Υπήρξε δάσκαλος του Πλάτωνα και συνομιλητής των σοφιστών Γοργία και Πρωταγόρα, του κυνικού Αντισθένη, των πολιτικών Αλκιβιάδη και Κριτία, του ιστορικού Ξενοφώντα, του ρήτορα Αισχίνη κ.α. Και η ζωή του έγινε θέμα της κωμωδίας του Αριστοφάνη "Νεφέλες". Κορυφαίος φιλόσοφος του Αρχαίου Κόσμου, που δεν άφησε γραπτή την διδασκαλία του, θεμελιωτής της διαλεκτικής, ο Σωκράτης (470 ~ 399 π.Χ.) που υποστήριζε πως "... η αρετή είναι η γνώση" παραπέμφθηκε σε δίκη το 399 π.Χ. από τους συμπολίτες του, με την κατηγορία ότι δεν πίστευε στους θεούς "ους η πόλις νομίζει" και ότι εισήγε "καινά δαιμόνια" και διάλεξε να πεθάνει αντί να εξοριστεί.
Tην άνοιξη του 399 π.Χ., κάποιος Αθηναίος πολίτης ονόματι Μέλητος, ποιητής κατά δήλωσή του, αγνώστων λοιπών στοιχείων, μήνυσε τον Σωκράτη κατηγορώντας τον ότι δεν σεβόταν τους θεούς της πόλης και ότι με τη διδασκαλία του διέφθειρε τη νεολαία. Τη μήνυση προσυπέγραψαν και δύο ακόμη Αθηναίοι, ο Άνυτος, βυρσοδέψης στο επάγγελμα και ηγετική φυσιογνωμία της δημοκρατικής παράταξης, και κάποιος Λύκων.
Το δικαστήριο συγκροτήθηκε με κλήρωση, όπως συνέβαινε με τους περισσότερους θεσμούς της δημοκρατικής Αθήνας. Το αποτελούσαν άνδρες που είχαν συμπληρώσει το τριακοστό έτος της ηλικίας τους, οι οποίοι έκριναν πως ο κατηγορούμενος ήταν ένοχος. Η πλειοψηφία που καταδίκασε τον Σωκράτη, ακόμη και αν δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ισχνή, ήταν σίγουρα μικρή: μόλις εξήντα ψήφοι σε πεντακόσιους δύο ψηφοφόρους.
Αν η απαγγελία της κατηγορίας και η καταδίκη μάς περιγράφουν τον τρόπο με τον οποίο η αθηναϊκή δημοκρατία μπορούσε να αντιμετωπίσει έναν άνθρωπο σαν τον Σωκράτη, η συνέχεια είναι αποκαλυπτική ως προς τον ίδιο τον Σωκράτη και τις απρόβλεπτες αντιδράσεις του. Ενώ ώς τότε, σε όλη τη διάρκεια της ζωής του ο «εκκεντρικός» σοφός- «άτοπο» τον χαρακτηρίζει ο Πλάτων στο Συμπόσιο διά στόματος Αλκιβιάδη - είχε αντιμετωπίσει με ανεπιφύλακτο σεβασμό τους θεσμούς της δημοκρατίας στην πόλη του, μετά την καταδίκη του, η περιφρόνηση με την οποία αντιμετωπίζει τους δικαστές του θα τον οδηγήσει στον θάνατο.
