1. Εκτός από τους Γερμανούς, στην έλλειψη τροφίμων οδήγησε και ο ναυτικός αποκλεισμός για ένα χρόνο απ’ τους συμμάχους.
2. Η διοικητική διαίρεση της κατεχόμενης Ελλάδας σε 13 ζώνες, μεταξύ των οποίων απαγορευόταν η διακίνηση προϊόντων, είχε ολέθριες συνέπειες, ιδιαίτερα για την Αθήνα που δεν διέθετε δική της αγροτική παραγωγή.
Η έρευνα της καθηγήτριας του Πανεπιστημίου Νιούκασλ Βιολέτας Χιονίδου «Famine and Death in Occupied Greece» (Λιμός και Θάνατος στην Κατεχόμενη Ελλάδα) εκδόθηκε πρόσφατα από το Πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ και περιέχει στοιχεία που εμπλουτίζουν τα έως σήμερα δεδομένα:
*Μία από τις πιο διαδεδομένες ερμηνείες είναι ότι ο λιμός στα πρώτα χρόνια της Κατοχής (1941-1942) οφειλόταν στο ότι οι Γερμανοί και οι Ιταλοί κατάσχεσαν όλη την ετήσια σοδειά.
Έλλειψη σιτηρών
Όμως, όπως δείχνει η Χιονίδου, αυτές οι κατασχέσεις αφορούσαν αγαθά (πορτοκάλια και λεμόνια στη Χίο, λάδι στη Λέσβο και σταφίδες στην Κρήτη) που ήταν ήδη αποθηκευμένα. Και, κατά συνέπεια, είχαν ελάχιστες επιπτώσεις στην έκρηξη του λιμού.
*Καθοριστικό ρόλο στο ξέσπασμα του λιμού έπαιξε, κατά τη συγγραφέα, ο ναυτικός αποκλεισμός των Άγγλων, που επιβλήθηκε αμέσως μετά την κατάληψη της Ελλάδας. Κι αυτό γιατί αν και το 60% του πληθυσμού ήταν, τότε, αγρότες, η επιβίωσή του εξαρτάτο από τις εισαγωγές τροφίμων. Υπολογίζεται ότι προπολεμικά το 30%- 45% των σιτηρών που κατανάλωνε η χώρα ήταν εισαγόμενα. Κατανοεί, λοιπόν, εύκολα κανείς τις συνέπειες που είχε ο αποκλεισμός στη διατροφική κατάσταση των Ελλήνων.
*Ανατρέχοντας σε αδημοσίευτα έγγραφα του Φόρεϊν Οφις, η Χιονίδου αποκαλύπτει συγκρούσεις εντός της βρετανικής κυβέρνησης σχετικά με το θέμα του αποκλεισμού: Από την μια πλευρά ο υπουργός Εξωτερικών Άντονι Ίντεν επέμενε να δοθεί βοήθεια στην Ελλάδα, Όμως είχε να αντιμετωπίσει τον υπουργό Οικονομικού Πολέμου Χίου Ντάλτον, που δεν ήθελε να ακούσει για οποιαδήποτε άρση του εμπάργκο. Στη διαμάχη η πλάστιγγα έγειρε υπέρ του δεύτερου, όταν ο Τσόρτσιλ υποστήριξε τη συνέχιση του ναυτικού αποκλεισμού. Στη συζήτηση παρενέβη και το Βατικανό, το οποίο έκανε έκκληση για παροχή βοήθειας στην Ελλάδα, όμως η έκκληση απορρίφθηκε αμέσως από τη βρετανική κυβέρνηση. Όμως και στη Βρετανία υπήρχαν πολλές φωνές που υποστήριζαν την επανάληψη της βοήθειας προς τους λιμοκτονούντες Έλληνες, όπως ο αρχιεπίσκοπος του Καντερμπέρι, οι Κουέκερς, καθώς και η γνωστή ανθρωπιστική οργάνωση Oxfam. Όμως η βρετανική κυβέρνηση παρέμενε ανένδοτη.
