Η κλιματική αλλαγή δεν είναι μελλοντικό σενάριο. Σημάδια της είδαμε το χειμώνα, ζήσαμε τούτο το δραματικό καλοκαίρι, που απεδείχθη το πιο ζεστό της τελευταίας πεντηκονταετίας (σ.σ.: πρόκειται για το καλοκαίρι του 2007). Πώς ακριβώς θα εξελιχθεί είναι, εν μέρει, στο χέρι μας. Εξαρτάται από τις μεθόδους ανάπτυξης που θα διαλέξουμε και άρα την αύξηση των εκπομπών των αερίων του θερμοκηπίου. Μελέτη του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών αποκαλύπτει ότι οι αλλαγές θα είναι καταιγιστικές. Το 2070 η μέση θερμοκρασία το καλοκαίρι στην Ελλάδα θα είναι 41 βαθμοί, από 33 σήμερα. Οι βροχές θα μειωθούν κατά 80%, ενώ πολλές παράκτιες περιοχές της χώρας μας θα έχουν σβηστεί από το χάρτη λόγω ανόδου της στάθμης της θάλασσας.
Η μελέτη, την οποία παρουσιάζει σήμερα η «Κ», διερευνά με ακρίβεια τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής σε τέσσερις ζωτικούς τομείς. Στην ενέργεια, τη γεωργία, τους υδατικούς πόρους και τις παράκτιες περιοχές. Σύμφωνα με τη μελέτη, θα υπάρξει πρόβλημα ενεργειακής επάρκειας, η απόδοση των καλλιεργειών θα διαφοροποιηθεί δραστικά, ενώ η πρωτεύουσα θα αντιμετωπίσει σημαντικό πρόβλημα επάρκειας νερού.
Της Τάνιας Γεωργιοπούλου
Όσα ζήσαμε το καλοκαίρι που πέρασε, λόγω καύσωνα, δεν είναι παρά μια πρόγευση αυτού που θα συμβεί στο μέλλον. Η μέση μέγιστη θερμοκρασία τον Ιούλιο στη χώρα μας, που σήμερα είναι στους 33 βαθμούς Κελσίου, θα σκαρφαλώσει στους 41 βαθμούς τις επόμενες δεκαετίες, ενώ παράλληλα θα σημειωθεί μείωση βροχοπτώσεων κατά μέσο όρο της τάξης του 20%, που τους καλοκαιρινούς μήνες θα φτάνει το 80%. Οι επιστήμονες εκτιμούν ότι, παρά τις προσπάθειες της Ευρωπαϊκής Ενωσης για περιορισμό της αύξησης της θερμοκρασίας κατά 2 βαθμούς Κελσίου λόγω της κλιματικής αλλαγής, ο μέσος όρος αύξησης θα είναι τουλάχιστον 3,5 βαθμοί στα επόμενα χρόνια. Η αύξηση αυτή, ωστόσο, θα επηρεάσει διαφορετικά τις διάφορες περιοχές του πλανήτη. Τις συνέπειες των κλιματικών αλλαγών για την Ελλάδα, σε τέσσερις τομείς –ενέργεια, γεωργία, υδατικοί πόροι και παράκτιες περιοχές– μελέτησε η Ομάδα Ενεργειακού Σχεδιασμού, Κλιματική Αλλαγή, Βιώσιμη Ανάπτυξη στο πλαίσιο προγράμματος του Αστεροσκοπείου Αθηνών σε χρονικό διάστημα δύο ετών και ολοκληρώθηκε τον Απρίλιο του 2007.
Τα αποτελέσματα είναι άκρως ανησυχητικά καθώς σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας θα υπάρξει πρόβλημα ενεργειακής επάρκειας, η απόδοση των καλλιεργειών θα διαφοροποιηθεί δραστικά, μεγάλες παράκτιες εκτάσεις θα πλημμυρίσουν, ενώ η πρωτεύουσα θα αντιμετωπίσει σημαντικό πρόβλημα επάρκειας νερού. Ολα αυτά, όπως διευκρινίζουν οι επιστήμονες, δεν επιτρέπουν κανένα εφησυχασμό όσον αφορά τόσο τα μέτρα για την επιβράδυνση του φαινομένου των κλιματικών αλλαγών όσο και τα μέτρα για την αντιμετώπιση των συνεπειών του.