Το δικαίωμα που είχε κάθε Αθηναίος κατάδικος να επιλέξει την ποινή του- ανάμεσα σε μία γκάμα ποινών που αντιστοιχούσε στο αδίκημα για το οποίο είχε καταδικαστεί- ο Σωκράτης, ως γνωστόν, αρνήθηκε να το αξιοποιήσει γελοιοποιώντας το. Θα μπορούσε στη θέση του κωνείου να είχε επιλέξει την ισόβια εξορία, όμως ο ίδιος πρότεινε να καταβάλει κάτι ψιλά για πρόστιμο και στη συνέχεια να τον σιτίζουν ισοβίως στο Πρυτανείο για τις υπηρεσίες που πρόσφερε στην πόλη, όπως έκαναν για να τιμήσουν τους νικητές των Ολυμπιακών Αγώνων. Κι όταν πια αποφάσισαν να τον θανατώσουν απευθυνόμενος σε όσους ψήφισαν την αθώωσή του, λέγοντάς τους πως μόνον αυτούς αναγνωρίζει για πραγματικούς δικαστές του, τους εξηγεί πως ενδέχεται να πρέπει να χρωστάει ευγνωμοσύνη και σε όσους τον καταδίκασαν σε θάνατο, για τον απλούστατο λόγο ότι κανείς δεν ξέρει αν ο θάνατος είναι καλύτερος από τη ζωή. Στο κάτω κάτω εκεί, στον κάτω κόσμο θα έχει την ευκαιρία να συναντήσει και να συνομιλήσει με ένα σωρό σπουδαία πρόσωπα, όπως ο Μουσαίος, ο Ησίοδος, ο Ορφέας και ο Όμηρος.
Aρκεί να θυμηθεί κανείς τι λέει ο Αχιλλέας στον Οδυσσέα στη Νέκυια της Οδύσσειας για να διαπιστώσει το άλμα που έχει κάνει η σκέψη με τον Σωκράτη. Από το καλύτερα δούλος στους ζωντανούς παρά βασιλιάς στους νεκρούς του ομηρικού ήρωα, έχουμε περάσει σε μια αντίληψη του θανάτου που αρχίζει να χαράζει σαν απελευθέρωση από τα δεσμά του παρόντος και τις δουλείες του κόσμου. Πάνω σ΄ αυτή θα στηριχτεί ο πνευματικός ηρωισμός του Σωκράτη.
Βέβαια, όλα αυτά δεν μας τα λέει ο ίδιος ο Σωκράτης, ο οποίος δεν έγραψε ούτε μία γραμμή, αλλά ο Πλάτων, ο βασικός απολογητής του στην περίφημη Απολογία Σωκράτους, «ένα από τα ωραιότερα κείμενα που γράφτηκαν ποτέ» όπως το χαρακτηρίζει ο Καρλ Πόπερ, χαρακτηρισμός που αποκτά ακόμη μεγαλύτερο βάρος αν σκεφτεί κανείς ότι ο Πόπερ υπήρξε ένας από τους βασικούς επικριτές του Πλάτωνα στη σύγχρονη εποχή.
Περίπου έναν μήνα μετά την καταδίκη του σε θάνατο, τρεις ημέρες πριν από την εκτέλεσή του- η κατάποση του κωνείου προϋπέθετε την ενεργό συμμετοχή του ίδιου, με αποτέλεσμα να μοιάζει αρκετά με αυτοκτονία- ο ίδιος αυτός Σωκράτης, που έδειξε τέτοια περιφρόνηση στον θεσμό που τον καταδίκασε, δεν θα δεχτεί να δραπετεύσει όπως του προτείνει ο φίλος του Κρίτων, για να μην τραυματίσει τους νόμους της πόλης που τον γέννησε και τον ανέθρεψε.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Γάλλος φιλόσοφος Μοντένιος, ο οποίος έζησε τον 17ο αιώνα, στο δοκίμιό του Περί Ματαιοδοξίας εξηγεί ότι δεν μπορεί να καταλάβει τη στάση του αρχαίου σοφού. Ο ίδιος, απ΄ ό,τι λέει, αν και υπήρξε δήμαρχος της γενέτειράς του Μπορντό, δεν θα δίσταζε ούτε στιγμή να επιλέξει την απόδραση. Σε αντίθεση με τον Σωκράτη, ο οποίος είχε ταξιδέψει μόνον δύο φορές στη ζωή του εκτός Αθηνών, ως οπλίτης του εκστρατευτικού σώματος, ο Μοντένιος ήταν λάτρης των «μακρινών αποδράσεων», ίσως όμως η εξήγηση γι΄ αυτήν την παράδοξη, με τα σημερινά δεδομένα, επιλογή να βρίσκεται σ΄ αυτό που λέει ο Ξενοφών στη δική του Απολογία. Ο Σωκράτης είχε πατήσει ήδη τα εβδομήντα και δεν είχε καμία διάθεση να ζήσει την κατάρρευση των γηρατειών. Προτίμησε να αποχωρήσει εγκαίρως.
