Ακολουθεί ένα μικρό λεξικό με την ρίζα [κλαν-…], καθώς και μερικά απ’ τα παράγωγα και τα σύνθετά της.
Αφιερωμένο -ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΑ- σε όλους αυτούς που ΝΟΜΙΖΟΥΝ (!) ότι κάτι κάνουν!
Οι βρωμερές κλινάμαξες του ΟΣΕ (Ούτε Σιδηροδρόμους Έχουμε) με τα έξι κρεβάτια σε ένα χώρο 1X1m όπου στοιβάζονται ρωσοπόντιοι, φοιτητές, γύφτοι, φαντάροι, αλβανοί και ό,τι άλλο μπορεί να φανταστεί κανείς για να ταξιδεύσουν βραδινές κυρίως ώρες από Αθήνα-Θεσσαλονίκη... Από το πολύ κλάσιμο (κλάνω...) που έπεφτε εκεί μέσα, τη ζέστη που έκανε λόγω του χαλασμένου εξαερισμού των βαγονιών και την ποδαρίλα, έπρεπε να ήσουν εφοδιασμένος με ειδική στολή ραδιοβιοχημικού πολέμου προκειμένου να βγεις ζωντανός. Ανώνυμες δημοσιογραφικές πηγές αναφέρουν ότι ο Σαντάμ Χουσεϊν είχε χρησιμοποιήσει τις κλανάμαξες στην προσπάθειά του να αναπτύξει όπλα μαζικής καταστροφής. Οι κλανάμαξες ήταν ιδιαίτερα δημοφιλείς την προηγούμενη δεκαετία και όλοι όσοι τις χρησιμοποίησαν θυμούνται με νοσταλγία τις ωραίες ευωδιαστές ώρες που πέρασαν σε αυτές και τους τόσους ενδιαφέροντες ανθρώπους που γνώρισαν κατά τη διάρκεια των πολύωρων ταξιδιών τους (τη δεκαετία του 90 ο μέσος χρόνος Αθήνα-Θεσσαλονίκη κάποιες φορές ξεπέρναγε τις 12 ώρες). π.χ:Αφιερωμένο -ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΑ- σε όλους αυτούς που ΝΟΜΙΖΟΥΝ (!) ότι κάτι κάνουν!
- κλανάμαξα
-Ρε μαλάκα Τάκη πάλι με κλανάμαξα θα ταξιδεύσουμε για Θεσσαλονίκη;
-Και τι θες να κάνουμε ρε Γιώργο, με 20 ευρώ τι περιμένεις να νοικιάσουμε, κάνα αεροσκάφος;
- κλάνει ο πεθαμένος;
-Αν μας πιάσει ο Μήτσος την γ@μήσαμε μαλάκα, θα φάμε πολύ ξύλο!
-Ποιος ρε, αυτό το λιμό; Κλάνει ο πεθαμένος;
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Και όμως σύμφωνα με τους ιατροδικαστές κλάνει μετά από τις πρώτες 10 ώρες θανάτου χωρίς καμία πίεση στην κοιλιά, λόγω παραγωγής αερίων σήψης.
- κλανεινύχτα
-Μάγκες κλανεινύχτα, τα μελέ το πρωί.
- κλανί, το
Εκρού - καθώς και εκρού του νεκρού (σε μια απέλπιδα προσπάθεια επεξήγησης) -, ιβουάρ, εκάι, πετρόλ, αρζάν, βεραμάν, καφέ-ο-λέ, παστέλ, οφ-μπλακ, λιλά, άσπρο του πάγου, αλλά και λουλακί, κροκί, κοραλί, ουρανί, κ.λπ. Καθώς το πράγμα ξεσάλωνε περαιτέρω, επιστρατεύτηκε το φυτικό βασίλειο (σαπιομηλί, λαχανί, φυστικί, ροδί, κανελί, λαδί, κυπαρισσί, καροτί, ροδακινί, κ.λπ) αλλά και το ζωϊκό (ποντικί, ελεφαντί, τιγρέ, λεο-παρδαλέ, καναρινί, κορακί, κ.λπ). Μέχρι εδώ, οι λέξεις αυτές δεν συνιστούν αργκό παρά την εισβολή τους στην καθομιλουμένη. Το θέμα που μας αφορά όμως εδώ είναι η εξέλιξη αυτής της παλέτας που συν τω χρόνω πήρε τη μορφή καζούρας. Πολλοί ήταν αυτοί που, ορμώμενοι από αυτές τις περίεργες περιγραφές χρωμάτων, άρχισαν να τις περιπαίζουν και να αυτοσχεδιάζουν με αποτέλεσμα την επέκταση σε ακόμη πιο σουρεάλ αποχρώσεις. Στην αρχή έκαναν αθώα την εμφάνισή τους πιο χειροπιαστά χρώματα όπως το σκατί, το κουραδί, το τσιρλί, το κατρουλί, το μυξί, για να προστεθούν σύντομα πιο αφηρημένα «χρώματα» όπως το κλανί, το πορδί, το καμπινεδί (το οποίο απαντάται ως προσδιορισμός, π.χ. ροζ καμπινεδί), το κομοδινί κ.ο.κ., καθώς και το κλασικό πλέον σιμπιζάκι (από το γνωστό ανέκδοτο).