Η κλιματική αλλαγή δεν είναι μελλοντικό σενάριο. Σημάδια της είδαμε φέτος τον χειμώνα, ζήσαμε φέτος το καλοκαίρι. Πώς ακριβώς θα εξελιχθεί είναι, εν μέρει, στο χέρι μας. Εξαρτάται από τις μεθόδους ανάπτυξης που θα διαλέξουμε, άρα τη μελλοντική αύξηση των εκπομπών του αερίου του θερμοκηπίου. Δεν είναι ο καύσωνας, οι υψηλές θερμοκρασίες, που δείχνουν ότι το κλίμα έχει αλλάξει, είναι η συχνότητα εμφάνισης αυτών των ακραίων φαινομένων, τονίζει ο κ. Δημήτρης Λάλας. Στην Αθήνα την τριαντακονταετία 1961-1990 είχαμε συνολικά 28 ημέρες με θερμοκρασία πάνω από 40 βαθμούς. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς των επιστημόνων, από το 2071 - 2100 οι ημέρες που το θερμόμετρο θα σκαρφαλώνει πάνω από τους 40 βαθμούς Κελσίου υπολογίζεται ότι θα φτάσουν τις 580 έως 1.078, ανάλογα με την αύξηση των εκπομπών που θα έχουμε.
Το διοξείδιο του άνθρακα
Η αύξηση των παγκόσμιων εκπομπών των αερίων του θερμοκηπίου (κυρίως διοξειδίου του άνθρακα που παράγεται απ’ όλες τις διαδικασίες καύσης) έως το 2100 υπολογίζεται ότι θα είναι από 62%-250%, ανάλογα με τα μέτρα μείωσης των εκπομπών που ενδεχομένως θα εφαρμοστούν. Αυτό πρακτικά σημαίνει συγκέντρωση 850-950 ppm CO2 στην ατμόσφαιρα σε σύγκριση με 380 ppm, σήμερα. Πρόκειται για σενάρια εξέλιξης των παγκόσμιων εκπομπών τα οποία κατά γενική παραδοχή είναι ρεαλιστικά, σύμφωνα με τον κ. Λάλα. Οι εκπομπές αυτές θα φέρουν αύξηση της μέσης θερμοκρασίας τουλάχιστον κατά 3,5 βαθμούς Κελσίου και άνοδο της στάθμης της θάλασσας κατά 0,35 - 0,45 μέτρα. Τα δεδομένα αυτά αφορούν τις αλλαγές στο κλίμα συνολικά του πλανήτη, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΙPCC (Διεθνής Οργανισμός για τις Κλιματικές Αλλαγές).
Η ομάδα Ενεργειακού Σχεδιασμού για την Κλιματική Αλλαγή και τη Βιώσιμη Ανάπτυξη του Αστεροσκοπείου Αθηνών εξειδίκευσε τα συγκεκριμένα στοιχεία για την Ελλάδα. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα, παρατηρείται σημαντική αύξηση της μέσης μέγιστης θερμοκρασίας σε ολόκληρη την περιοχή, κυρίως όμως σε χώρες των Βαλκανίων, όπου η μέση μέγιστη θερμοκρασία για τον μήνα Ιούλιο αυξάνεται έως και 11 βαθμούς Κελσίου. Στην Ελλάδα η αύξηση είναι της τάξης των 6,1 - 8,9 βαθμών Κελσίου στις νότιες περιοχές, ενώ στην Κεντρική και τη Βόρεια Ελλάδα η αύξηση κυμαίνεται μεταξύ 6,5 - 10,7 βαθμούς Κελσίου. Λίγο μικρότερη είναι η αύξηση που παρατηρείται τον Ιούνιο και τον Σεπτέμβριο, και κυμαίνεται στις νότιες περιοχές μεταξύ 3,9 - 8,9 βαθμών Κελσίου και 3,4 - 9,9 στην Κεντρική και Βόρεια Ελλάδα. Η μέση μέγιστη θερμοκρασία του Ιουλίου για την Αθήνα από 33 βαθμούς σήμερα, θα φτάσει τους 41 βαθμούς Κελσίου.
