Σάββατο 19 Φεβρουαρίου 2011

Περί κλανιάς

Ακολουθεί ένα μικρό λεξικό με την ρίζα [κλαν-…], καθώς και μερικά απ’ τα παράγωγα και τα σύνθετά της.

Αφιερωμένο -ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΑ- σε όλους αυτούς που ΝΟΜΙΖΟΥΝ (!) ότι κάτι κάνουν!
  • κλανάμαξα
Οι βρωμερές κλινάμαξες του ΟΣΕ (Ούτε Σιδηροδρόμους Έχουμε) με τα έξι κρεβάτια σε ένα χώρο 1X1m όπου στοιβάζονται ρωσοπόντιοι, φοιτητές, γύφτοι, φαντάροι, αλβανοί και ό,τι άλλο μπορεί να φανταστεί κανείς για να ταξιδεύσουν βραδινές κυρίως ώρες από Αθήνα-Θεσσαλονίκη... Από το πολύ κλάσιμο (κλάνω...) που έπεφτε εκεί μέσα, τη ζέστη που έκανε λόγω του χαλασμένου εξαερισμού των βαγονιών και την ποδαρίλα, έπρεπε να ήσουν εφοδιασμένος με ειδική στολή ραδιοβιοχημικού πολέμου προκειμένου να βγεις ζωντανός. Ανώνυμες δημοσιογραφικές πηγές αναφέρουν ότι ο Σαντάμ Χουσεϊν είχε χρησιμοποιήσει τις κλανάμαξες στην προσπάθειά του να αναπτύξει όπλα μαζικής καταστροφής. Οι κλανάμαξες ήταν ιδιαίτερα δημοφιλείς την προηγούμενη δεκαετία και όλοι όσοι τις χρησιμοποίησαν θυμούνται με νοσταλγία τις ωραίες ευωδιαστές ώρες που πέρασαν σε αυτές και τους τόσους ενδιαφέροντες ανθρώπους που γνώρισαν κατά τη διάρκεια των πολύωρων ταξιδιών τους (τη δεκαετία του 90 ο μέσος χρόνος Αθήνα-Θεσσαλονίκη κάποιες φορές ξεπέρναγε τις 12 ώρες). π.χ:
-Ρε μαλάκα Τάκη πάλι με κλανάμαξα θα ταξιδεύσουμε για Θεσσαλονίκη;
-Και τι θες να κάνουμε ρε Γιώργο, με 20 ευρώ τι περιμένεις να νοικιάσουμε, κάνα αεροσκάφος;
  • κλάνει ο πεθαμένος;
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει την αδυναμία κάποιου να κάνει κάτι ή γενικότερα πράγματα που δεν είναι δυνατόν να συμβούν.
-Αν μας πιάσει ο Μήτσος την γ@μήσαμε μαλάκα, θα φάμε πολύ ξύλο!
-Ποιος ρε, αυτό το λιμό; Κλάνει ο πεθαμένος;