Έτσι πλέον μιλάμε για μία γκάμα λέξεων που χρησιμοποιούμε πια στην καθομιλουμένη και μπορεί να χαρακτηριστεί αργκό, όταν θέλουμε να περιγελάσουμε πρόσωπα, αντικείμενα και καταστάσεις που χαρακτηρίζονται από περίεργες έως ανέφικτες πλην όμως γελοίες «χρωματικές αποχρώσεις». Το «κλανί» αποτελεί αντιπροσωπευτικό παράδειγμα της εν λόγω συλλογής. π.χ
1: -Χρυσή μου, πού να στα λέω... εχτές έπεσα πάνω στην Σούλα που έβγαινε από το κομμωτήριο και κόντεψα να παραπατήσω! καλέ τι φανταχτερό κομοδινί έβαψε το μαλλί της!
-Α ναι, την είδα κι εγώ το πρωί στη στάση, καλέ αυτό δεν είναι κομοδινί, προς το πορδί φέρνει για την ακρίβεια!
2: -Κόψε σαραβαλάκι ο παππούς, πώς κυκλοφορεί ρε τούτο ακόμη!
-Κορόλα του '60 φίλε, η πρώτη που κυκλοφόρησε! και από χρώμα δεν μπορείς να πεις ε; σκίζει το τσιρλί!
-Τι τσιρλί ρε, κλανί δε λες καλύτερα;!
- κλανιέμπα
Επίσης νιώθω φόβο ή άγχος, τα κάνω πάνω μου, τρομάζω. Π.χ
-Μαλάκα έτσι όπως πετάχτηκες μέσα στο σκοτάδι... Πωωω, κλανιέμπα...
- κλανίκουλας
-Ρε, πάμε αύριο να κάνουμε Extreme Snowboard;
-Έεεμμ, άστο καλύτερα, δεν...
-Άντε ρε κλανίκουλα!
- κλανιόλα
Π.χ: (Σε δημοπρασία στο Sotheby;s του Λονδίνου)
-Το επόμενο αντικείμενο της συλλογής Γλύξμπουργκ, νούμερο 324 στους καταλόγους σας, η χειροποίητη ασημένια κλανιόλα του Βασιλέως Γεωργίου του Β΄κατασκευασμένη από τον οίκο Bochler (Μπόχλερ) του Αμβούργου το 1894. Τιμή εκκίνησης 75000 στερλίνες. Ακούω 75000;
- κλανοβαλβίδα, η
Άλλα συνώνυμα είναι το γκρόβερ, η ροδέλα, η σούφρα, ο ρόζος και τα κωλοφάρδουλα (ή κωλοβάρδουλα).
Συντάσσεται συχνά με το «μου 'φυγε» ή με το «θα σου φύγει» αντικαθιστώντας τον τάκο. Σημαίνει ότι το υποκείμενο του οποίου η κλανοβαλβίδα έφυγε ή θα φύγει, ξαφνιάστηκε, έπαθε πλάκα, τα είδε όλα. Π.χ
1. [ΠΦΦΦΦΦ!!!!!.....]
-Έλεος βρε πούστη άντρα. Έχει χαλάσει η κλανοβαλβίδα σου και κοντεύεις να μας χέσεις; Έχει βρωμίσει όλο το σπίτι. Ήμαρτα!