Μείωση βροχοπτώσεων
Δραματική θα είναι και η μείωση της μέσης τιμής των βροχοπτώσεων, περίπου 20%, αλλά ειδικά τους καλοκαιρινούς μήνες θα φτάσει το 80%. Τον Δεκέμβριο, μήνα με τις περισσότερες βροχές, η μείωση των βροχοπτώσεων είναι σημαντική κυρίως πάνω από τις θαλάσσιες περιοχές της Α. Μεσογείου αλλά και τη Δυτική Ελλάδα όπου η μέση βροχόπτωση την περίοδο 2071-2100 θα κυμαίνεται περίπου στο 60-70% της σημερινής. Ωστόσο, στη Βορειοανατολική Ελλάδα, στα νησιά του Α. Αιγαίου και την Κρήτη η μείωση θα είναι μικρότερη. Μεγαλύτερη θα είναι η μείωση των βροχοπτώσεων κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, κυρίως στη Βόρεια Ελλάδα και τα Βαλκάνια: η μέση βροχόπτωση θα κυμαίνεται περίπου στο 20-30% της σημερινής. «Ειδικά στις περιοχές της Γιουγκοσλαβίας, Βουλγαρίας και Ρουμανίας η μείωση της βροχόπτωσης τους καλοκαιρινούς μήνες είναι εξαιρετικά μεγάλη και ανησυχητική γιατί τροφοδοτεί με νερό μεγάλα ποτάμια τα οποία διασχίζουν τη χώρα μας», τονίζει η κ. Ελενα Γεωργοπούλου, ερευνήτρια στην ομάδα που πραγματοποίησε τη συγκεκριμένη μελέτη. Το μέσο ύψος βροχής ανά μήνα μειώνεται σημαντικά, άρα μπορούμε να μιλήσουμε για πιο ξηρό κλίμα. Η μεγαλύτερη ποσοστιαία μείωση σημειώνεται Ιούλιο και Αύγουστο (κατά 64-77%) με τη μεγαλύτερη να καταγράφεται στην Αθήνα και τη μικρότερη στη Θεσσαλονίκη.
Το μέλλον, λοιπόν, διαγράφεται πιο ζεστό και σαφώς πιο ξηρό. «Μια γεύση πήραμε αυτό το καλοκαίρι», λέει η κ. Γεωργοπούλου. «Φανταστείτε έναν Ιούλιο με θερμοκρασίες άνω των 40 βαθμών και ενδιαμέσως να υπάρχουν και θερμοκρασίες γύρω στους 50», προσθέτει ο κ. Λάλας. Ο πληθυσμός της πόλης, εξηγεί, ασφαλώς θα επιδιώξει να μετακινηθεί προς ψυχρότερες περιοχές. «Εκεί να δείτε οικιστικές πιέσεις στην Πάρνηθα, για παράδειγμα, αφού η Πάρνηθα έχει υψόμετρο 1.000 μέτρα και άρα θερμοκρασία περίπου 6-7 βαθμούς χαμηλότερη», συμπληρώνει.
1. Ενέργεια
Οι κλιματικές αλλαγές αναμένεται να επηρεάσουν δραματικά τον τομέα της ενέργειας στη χώρα μας. Από τη μία σαφώς θα υπάρξει αύξηση της ζήτησης κατά 5% (μέση τιμή για όλο το χρόνο), επιπλέον αυτής που έτσι και αλλιώς αναμένεται να υπάρξει λόγω της ανάπτυξης. Η αύξηση αυτή τους καλοκαιρινούς μήνες θα είναι μεγαλύτερη από 13%-23%. Ωστόσο, εκείνο που θα παίξει καθοριστικό ρόλο είναι η μείωση της δυνατότητας παραγωγής ενέργειας από τους υδροηλεκτρικούς σταθμούς της χώρας λόγω της μείωσης των βροχοπτώσεων που μπορεί να φτάσει και το 50%.