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Και όμως σύμφωνα με τους ιατροδικαστές κλάνει μετά από τις πρώτες 10 ώρες θανάτου χωρίς καμία πίεση στην κοιλιά, λόγω παραγωγής αερίων σήψης.
  • κλανεινύχτα
Η μάγκικη καληνύχτα, ευχή για καλή νύχτα συνοδευόμενη από πολλά ανακουφιστικά αέρια.
-Μάγκες κλανεινύχτα, τα μελέ το πρωί.
  • κλανί, το
Αποτελεί περιγραφή χρώματος (!) και εντάσσεται σε μία ευρύτερη ομάδα λέξεων που προσπαθούν να προσδιορίζουν ακαθόριστα χρώματα και αποχρώσεις. Όλα ξεκίνησαν πριν από πολλά χρόνια με τις γυναίκες κυρίως να χρησιμοποιούν κάτι περίεργες λέξεις για να περιγράψουν διάφορα χρώματα και αποχρώσεις, κυρίως ρούχων και υφασμάτων, ενίοτε και άλλων πραγμάτων όπως μαλλιών, ψιμυθίων, αξεσουάρ, κ.λπ. Οι λέξεις αυτές ήταν εντελώς ακατανόητες από την πλειονότητα των αρσενικών που στην καλύτερη περίπτωση ζητούσαν επεξηγήσεις, συνήθως όμως περιορίζονταν σε συγκαταβατικό κούνημα του κεφαλιού. Το ελληνικό λεξιλόγιο εμπλουτίστηκε πάραυτα με λέξεις αμφίβολης προέλευσης που επιπλέον τις χαρακτήριζε η θολούρα ως προς την ουσία του χρώματος που σκόπευαν να περιγράψουν, όπως για παράδειγμα:
Εκρού - καθώς και εκρού του νεκρού (σε μια απέλπιδα προσπάθεια επεξήγησης) -, ιβουάρ, εκάι, πετρόλ, αρζάν, βεραμάν, καφέ-ο-λέ, παστέλ, οφ-μπλακ, λιλά, άσπρο του πάγου, αλλά και λουλακί, κροκί, κοραλί, ουρανί, κ.λπ. Καθώς το πράγμα ξεσάλωνε περαιτέρω, επιστρατεύτηκε το φυτικό βασίλειο (σαπιομηλί, λαχανί, φυστικί, ροδί, κανελί, λαδί, κυπαρισσί, καροτί, ροδακινί, κ.λπ) αλλά και το ζωϊκό (ποντικί, ελεφαντί, τιγρέ, λεο-παρδαλέ, καναρινί, κορακί, κ.λπ). Μέχρι εδώ, οι λέξεις αυτές δεν συνιστούν αργκό παρά την εισβολή τους στην καθομιλουμένη. Το θέμα που μας αφορά όμως εδώ είναι η εξέλιξη αυτής της παλέτας που συν τω χρόνω πήρε τη μορφή καζούρας. Πολλοί ήταν αυτοί που, ορμώμενοι από αυτές τις περίεργες περιγραφές χρωμάτων, άρχισαν να τις περιπαίζουν και να αυτοσχεδιάζουν με αποτέλεσμα την επέκταση σε ακόμη πιο σουρεάλ αποχρώσεις. Στην αρχή έκαναν αθώα την εμφάνισή τους πιο χειροπιαστά χρώματα όπως το σκατί, το κουραδί, το τσιρλί, το κατρουλί, το μυξί, για να προστεθούν σύντομα πιο αφηρημένα «χρώματα» όπως το κλανί, το πορδί, το καμπινεδί (το οποίο απαντάται ως προσδιορισμός, π.χ. ροζ καμπινεδί), το κομοδινί κ.ο.κ., καθώς και το κλασικό πλέον σιμπιζάκι (από το γνωστό ανέκδοτο).
Έτσι πλέον μιλάμε για μία γκάμα λέξεων που χρησιμοποιούμε πια στην καθομιλουμένη και μπορεί να χαρακτηριστεί αργκό, όταν θέλουμε να περιγελάσουμε πρόσωπα, αντικείμενα και καταστάσεις που χαρακτηρίζονται από περίεργες έως ανέφικτες πλην όμως γελοίες «χρωματικές αποχρώσεις». Το «κλανί» αποτελεί αντιπροσωπευτικό παράδειγμα της εν λόγω συλλογής. π.χ
1: -Χρυσή μου, πού να στα λέω... εχτές έπεσα πάνω στην Σούλα που έβγαινε από το κομμωτήριο και κόντεψα να παραπατήσω! καλέ τι φανταχτερό κομοδινί έβαψε το μαλλί της!
-Α ναι, την είδα κι εγώ το πρωί στη στάση, καλέ αυτό δεν είναι κομοδινί, προς το πορδί φέρνει για την ακρίβεια!