*Τον Δεκέμβριο του 1941, ο λιμός είχε φτάσει στο αποκορύφωμά του, με εκατοντάδες ανθρώπους να πεθαίνουν στους δρόμους. Τότε παρενέβη η αμερικανική κυβέρνηση, εκφράζοντας την ανησυχία της στη Βρετανία για την κατάσταση στην Ελλάδα, και ζητώντας να απαντήσει στις κατηγορίες ότι ευθυνόταν για τον λιμό στη χώρα. Η αμερικανική παρέμβαση προκάλεσε πανικό στη βρετανική κυβέρνηση και μια σειρά υπομνημάτων από το Φόρεϊν Οφις προς το υπουργικό συμβούλιο. Ενα τέτοιο υπόμνημα αναφέρει: «Αν επιτρέψουμε στους Έλληνες να πεθάνουν από τον λιμό, θα πρέπει να υπολογίσουμε μετά τον πόλεμο σε μια εχθρική και αλυτρωτική Ελλάδα, που θα αποτελούσε μια σημαντική στρατηγική αδυναμία...». Μια άλλη έκθεση τόνιζε τις επιπτώσεις που θα είχε στη βρετανική κυβέρνηση «αν γίνει ευρύτερα γνωστή η κατάσταση και αν η κοινή γνώμη πεισθεί ότι η πολιτική μας ευθύνεται έστω και εν μέρει για το γεγονός ότι λιμοκτονούν οι πιο θαραλλέοι από τους συμμάχους μας». Ενα τηλεγράφημα του υπουργού Εξωτερικών στον Τσόρτσιλ ανέφερε ότι «ανεξάρτητα από το πόσο ο εχθρός ευθύνεται για τον λιμό, πιστεύω ότι η Ιστορία θα κρίνει αυστηρά την πολιτική μας».
Η αλλαγή στάσης των ΗΠΑ δεν έμεινε μόνο στα λόγια. Τον Ιανουάριο του 1942 η κυβέρνηση των ΗΠΑ σε συνεργασία με τον Ερυθρό Σταυρό άρχισε να δρομολογεί μεταφορές σιτηρών από την Αμερική στην Τουρκία, με τελικό προορισμό την Ελλάδα. Αυτό το ντε φάκτο «σπάσιμο» του εμπάργκο από τις ΗΠΑ ανάγκασε τελικά και τη Βρετανία να αλλάξει πολιτική. Βρετανικά έγγραφα, στις 18 Ιανουαρίου 1942, αναφέρουν ότι «η αμερικανική κυβέρνηση μας προτρέπει έντονα να επιτρέψουμε την αποστολή σιτηρών». Τον Φεβρουάριο του 1942 η Αγγλία τερμάτισε τον ναυτικό αποκλεισμό, με αποτέλεσμα να επαναληφθεί η αποστολή βοήθειας και τροφίμων στην Ελλάδα. Ετσι, στις 21 Μαρτίου 1942 έφτασε στον Πειραιά η πρώτη αποστολή τροφίμων που είχε την έγκριση της βρετανικής κυβέρνησης. Παράλληλα, ο αρχιτέκτονας του αποκλεισμού Ντάλτον μετατέθηκε σε άλλο υπουργείο.
Στο μεταξύ είχε πεθάνει το 5% του πληθυσμού της χώρας από έναν λιμό που θεωρείται ο τελευταίος μεγάλος λιμός της ευρωπαϊκής Ιστορίας.
*Μια άλλη διαδεδομένη ερμηνεία για τον λιμό είναι ότι οφειλόταν στους «μαυραγορίτες», που αποθηκεύοντας τα τρόφιμα δημιουργούσαν ελλείψεις.
Όμως και αυτή την άποψη αμφισβητεί η μελέτη της Ελληνίδας καθηγήτριας. Σύμφωνα με τη Χιονίδου, τις ελλείψεις τις προκάλεσε ο κατακερματισμός της αγοράς και οι έλεγχοι των τιμών, ενώ η «μαύρη αγορά», στην οποία συμμετείχαν λίγο πολύ όλοι, μάλλον άμβλυνε την κατάσταση.