Σήμερα στην Ελλάδα λειτουργούν με ευθύνη της ΔΕΗ 15 μεγάλα υδροηλεκτρικά έργα με συνολική εγκατεστημένη ισχύ 3017,8 MW. H ΔΕΗ προγραμματίζει για τα επόμενα χρόνια τη λειτουργία 7 νέων υδροηλεκτρικών μονάδων συνολικής εγκατεστημένης ισχύος 622 MW. To 2005 η υδροηλεκτρική παραγωγή στη χώρα έφθασε τα 5,6 GMh συμβάλλοντας κατά 10% στη συνολική παραγωγή ηλεκτρισμού.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας, η μείωση της παραγωγικής δυνατότητας των εν λόγω εργοστασίων, ειδικά τους καλοκαιρινούς μήνες, θα είναι ιδιαίτερα σημαντική. «Η παραγωγικότητα των υδροηλεκτρικών συγκροτημάτων στον Αχελώο και στον Αλιάκμονα αναμένεται να περιορισθεί κατά 30 - 50%», τονίζει ο κ. Σεβαστιανός Μοιρασγέντης. Οι μειώσεις μάλιστα σε κάποιες υδροηλεκτρικές μονάδες αναμένεται να είναι ακόμα μεγαλύτερες και να φθάσουν στα επίπεδα του 70%, εξαιτίας της μεγάλης μείωσης των βροχοπτώσεων στην περιοχή, ενώ σε άλλες περιοχές όπως στη λίμνη Πλαστήρα εκτιμάται ότι θα είναι μικρότερες.
Εκείνο που πρέπει να εκτιμηθεί ιδιαίτερα, αναφέρουν οι ερευνητές, είναι ότι σε κάποιες περιόδους, ιδιαίτερα το καλοκαίρι, θα υπάρξει εξαιρετικά αυξημένη ζήτηση που θα πρέπει να καλυφθεί. Από την άλλη πλευρά, η ζήτηση ενέργειας τον χειμώνα μπορεί να είναι σημαντικά περιορισμένη.
2. Γεωργία
Στο σχολείο μαθαίναμε ότι η Ελλάδα έχει εύκρατο κλίμα και ότι στη χώρα μας ευδοκιμούν συγκεκριμένα φυτά. Οπως φαίνεται, σύντομα τα βιβλία της μελέτης περιβάλλοντος θα χρειαστεί να αλλάξουν. Οι ερευνητές εξέτασαν την επίδραση των κλιματικών αλλαγών σε μια σειρά καλλιεργειών και συγκεκριμένα τον αραβόσιτο, το σιτάρι, το βαμβάκι και τα αμπέλια, που αποτελούν το 43% των καλλιεργούμενων εκτάσεων στη χώρα (Θράκη, Μακεδονία, Θεσσαλία, Ηπειρος και Πελοπόννησος) και βέβαια συνεισφέρουν σημαντικά στο αγροτικό εισόδημα.
Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι η παραγωγή του αραβόσιτου την περίοδο 2071-2100 αναμένεται να μειωθεί σημαντικά για όλες τις περιοχές που εξετάστηκαν έως και 55% ανάλογα με τις ποικιλίες που χρησιμοποιούνται. Στην περίπτωση του σιταριού τα αποτελέσματα παρουσίασαν μεγάλη διαφοροποίηση μεταξύ των περιοχών –μείωση από 67% έως και αύξηση της τάξης του 15%– δεδομένου ότι πρόκειται για καλλιέργεια που συχνά δεν αρδεύεται και άρα επηρεάζεται από την ξηρασία. Οσον αφορά την καλλιέργεια βαμβακιού, η παραγωγή κυμαίνεται από -29% μέχρι +21%. Παρουσίασε αύξηση στη Θράκη, αφού η αύξηση της θερμοκρασίας θα επιτρέπει να ολοκληρωθεί ο κύκλος της καλλιέργειας, και μείωση σε Μακεδονία και Θεσσαλία, επειδή η αύξηση της θερμοκρασίας θα επηρεάσει την ανάπτυξη του καρπού. Η επίδραση της αλλαγής στο αμπέλι είναι περισσότερο πολύπλοκη, καθώς ο χρόνος ζωής των αμπελώνων είναι μεγάλος· έτσι, σε κάποιες περιοχές και ποικιλίες θα σημειωθεί μεγάλη αύξηση ενώ σε άλλες μεγάλη μείωση.