Το βέβαιο είναι ότι δυόμισι χιλιάδες χρόνια μετά, η δίκη του Σωκράτη, αν και θεωρείται το μεγαλύτερο έγκλημα κατά του πνεύματος που έγινε ποτέ, εξακολουθεί να παραμένει σκοτεινή. Σκοτεινή κυρίως ως προς τα κίνητρα των κατηγόρων του.
Να πιστέψουμε πως ήταν αμιγώς θρησκευτικά, πως η επίκληση του δαιμονίου- μιας θεότητας που δεν είχε ούτε όνομα ούτε ανθρώπινα χαρακτηριστικά, εξίσου αφηρημένη με την προσωπική συνείδηση του καθενός μας- ήταν κάτι σαν σκάνδαλο που ξεπερνούσε τα όρια της ανεκτικότητας της Αθήνας;
Να πιστέψουμε πως ήταν καθαρά πολιτικά; Ο Άνυτος, ο κύριος κατήγορός του, εκ των προσωπικοτήτων της δημοκρατικής παράταξης, είναι σίγουρο πως δεν ξεχνούσε ότι ο Κριτίας, ο επικεφαλής των Τριάντα Τυράννων που βούτηξαν την Αθήνα στο αίμα, ήταν μέλος της εκλεκτής ομήγυρης του φιλοσόφου. Όπως και κανείς από τους δικαστές του δεν είχε ξεχάσει πως φίλος του ήταν και ο Αλκιβιάδης, ο άνθρωπος που πρόδωσε την Αθήνα αφού την οδήγησε στη σικελική καταστροφή. Και οι δύο μεγάλες πολιτικές τερατογενέσεις που ταλαιπώρησαν την Αθήνα του 5ου αιώνα βγήκαν από τα σπλάχνα «του σοφότερου των Ελλήνων»- έτσι τον είχε χαρακτηρίσει το Μαντείο των Δελφών όταν το είχε ρωτήσει ο φίλος του Σωκράτη, ο Χαιρεφών. Μήπως εν τέλει παίρνει την απόφαση να πιει το κώνειο και να μη δραπετεύσει επειδή ο ίδιος αισθάνεται ένοχος απέναντι στην πόλη του και θέλει να εξιλεωθεί;
Το βέβαιο είναι πως με τη στάση του και με τον θάνατό του ο Σωκράτης έδωσε μια τραγική διάσταση στην περιπέτεια της σκέψης και της αλήθειας, τη φόρτωσε με αντιφάσεις και τη φόρτισε με συγκρούσεις, την ανέδειξε στο βάθρο ενός εντελώς ιδιαίτερου ηρωισμού- και τίποτε δεν είχε στον ήλιο της αρχαίας Ελλάδας μοίρα χωρίς το ένδυμα του σχετικού ηρωισμού. Όπως ο ομηρικός Αχιλλέας θυσίασε τη ζωή του και τη νεότητά του στον βωμό της δόξας, ο Σωκράτης τη θυσίασε στον βωμό της αλήθειας, εγκαινιάζοντας μια στάση πνευματικού ηρωισμού, η οποία στη διάρκεια των αιώνων που θα ακολουθήσουν δεν θα πάψει να ταυτίζεται με ένα συνεχές αίτημα ελευθερίας.
O άνθρωπος που κατέβασε τη φιλοσοφία στη γη, όπως τον αποκαλούσαν οι Λατίνοι, δεν κατέθεσε καμία μεγαλειώδη ανακάλυψη, δεν άφησε πίσω του καμία μαγική ερμηνεία του σύμπαντος, δεν αποκάλυψε καμία καινούργια υπερφυσική δύναμη. Απλώς έδειξε ότι η σκέψη και η αναζήτηση της αλήθειας αρχίζουν από την στιγμή που μπορείς να πάρεις τις αποστάσεις σου από τα πράγματα της ζωής σου, από τη στιγμή που η στάση σου απέναντι στον κόσμο και τον εαυτό σου αποκτά εκείνη την τονωτική χροιά της ειρωνείας. Αυτή η δύναμη της ειρωνείας είναι και το σημαντικότερο σωκρατικό κεφάλαιο στην ιστορία της σκέψης.