2: -Κόψε σαραβαλάκι ο παππούς, πώς κυκλοφορεί ρε τούτο ακόμη!
-Κορόλα του '60 φίλε, η πρώτη που κυκλοφόρησε! και από χρώμα δεν μπορείς να πεις ε; σκίζει το τσιρλί!
-Τι τσιρλί ρε, κλανί δε λες καλύτερα;!
  • κλανιέμπα
Ο φόβος, το άγχος.
Επίσης νιώθω φόβο ή άγχος, τα κάνω πάνω μου, τρομάζω. Π.χ
-Μαλάκα έτσι όπως πετάχτηκες μέσα στο σκοτάδι... Πωωω, κλανιέμπα...
  • κλανίκουλας
Ο άνθρωπος που φοβάται πολύ, ο φοβιτσιάρης, ο δειλός. Π.χ
-Ρε, πάμε αύριο να κάνουμε Extreme Snowboard;
-Έεεμμ, άστο καλύτερα, δεν...
-Άντε ρε κλανίκουλα!
  • κλανιόλα
Οικιακό σκεύος της υψηλής κοινωνίας του περασμένου αιώνα, σε σχήμα χωνιού (όπως το χωνί στα παλιά γραμμόφωνα) το οποίο χρησίμευε στο να διοχετεύει τη βρώμα μιας κλανιάς που έπεφτε κάτω από τα σκεπάσματα, μακρυά από το κρεβάτι. Στις μέρες μας ο όρος χρησιμοποιείται υποτιμητικά για γυναίκες που πέφτουν στις παρακάτω κατηγορίες: μπάζο, το, σαύρα, μπουρούχα, γενικά γυναίκες που είναι για κλάσιμο μόνο και τίποτε άλλο.
Π.χ: (Σε δημοπρασία στο Sotheby;s του Λονδίνου)
-Το επόμενο αντικείμενο της συλλογής Γλύξμπουργκ, νούμερο 324 στους καταλόγους σας, η χειροποίητη ασημένια κλανιόλα του Βασιλέως Γεωργίου του Β΄κατασκευασμένη από τον οίκο Bochler (Μπόχλερ) του Αμβούργου το 1894. Τιμή εκκίνησης 75000 στερλίνες. Ακούω 75000;
  • κλανοβαλβίδα, η
Συνώνυμο της κωλοτρυπίδας. Ενώ η λέξη κωλοτρυπίδα προσδιορίζει γεωγραφικά το συγκεκριμένο εξάρτημα τόσο από πλευράς συντεταγμένων όσο και μορφολογίας -αφού κάνει ξεκάθαρα λόγο για μία οπή στην περιοχή των κωλομερίων-, η λέξη κλανοβαλβίδα είναι πιο χρηστική, περιγράφοντας μία εκ των λειτουργιών του προαναφερθέντος εξαρτήματος. Υπό την έννοια αυτή δεν προσφέρεται όταν τα συμφραζόμενα είναι σεξουαλικής φύσεως για ευνοήτους λόγους, αλλά τι να πω, αν κάποιος τη βρίσκει με το κλανίδι (όχι τον χρήστη του slang.gr, το κανονικό, το βρωμερό) δικαίωμά του.
Άλλα συνώνυμα είναι το γκρόβερ, η ροδέλα, η σούφρα, ο ρόζος και τα κωλοφάρδουλα (ή κωλοβάρδουλα).
Συντάσσεται συχνά με το «μου 'φυγε» ή με το «θα σου φύγει» αντικαθιστώντας τον τάκο. Σημαίνει ότι το υποκείμενο του οποίου η κλανοβαλβίδα έφυγε ή θα φύγει, ξαφνιάστηκε, έπαθε πλάκα, τα είδε όλα. Π.χ
1. [ΠΦΦΦΦΦ!!!!!.....]
-Έλεος βρε πούστη άντρα. Έχει χαλάσει η κλανοβαλβίδα σου και κοντεύεις να μας χέσεις; Έχει βρωμίσει όλο το σπίτι. Ήμαρτα!

2.-Εξάρες. Μάλλον πάει για μαρς μεγάλε.
-Αφού σου έχει ανοίξει η κλανοβαλβίδα ρε μπινέ που τολμάς και μιλάς κιόλας...

3. -Καλά, ήρθε η θεία μου από την Αυστραλία και μου 'φυγε η κλανοβαλβίδα μεγάλε. Μιλάμε για ασύλληπτο milf. Έτοιμος ήμουν να τον βγάλω και να τον παίξω.
-Βουρ στον πατσά πρόεδρε.