Συνολικά, ωστόσο η αξία παραγωγής θα μειωθεί κατά 40%, εφόσον βέβαια οι καλλιεργήσιμες εκτάσεις παραμείνουν στα σημερινά επίπεδα. «Οι προσαρμογές που μπορούν να γίνουν στη γεωργία είναι σχετικά εύκολες, όπως αλλαγή της ημερομηνίας σποράς και χρήση άλλων ποικιλιών, περισσότερο προσαρμοσμένων σε θερμότερα κλίματα», τονίζει η κ. Μαίρη Βιταλιώτου.
3. Υδατικοί πόροι
Οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στους υδάτινους πόρους είναι εξαιρετικά σημαντικές, σύμφωνα με τον ερευνητή κ. Ηλία Ταρναρά. Οπως φαίνεται, εφόσον επαληθευτούν τα συγκεκριμένα σενάρια ανόδου της θερμοκρασίας κατά 3,5 βαθμούς, που μάλιστα από ορισμένους κρίνονται ως μετριοπαθή, η Αθήνα θα διαθέτει κατά 50% λιγότερο νερό από αυτό που έχει ανάγκη για την ύδρευση των κατοίκων της.
Οι ερευνητές εξέτασαν τις αναμενόμενες μεταβολές στη διαθεσιμότητα των υδατικών πόρων για τρεις επιλεγμένες γεωγραφικές περιοχές και συγκεκριμένα τις υδρολογικές λεκάνες του Μόρνου, του Εύηνου και του Βοιωτικού Κηφισού ακριβώς λόγω της σύνδεσης των αποθεμάτων τους με την ύδρευση της πρωτεύουσας.
Οι ετήσιες ανάγκες του πολεοδομικού συγκροτήματος της πρωτεύουσας είναι σήμερα 400 εκατ. κ.μ. νερό τον χρόνο με τις υπάρχουσες βέβαια συνθήκες. Με βάση τα αποτελέσματα της έρευνας, ο συνολικός αξιοποιήσιμος όγκος νερού θα είναι ίσος με 125,4 εκατομμύρια κ.μ. ενώ εφόσον επικρατήσουν καλύτερα σενάρια και ληφθούν μέτρα για την αντιμετώπιση των κλιματικών αλλαγών, ο συνολικός αξιοποιήσιμος όγκος μπορεί να φτάσει και τα 202,6 εκατ. κ.μ. νερό. Αν πραγματοποιηθούν έργα υποδομής και γίνει δυνατό να αξιοποιηθούν όλα τα υδατικά αποθέματα των τριών λεκανών, ο διαθέσιμος όγκος νερού δεν θα ξεπεράσει τα 321,5 εκατ. κ.μ. νερό, δηλαδή σημαντικά μικρότερος από τον απαιτούμενο για τις ανάγκες ύδρευσης της πρωτεύουσας.