Ίσως και γι΄ αυτό δεν έγραψε ποτέ. Επειδή ήξερε πως στον γραπτό λόγο, εκεί που οι λέξεις παραμένουν βουβές, όπως μας λέει ο Πλάτων στον Φαίδρο, η ειρωνεία είναι η πιο φευγαλέα και άρα η πιο παρεξηγήσιμη δύναμη.
Γράφοντας μπορείς να κάνεις τους αναγνώστες σου να γελάσουν ή να κλάψουν, όμως πώς τους δείχνεις το λεπτό ξεγλίστρημα του ύφους- ε ναι, χρειαζόταν ένα συγγραφικό μεγαλείο του μεγέθους του Πλάτωνα για να το καταφέρει και να το διδάξει σε τόσους και τόσους αιώνες πολιτισμού. Πάσχοντας από μια μάλλον συγγενή απέχθεια προς τη συστηματική φιλοσοφία, με συγκινεί ακόμη περισσότερο αυτή η αρχετυπική φυσιογνωμία του διανοητή για τον οποίον η φιλοσοφία ήταν τρόπος ζωής. Ο Σωκράτης είναι ο πατριάρχης του γένους των διανοουμένων και, σε πείσμα της αλαζονείας των οικονομοτεχνικών τυραννίσκων που κυβερνούν σήμερα τον κόσμο μας, κοινωνία χωρίς σκέψη, άρα χωρίς διανοούμενους, δεν μπορεί να υπάρξει, εκτός πια κι αν μας φτάνει ως «κοινωνία» το γενικευμένο σκυλάδικο της κακόφωνης αλητείας που δίνει σήμερα τον τόνο στις σχέσεις μας.
Η μορφή του Σωκράτη, όπως και του κάθε Σωκράτη, σήμερα μας είναι περισσότερο απαραίτητη παρά ποτέ.
Και μη φανταστείτε πως ήταν κάνας σαλεμένος δαίμων του κοινωνικού περιθωρίου, όπως πολλοί θέλουν να μας τον παρουσιάσουν. Ήταν κακάσχημος είναι η αλήθεια, χοντρός, κοιλαράς, με σαρκώδη χείλια, πλακουτσωτή μύτη και μάτια γουρλωμένα που είχαν και το ελάττωμα να αλληθωρίζουν. Πρέπει να ήταν και λίγο ώς πολύ βρώμικος. Γενικά μπορούμε να πούμε πως η εμφάνισή του δεν τον βοηθούσε, ειδικά στην Αθήνα της εποχής όπου το κάλλος, και δη το ανδρικό, αντιμετωπιζόταν λίγο- πολύ ως σύμπτωμα μεταφυσικής ισχύος.
Κατά τα άλλα, θα μπορούσε κάλλιστα να τον χαρακτηρίσει κανείς κάτι σαν μικροαστό της εποχής- τηρουμένων όλων των αναλογιών εννοείται. Ο πατέρας του Σωφρονίσκος ήταν γλύπτης και η μητέρα του η Φαιναρέτη ήταν μαία.
Αυτοί φαίνεται πως του άφησαν κάποιο μικρό κεφάλαιο, το οποίο του επέτρεπε να ζει χωρίς να αμείβεται για τις φιλοσοφικές του υπηρεσίες. Όπως μάλιστα λέει ο βιογράφος του Διογένης Λαέρτιος, όσο κι αν πολλοί τον θεωρούν αναξιόπιστο, είχε μάθει την τέχνη του «χρηματισμού»- ήξερε να τοκίζει και να κερδίζει απ΄ αυτό.