4. - Άμα δεις το καινούριο το Evo Χ θα σου φύγει η κλανοβαλβίδα. Unpektable.
Ω ρε πούστη Μάκη, μας τα 'χεις κάνει τσουρέκια με τ' αμάξια. Έλεος!
  • κλανόγελο
Έντονος γέλωτας ο οποίος συνοδεύεται από ακατάσχετο, ανελέητο, βροντερό και εν πάση περιπτώσει φρικτή ευωδία. Συνηθέστερο δε είναι ύστερα από κατανάλωση αμυλούχου γεύματος ήτοι φασόλια και άλλα ψυχανθή. Π.χ
Φαίδων: -Έξοχο αστείο! Χα χα (πρρρρρρρ...) χε χε (πρρρ..)
Τίμων: -Εάν εγνώριζα ότι θα πρόβαινες εις κλάνογελον τέτοιας ισχύος, θα σιωπούσα!
  • κλανόδιος (ουσ.)[κλάνω + οδός]
Ο επιτήδιος και ταυτόχρονα γνώστης της επικινδυνότητας των αερίων του που, για να μη γίνει δολοφόνος και ταυτόχρονα αντιληπτός από τους γύρω του, τη χωρίζει σε τρεις ή τέσσερις μικρότερες δόσεις και σαν πλανόδιος την αφήνει σε ισάριθμα πόστα. Π.χ
Ο Νίκος ειναι γνωστός κλανόδιος. Πάλι καλά γιατί θα υπήρχε πρόβλημα αν τις άφηνε ολόκληρες.
  • κλανοπάζαρο
Συνάθροιση κλανιάρηδων. Π.χ
-Αμάν ρε μαλάκες, κλανοπάζαρο το κάνατε! Ανοίχτε κάνα παράθυρο τουλάχιστον!
  • κλανοσκεπάσματα, τα
Τα κλινοσκεπάσματα, στη φανταροσλανγκική. Η ετυμολογία και τα συμφραζόμενα είναι αυτονόητα.
  • κλανόσκονη, η
Η υπερβολικά χαμηλοκώλα γυναίκα, που όταν κλάνει σηκώνει σκόνη!
  • κλανοσφυρίχτρα
Ο κλανιάρης εκείνος που κάθε φορά που κλάνει σφίγγεται, με αποτέλεσμα να αμολάει παρατεταμένες πορδές υψηλών συχνοτήτων που κάνουν αίσθηση. Π.χ
[Φσσσσσσσσσσσστ!] -Πάλι έκλασες μωρή κλανοσφυρίχτρα;
  • κλανοτρομπέτα
Αν και θήλυ, το ουσιαστικό «κλανοτρομπέτα» απευθύνεται εις άρρενες, οι οποίοι πέρδονται διαρκώς, βροντερώς (εξού και τρομπέτα) και ασυστόλως, παράγοντας ούτως ειπείν αυτήν την χαρακτηριστική... ευωδίαν. Τυγχάνει δε οι παραπάνω άνδρες να αδιαφορούν παντελώς δια πάσαι συνέποιαι η συνήθεια αυτή εμπεριέχει προς αυτούς και προς τον περίγυρό των. Π.χ
-Φαίδων: «Μα μνήστητι μου Κύριε, διατί πέρδεις τόσο βροντερώς και βρομερώς συνάμα εν μέσω κόσμου; Θα χαρακτιρισθείς ως κλανοτρομπέτα!»
-Τρύφων: «Αδιαφορώ, θα πέρδομαι εν τιαύτο τρόπο προ οιασδήποτε θυσίας!»
  • κλάνω
Είμαι ασυνεπής. Πχ
-Μη με κλάσεις σήμερα σαν την άλλη φορά που περίμενα μια ώρα. Δεν μπορεί να μου κάνει τίποτα, δεν είναι της κλάσης μου. Π.χ:
-Θα μου κλάσει τα @ρχίδι@ ή ακόμα καλύτερα: θα μου κλάσει το δεξί @ρχίδι.

Πορδίζω. Π.χ:
-Σταμάτα ρε να κλάνεις, θα πεθάνουμε εδω μέσα.
  • κλάνω μέντες
Το λέμε για να δείξουμε μεγάλη τρομάρα. Χρησιμοποιείται και ως έκλασα πατάτες/ φασκόμηλο/ μαλλί/ μπάμιες/ πόμολα/ πετούγιες, με την ίδια σημασία. Πχ
1: -Με το που είδα τι γομάρι ήταν έκλασα μέντες και του ζήτησα συγνώμη.

2: -«Χέντριξ και Καζαντζίδης
δέκα χιλιάδες βατ
να κλάσουνε πατάτες
οι μπάτσοι και τα MAT»
(Τζιμάκος)

Ειδικά το κλάνει πατάτες: απότομος θόρυβος όταν ξεμπουκάρει η εξάτμιση ενός αυτοκίνητου ή μιας μηχανής. Οι περαστικοί συνήθως εξίστανται, επικαλούμενοι τα θεία ή το θρυλικό «…έτσι να κάνει ο κώλος σου!»
  • κλάνω μπιφτέκια
Βρίσκομαι σε πολύ άσχημη κατάσταση λόγω υπερβολικής κατανάλωσης αλκοόλ, ναρκωτικών ή λόγω φόβου. Π.χ
-'Ασε, εχθές ήπια 20 μπύρες και έκλασα μπιφτέκια.
  • κλάσε μάγκα να φουμάρω
Υβριστικότατη έκφραση που χρησιμοποιούσαν οι μάγκες στους τεκέδες για άτομα που θεωρούσαν ψευτόμαγκες και ψευτονταήδες. Π.χ
-Όχι ρε και να φοβηθώ το Δημητράκη. Αυτός είναι «κλάσε μάγκα να φουμάρω».
  • κλάσε να προσανατολιστώ!
Κραυγή απελπισίας ανθρώπου που αδυνατεί να ανταποκριθεί στα δέοντα καθώς το αντικείμενο του πόθου του είναι χοντρό, πνιγμένο μες το λίπος, ένα απαίσιο και αιμοβόρο κήτος. Π.χ
-Καλά τα ορεκτικά Σάκη, αλλά μήπως ήρθε η ώρα να περάσουμε στο κυρίως πιάτο;
-Ουγκ. Γκασπ. Κλάσε μωρή να προσανατολιστώ!
  • klan my pouts/κλαν μάι πούτς
Επιτιμητικά προς υπερφίαλους εκπροσώπους του Γερμανικού φύλου. Π.χ
-Sakis : Friedrich !!
-Friedrich : ja was ist los Sakis ?
-Sakis : κλαν μαι πουτς ρε Friedrich!

Με τις υγείες σας/μας!!!