4. Παράκτιες περιοχές
Η στάθμη της θάλασσας σύμφωνα με τις περισσότερο μετριοπαθείς εκτιμήσεις θα ανέβει κατά περίπου 60 εκατοστά. Ωστόσο, οι επιστήμονες τονίζουν ότι αύξηση της στάθμης κατά 1 ή 2 μέτρα είναι επίσης ένα ρεαλιστικό σενάριο. Συνολικά αναμένεται ότι θα χαθούν περίπου 310.000 - 560.000 στρέμματα στη χώρα μας, σύμφωνα με τους ερευνητές, καθώς θα πλημμυρίσουν. Παρά το γεγονός ότι σε επίπεδο χώρας το ποσοστό αυτό είναι μικρό, σε τοπικό επίπεδο οι αρνητικές επιπτώσεις αναμένονται να είναι ιδιαίτερα σημαντικές. Η εκτίμηση της ανόδου κατά 60 εκατοστά, ένα ή δύο μέτρα ασφαλώς αφορά το σύνολο των θαλάσσων, ενώ κατά περιοχή οι επιπτώσεις διαφοροποιούνται ανάλογα με τις τοπικές συνθήκες.
Οι περιοχές της Ελλάδας που θα επηρεαστούν περισσότερο, σύμφωνα με τους ερευνητές είναι τα Δέλτα του Εβρου και του Νέστου, η περιοχή του Θερμαϊκού Κόλπου, η Λήμνος, η περιοχή του Παγασητικού Κόλπου, η Κέρκυρα, η περιοχή του Αμβρακικού, η λιμνοθάλασσα του Αιτωλικού και του Μεσολογγίου, η περιοχή του κόλπου Κυλλήνης, η Κρήτη και η Ρόδος. Το μεγαλύτερο ποσοστό, 47% της έκτασης που θα χαθεί, βρίσκεται στις παραθαλάσσιες ζώνες, το 16-27% είναι καλλιεργούμενη έκταση, το 6-9% είναι περιοχές με θαμνώδη βλάστηση.
Οι βασικές επιπτώσεις στις παράκτιες περιοχές από την άνοδο της στάθμης της θάλασσας είναι εκτός από τις πλημμύρες και η μετατόπιση των υγροτόπων, η διάβρωση των ακτών, η επιδείνωση των παράκτιων πλημμυρών, η αύξηση της αλατότητας του νερού των ποταμών στις εκβολές και η χειροτέρευση της ποιότητας νερού. Οσον αφορά τέλος την άνοδο του επιπέδου της θάλασσας εξαιτίας των κλιματικών αλλαγών, υπάρχουν και πολύ χειρότερα σενάρια, όπως αυτό που εκτιμά ότι οι παγετώνες της Γροιλανδίας θα εξαφανιστούν οπότε η θάλασσα θα ανέβει κατά 7 περίπου μέτρα.
Ζήσαμε το πιο θερμό καλοκαίρι της 50ετίας!Τρεις παρατεταμένοι και ισχυροί καύσωνες, ενώ σημειώθηκαν θερμοκρασίες-ρεκόρ σε όλη τη χώρα
Του Γιάννη Ελαφρού
Το πιο θερμό καλοκαίρι τουλάχιστον των τελευταίων 50 χρόνων ήταν το φετινό πύρινο τρίμηνο, σύμφωνα με τα πρώτα στοιχεία της Εθνικής Μετεωρολογικής Υπηρεσίας. Με τρεις καύσωνες, για πρώτη φορά από τότε που υπάρχουν μετρήσεις, με θερμοκρασίες - ρεκόρ σε μια σειρά περιοχές, το καλοκαίρι έγινε... κακοκαίρι. Τις συνέπειες τις νιώσαμε στο πετσί μας. Ταυτόχρονα, η φετινή έξαρση της ζέστης στην Ελλάδα αποτελεί έναν κρίκο στην αλυσίδα ανόδου των θερμοκρασιών, που παρατηρείται τα τελευταία 30 χρόνια. Το φαινόμενο του θερμοκηπίου είναι ήδη εδώ και ας κάνουν οι πολιτικοί και οι διαχειριστές της εξουσίας, παγκόσμια, ότι δεν το αντιλαμβάνονται...