Απ΄ ό,τι μας πληροφορεί ο Αριστοτέλης, και οι σχέσεις του με τις γυναίκες δεν ήταν τόσο απλές όσο θέλουν να μας τις παρουσιάσουν όσοι εμφανίζουν δίπλα του τη μέγαιρα Ξανθίππη. Διότι όπως υποστηρίζει ο Σταγειρίτης, τον οποίον επικαλείται ο Λαέρτιος, ο Σωκράτης είχε παντρευτεί και τη Μυρτώ, την κόρη του Αριστείδη του Δίκαιου, την οποία την είχε πάρει άπροικη και μαζί της έκανε δύο γιους. Όσο για το σύνηθες πορτρέτο της Ξανθίππης, δεν αποκλείεται διόλου να το χρωστάμε στην ομοφυλόφιλη αντιζηλία του Πλάτωνα.
Γεννημένος γύρω στο 470 π.Χ., άκουσε τη διδασκαλία του Αναξαγόρα και των σοφιστών, υπήρξε φίλος του Περικλή, έζησε την άνοδο και την πτώση της νεογέννητης δημοκρατίας, τη σικελική εκστρατεία και την ήττα της Αθήνας στον Πελοποννησιακό Πόλεμο. Πάντα κατά τον Διογένη Λαέρτιο, υπήρξε φίλος του Ευριπίδη τον οποίον και επηρέασε. Υπήρξε και στόχος της μεγαλύτερης και πιο βρώμικης συκοφαντικής επίθεσης που έχει καταγράψει η ιστορία του πνεύματος. Στις Νεφέλες του ο Αριστοφάνης τον εμφανίζει ως έναν σοφιστή, ο οποίος διδάσκει την τέχνη της απάτης. Αυτό έγινε το 423 π.Χ.
Δύο δεκαετίες αργότερα, στη διάρκεια της δίκης του, ο Σωκράτης εξακολουθεί να θεωρεί τον κωμικό ποιητή τον πιο σοβαρό, και άδικο εννοείται, κατήγορό του.
Δεν ήταν επαναστάτης ούτε κοινωνικός ανατροπέας ούτε θεόπνευστος προφήτης. Το δαιμόνιό του δεν του αποκάλυπτε αλήθειες. Μιλούσε μόνο με την σιωπή του. Ήταν ένας άνθρωπος του καιρού του, ο οποίος πέρασε όλη του τη ζωή «εντός των τειχών», παλεύοντας να ανοίξει ζωτικό χώρο για την ύπαρξη μέσα στα όρια της ανθρώπινης συνύπαρξης. Αγαπούσε την Αθήνα, τη βαβούρα της αγοράς, τη ζωή στα γυμνάσια και τα συμπόσια, τους διαλεκτικούς καβγάδες με τους σοφιστές.
Υπήρξε ο άνθρωπος που μας έμαθε να αντιμετωπίζουμε με καχυποψία τους «κοινούς τόπους» της δουλείας μας: από το γεγονός ότι δεν έπαιρνε χρήματα για τη «διδασκαλία» του ώς το περίφημο «εν οίδα ότι ουδέν οίδα» έδειξε ότι πάντα υπάρχει ένας πλάγιος δρόμος διαφυγής από τη στερεότυπη συμπεριφορά και τις παγιωμένες αντιλήψεις. Τη ζωή αυτή αξίζει να τη ζήσεις μόνον αν τη μετατρέψεις σ΄ ένα τεράστιο ερωτηματικό, σ΄ ένα συνεχές «γνώθι σαυτόν», σε μια πάγια αναζήτηση του ανθρώπινου σύμπαντος.
Σύγχρονός μας;
Μάλλον ένας αναγκαίος, ζωτικής σημασίας για την ελευθερία της συνείδησής μας αναχρονισμός.
Του Τάκη Θεοδωρόπουλου. Από ΤΑ ΝΕΑ του Σαββατοκύριακου 9-10 Αυγούστου 2008
Γνωστός για την αρχαιογνωσία του, ο συγγραφέας Τάκης Θεοδωρόπουλος προσέγγισε τα τελευταία χρόνια την αρχαιότητα με λόγο μυθιστορηματικό, ιδίως στα έργα του «Το μυθιστόρημα του Ξενοφώντα» και «Το αριστερό χέρι της Αφροδίτης». Πρόσφατη είναι και η μελέτη του «Με την ανάσα της Αθήνας και της Ρώμης».