2.-Εξάρες. Μάλλον πάει για μαρς μεγάλε.
-Αφού σου έχει ανοίξει η κλανοβαλβίδα ρε μπινέ που τολμάς και μιλάς κιόλας...
3. -Καλά, ήρθε η θεία μου από την Αυστραλία και μου 'φυγε η κλανοβαλβίδα μεγάλε. Μιλάμε για ασύλληπτο milf. Έτοιμος ήμουν να τον βγάλω και να τον παίξω.
-Βουρ στον πατσά πρόεδρε.
4. - Άμα δεις το καινούριο το Evo Χ θα σου φύγει η κλανοβαλβίδα. Unpektable.
Ω ρε πούστη Μάκη, μας τα 'χεις κάνει τσουρέκια με τ' αμάξια. Έλεος!
- κλανόγελο
Φαίδων: -Έξοχο αστείο! Χα χα (πρρρρρρρ...) χε χε (πρρρ..)
Τίμων: -Εάν εγνώριζα ότι θα πρόβαινες εις κλάνογελον τέτοιας ισχύος, θα σιωπούσα!
- κλανόδιος (ουσ.)[κλάνω + οδός]
Ο Νίκος ειναι γνωστός κλανόδιος. Πάλι καλά γιατί θα υπήρχε πρόβλημα αν τις άφηνε ολόκληρες.
- κλανοπάζαρο
-Αμάν ρε μαλάκες, κλανοπάζαρο το κάνατε! Ανοίχτε κάνα παράθυρο τουλάχιστον!
- κλανοσκεπάσματα, τα
- κλανόσκονη, η
- κλανοσφυρίχτρα
[Φσσσσσσσσσσσστ!] -Πάλι έκλασες μωρή κλανοσφυρίχτρα;
- κλανοτρομπέτα
-Φαίδων: «Μα μνήστητι μου Κύριε, διατί πέρδεις τόσο βροντερώς και βρομερώς συνάμα εν μέσω κόσμου; Θα χαρακτιρισθείς ως κλανοτρομπέτα!»
-Τρύφων: «Αδιαφορώ, θα πέρδομαι εν τιαύτο τρόπο προ οιασδήποτε θυσίας!»
- κλάνω
-Μη με κλάσεις σήμερα σαν την άλλη φορά που περίμενα μια ώρα. Δεν μπορεί να μου κάνει τίποτα, δεν είναι της κλάσης μου. Π.χ:
-Θα μου κλάσει τα @ρχίδι@ ή ακόμα καλύτερα: θα μου κλάσει το δεξί @ρχίδι.
Πορδίζω. Π.χ:
-Σταμάτα ρε να κλάνεις, θα πεθάνουμε εδω μέσα.
- κλάνω μέντες
1: -Με το που είδα τι γομάρι ήταν έκλασα μέντες και του ζήτησα συγνώμη.
2: -«Χέντριξ και Καζαντζίδης
δέκα χιλιάδες βατ
να κλάσουνε πατάτες
οι μπάτσοι και τα MAT»
(Τζιμάκος)
Ειδικά το κλάνει πατάτες: απότομος θόρυβος όταν ξεμπουκάρει η εξάτμιση ενός αυτοκίνητου ή μιας μηχανής. Οι περαστικοί συνήθως εξίστανται, επικαλούμενοι τα θεία ή το θρυλικό «…έτσι να κάνει ο κώλος σου!»
- κλάνω μπιφτέκια
-'Ασε, εχθές ήπια 20 μπύρες και έκλασα μπιφτέκια.
- κλάσε μάγκα να φουμάρω
-Όχι ρε και να φοβηθώ το Δημητράκη. Αυτός είναι «κλάσε μάγκα να φουμάρω».
- κλάσε να προσανατολιστώ!
-Καλά τα ορεκτικά Σάκη, αλλά μήπως ήρθε η ώρα να περάσουμε στο κυρίως πιάτο;
-Ουγκ. Γκασπ. Κλάσε μωρή να προσανατολιστώ!
- klan my pouts/κλαν μάι πούτς
-Sakis : Friedrich !!
-Friedrich : ja was ist los Sakis ?
-Sakis : κλαν μαι πουτς ρε Friedrich!
Με τις υγείες σας/μας!!!