Το φετινό καλοκαίρι παρουσιάζει όντως μια ιδιαιτερότητα, σημειώνει ο μετεωρολόγος και συνεργάτης της «Κ» κ. Δημήτρης Ζιακόπουλος, «η οποία συνίσταται στα εξής: Σημειώθηκαν τρεις παρατεταμένοι και ισχυροί καύσωνες. Παρατηρήθηκαν μέγιστες τιμές θερμοκρασίας πρωτοφανείς, τουλάχιστον για τα τελευταία 50 χρόνια στη χώρα. Σε αρκετές περιοχές ήταν το θερμότερο καλοκαίρι των τελευταίων δεκαετιών, με βάση τις μέσες μέγιστες τιμές του τριμήνου».
Οι τρεις καύσωνες
Ο κ. Ζιακόπουλος μας δίνει τη «γεωγραφία» των τριών φαινομένων καύσωνα. Κατά τη διάρκεια του πρώτου καύσωνα (19-28 Ιουνίου 2007) επηρεάστηκε κυρίως η Ανατολική και Νότια Ελλάδα, με αποτέλεσμα να καταγραφούν υψηλότατες τιμές σε Αθήνα και ανατολική Πελοπόννησο. Στην πρωτεύουσα, ο σταθμός της Νέας Φιλαδέλφειας κατέγραψε 46,2 βαθμούς Κελσίου, ενώ στο Αργος έπιασε 46,4 και στο Αστρος 46 βαθμούς Κελσίου. «Στο Αστεροσκοπείο η θερμοκρασία έφτασε στους 44,8 βαθμούς Κελσίου, που είναι η υψηλότερη τιμή από τα τέλη του 19ου αιώνα», υπογραμμίζει ο κ. Ζιακόπουλος. «Ο Ιούνιος του 2007 ήταν σε ορισμένες περιοχές ο θερμότερος Ιούνιος από το 1955, όπως για παράδειγμα στην Αθήνα με τη μέση μέγιστη τιμή να φθάνει τους 33,9 βαθμούς».
Στον δεύτερο καύσωνα (18-25 Ιουλίου 2007) επηρεάστηκε κυρίως η Δυτική και Βόρεια Ελλάδα, όπου καταρρίφθηκαν και πάλι ρεκόρ δεκαετιών σε μια σειρά πόλεις (Σέρρες, Θεσσαλονίκη, Κέρκυρα). «Ο Ιούλιος ήταν γενικά πολύ ζεστός. Στην Αθήνα η μέση μέγιστη θερμοκρασία έφθασε τους 36,1 βαθμούς Κελσίου, η τρίτη κατά σειρά τιμή από το 1955. Το ρεκόρ κρατά ο Ιούλιος του 2000 με 36,3 βαθμούς Κελσίου», σημειώνει ο κ. Ζιακόπουλος.
Ο τρίτος καύσωνας (21-26 Αυγούστου 2007) επηρέασε βασικά τη Δυτική Ελλάδα και είναι φανερό ότι συνέβαλε στο φούντωμα των καταστροφικών πυρκαγιών της Δυτικής Πελοποννήσου. «Οι καταβατικοί ισχυροί βορειοανατολικοί άνεμοι ανέβασαν για αρκετές ημέρες τη θερμοκρασία σε επίπεδα πάνω από τους 40 βαθμούς στην Ηπειρο, στη Δυτική Στερεά και τη Δυτική Πελοπόννησο», εξηγεί ο συνεργάτης της «Κ». «Στην ανατολική ηπειρωτική Ελλάδα ο καύσωνας αυτός ήταν ηπιότερος, η θερμοκρασία δεν ξεπέρασε τους 39 βαθμούς Κελσίου. Στην Αθήνα, ειδικότερα, η μέση μέγιστη θερμοκρασία του Αυγούστου ήταν 35,1 βαθμούς Κελσίου (το ρεκόρ είναι 35,8 βαθμοί από το 1998)».
Αλλά δεν ήταν μόνο οι τρεις καύσωνες. Υψηλότατη ήταν και η μέση μέγιστη θερμοκρασία του φετινού καλοκαιριού. Σύμφωνα με τα στοιχεία του μετεωρολογικού σταθμού στη Νέα Φιλαδέλφεια, η τιμή διαμορφώθηκε στους 35 Κελσίου, η υψηλότερη των τελευταίων 52 ετών! Η αμέσως επόμενη υψηλή τιμή καταγράφηκε το 1998 (34,7 βαθμοί Κελσίου), ενώ την τριετία 1999 - 2001 κινήθηκε στους 34,3 - 34,4 βαθμούς. Το 2003 είχε πιάσει 34,5 βαθμούς.
