει καλύτερες πιθανότητες κάποια στιγμή να ευημερήσει. «Οι ΗΠΑ και η Βρετανία εμφανίζονται οι λιγότερες κινητικές κοινωνίες ανάμεσα στις πλούσιες χώρες», υποστηρίζει ο οικονομολόγος Μάιλς Κόρακ του Πανεπιστημίου του Κέμπριτζ. «Η Γαλλία και Γερμανία είναι περισσότερο κινητικές από ό,τι οι ΗΠΑ κι ο Καναδάς, ενώ ακόμα πιο αισιόδοξα μηνύματα έρχονται από τις σκανδιναβικές χώρες».
Ο πρώην πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ, Αλαν Γκρίνσπαν, είχε προειδοποιήσει πριν αποχωρήσει από τη θέση του ότι η εισοδηματική διαφορά μεταξύ πλουσίων και του υπόλοιπου πληθυσμού στις ΗΠΑ έχει μεγαλώσει τόσο πολύ που ενδέχεται να απειλήσει τη σταθερότητα του ίδιου του δημοκρατικού καπιταλισμού.
Η σημερινή οικονομική πραγματικότητα -σε αριθμούς- είναι ενδεικτική:
- Το 1980, το μέσο διευθυντικό στέλεχος (CEO) μιας εταιρείας έπαιρνε 40 φορές περισσότερα από ένα μέσο εργάτη, ενώ σήμερα πληρώνεται... 400 φορές περισσότερα.
- Σε εθνικό επίπεδο, το 25% των Αφροαμερικανών ζει κάτω από το όριο της φτώχειας.
- Το ποσοστό της φτώχειας αυξήθηκε (από 30 σε 40 εκατ. πολίτες) δραματικά τα τελευταία 20 χρόνια και παρατηρείται ότι η κατάσταση χειροτέρεψε ακόμη περισσότερο με τη μέχρι σήμερα διακυβέρνηση Μπους.
- Ο αριθμός των Αμερικανών χωρίς ιατρική ασφάλεια αυξήθηκε κατά 1,4 εκατ. και έφτασε στα 45 εκατ. ή το 15,6% του πληθυσμού. Το εισόδημα μιας μέσης οικογένειας έχει παραμείνει στα 43.318 δολάρια.
- Το 2005 το όριο φτώχειας για μια τετραμελή οικογένεια ήταν 17.079 δολ.