*Η Ελλάδα μετά την παράδοσή της διαιρέθηκε σε τρεις ζώνες: Τη βουλγαρική (Βόρεια Ελλάδα), τη γερμανική (Αθήνα, Κρήτη και ορισμένα νησιά, τμήμα της Μακεδονίας) και την ιταλική (υπόλοιπη Ελλάδα). Επιπλέον, η χώρα χωρίσθηκε σε 13 ζώνες, μεταξύ των οποίων απαγορευόταν η μετακίνηση ανθρώπων ή προϊόντων.
*Αυτός ο κατακερματισμός της αγοράς και οι έλεγχοι των τιμών είχαν ως αποτέλεσμα να σταματήσει κάθε είδους νόμιμη εμπορική συναλλαγή, κάτι που οδηγούσε σε ολοκληρωτική εξάρτηση από την τοπική παραγωγή.
Ετσι, οι τιμές και οι ελλείψεις συγκεκριμένων προϊόντων διέφεραν από ζώνη σε ζώνη, και εκτεθειμένα στον λιμό βρέθηκαν τα μέρη όπου δεν υπήρχε σημαντική παραγωγή τροφίμων: τα αστικά κέντρα, τα απομονωμένα ορεινά χωριά και τα ξερονήσια.
Οι «μαυραγορίτες»
Στο πλαίσιο αυτό, εμφανίστηκε στην Ελλάδα η «μαύρη αγορά», που στην ουσία ήταν το μόνο μέρος από το οποίο μπορούσε κανείς, πλέον, να προμηθευτεί ορισμένα βασικά αγαθά.
*Στην «μαύρη αγορά», συμμετείχε αναγκαστικά όλος σχεδόν ο πληθυσμός, είτε ως αγοραστής είτε ως πωλητής, στο βαθμό που ήταν ο μοναδικός χώρος όπου έβρισκε κανείς τροφή. Ήταν επίσης το μέρος όπου αντάμωναν όλες οι κοινωνικές τάξεις της χώρας.
*Γράφει χαρακτηριστικά η Χιονίδου: «Η τράμπα ή ανταλλαγή, υιοθετήθηκε κατ’ αρχάς από τους χωρικούς και ύστερα από όλους. Κοσμήματα, έπιπλα, μηχανές ραψίματος, ρούχα θα ανταλλάσσονταν για γεωργικά προϊόντα. Στην Χίο, π.χ., οι γυναίκες των ναυτικών που είχαν μείνει στους Βροντάδες θα αντάλλασαν ρούχα και υφάσματα από το εξωτερικό για τρόφιμα στα χωριά. Οι γυναίκες αυτές θα έκλειναν και “ντιλ” με τους ψαράδες, ανταλλάσσοντας ακριβά οικιακά σκεύη, για συγκεριμένο αριθμό ψαριών, που θα έπαιρναν σε δόσεις. Ακόμα και οι ταβέρνες στην κατεχόμενη χώρα λειτουργούσαν στη βάση της ανταλλαγής: ένα ποτό για μια φούχτα ξερά φασόλια».
*Από την άλλη πλευρά, παρ’ όλο που μεγάλο μέρος του πληθυσμού συμμετείχε στην παραοικονομία, κανείς δεν αναγνώριζε τον εαυτό του ως «μαυραγορίτη». «Μαυραγορίτης» ήταν πάντοτε ο Άλλος. Η ρητορική των αρχών, αλλά και της αριστεράς, που ζητούσε την παραδειγματική τιμωρία τους, ήταν -κατά τη συγγραφέα- ο κυριότερος λόγος που πολλοί απέκρυπταν την συμμετοχή τους στην παραοικονομία.
*«Για τους δημόσιους υπαλλήλους μαυραγορίτες ήσαν οι εργάτες, που έκαναν τους μεσάζοντες μεταξύ των χωρικών και των αστών, οι βαρκάρηδες, οι Ιταλοί, οι έμποροι και οι εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα -αλλά ποτέ οι δημόσιοι υπάλληλοι! Για τους εργάτες πάλι, οι μαυραγορίτες ήσαν οι μπακάληδες, οι χωρικοί και οι εύποροι», καταλήγει η συγγραφέας.
Του Τάκη Μίχα (http://tmichas.wordpress.com) από την Ελευθεροτυπία της Δευτέρας, 14 Ιουλίου 2008