Δεν πρόκειται για μεμονωμένο φαινόμενο. Συνολικά, τα τελευταία δέκα χρόνια, έξι φορές η μέση μέγιστη θερμοκρασία στη Νέα Φιλαδέλφεια έχει ξεπεράσει τους 34 βαθμούς Κελσίου, γεγονός που ήταν σπάνιο παλαιότερα. Πρόκειται για μια σημαντική τάση ανόδου, εάν συνυπολογίσουμε ότι η μέση μέγιστη τιμή των θερινών μηνών της 30ετίας 1961-1990 (η οποία ονομάζεται Κανονική Τιμή) είναι 32,6 βαθμοί Κελσίου. «Υπάρχει αδιαμφισβήτητη άνοδος της θερμοκρασίας στην πρωτεύουσα μετά το 1975, όπως φαίνεται και από το διάγραμμα θερμοκρασιών», υπογραμμίζει ο κ. Ζιακόπουλος.
Το καυτό καλοκαίρι που περάσαμε, ένα από τα χειρότερα των τελευταίων δεκαετιών, είχε ένα δραματικό απολογισμό: εκατομμύρια στρέμματα καμένων εκτάσεων, χαμένες ζωές. Αλλά και γενικευμένη δυσφορία στις πόλεις, θερμοπληξίες (τουλάχιστον 366 περιστατικά, εκ των οποίων 18 θανατηφόρα στους δύο πρώτους καύσωνες), επιβάρυνση της υγείας, καταπόνηση χλωρίδας και πανίδας, πρωτοφανή κατανάλωση ενέργειας. Ισως τα καλοκαίρια δεν θα είναι πια τόσο ανέμελα, όσο παλιότερα...
Ζέστη ακόμη και τη νύχτα
Του Μιχάλη Πετράκη*
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η μέση μέγιστη θερμοκρασία του καλοκαιριού έχει τραβήξει προς τα πάνω. Συνέβαλαν σημαντικά και τα θερμικά επεισόδια, οι καύσωνες, που είχαμε φέτος. Η τάση αυτή είχε ανιχνευθεί από την ανάλυση των μοντέλων κλιματικής αλλαγής, αλλά πλέον καταγράφεται στην πραγματικότητα. Η συχνότητα εμφάνισης υψηλών τιμών είναι τριπλάσια τα τελευταία 15 χρόνια απ’ ό,τι παλιότερα.
Ιδιαίτερα πρέπει να μας ανησυχήσει το τι συμβαίνει με την ελάχιστη θερμοκρασία, δηλαδή με το πόσο πέφτει η θερμοκρασία τη νύχτα. Η πτώση αυτή ανακουφίζει τους κατοίκους και την πόλη, βοηθά στην αντιμετώπιση της ζέστης της ημέρας.
Oμως, ειδικά στο κέντρο της Αθήνας αλλά και στα τσιμεντοποιημένα προάστια, η άναρχη δόμηση, τα κτίρια – τέρατα που έχουμε οικοδομήσει (όπως στο Μαρούσι), διαμορφώνουν το φαινόμενο της θερμικής νησίδας, που κρατά τη ζέστη και μειώνει τη θερμοκρασιακή διαφορά ημέρας – νύχτας. Το γεγονός, μάλιστα, ότι κάηκαν τα περιαστικά δάση της Αθήνας μειώνει τη δυνατότητα δροσισμού της πόλης. Τα χρόνια που έρχονται μπορεί να είναι πολύ χειρότερα. Πρέπει να πάρουμε μέτρα...
* Ο κ. Μ. Πετράκης είναι διευθυντής Ινστιτούτου Ερευνών Περιβάλλοντος του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών.