Η ιστορία με τους «στημένους» αγώνες, γνωστή εδώ και χρόνια στους παροικούντες την Ιερουσαλήμ, δεν είναι ξεκομμένη από το γενικότερο ημεδαπό οικονομικό και κοινωνικό πλαίσιο.
Ο -σε μεγάλο βαθμό- παρασιτικός χαρακτήρας της ελληνικής μεγαλοαστικής τάξης, είχε κάποτε την έννοια της αποβιομηχάνισης Η μεταπρατική φύση του τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες εξελίχθηκε σε χρηματιστηριακή-τραπεζική, γενικότερα υπηρεσιών, εξυπηρετήσεων και διευκολύνσεων (Το εφοπλιστικό κεφάλαιο εξαιρείται καθώς οι δραστηριότητες του σε μεγάλο βαθμό ήταν και είναι έξω από τα στενά όρια της ελληνικής οικονομίας).
Η πρόσδεση της λεγόμενης ελληνικής «αστικής τάξης» στο άρμα της εκάστοτε εξουσίας, εξασφάλιζε την αναπαραγωγή της. Παράλληλα δημιουργούσε νέους αντιπαραγωγικούς πόλους. Η ποιότητα των μελών της έφθινε, καθώς το δαιμόνιο της επιχειρηματικότητας, αντικαταστάθηκε από τον δαίμονα της πρόσβασης στα πολιτικά κλιμάκια. Η στενή αυτή σχέση που έμεινε στην καθημερινή ορολογία ως «διαπλοκή» ήταν στην πραγματικότητα ο εκφυλισμός της μεγαλοαστικής τάξης, σε μια εκδοχή «λούμπεν αστική».
Οι «φωτογραφικοί» διαγωνισμοί, τα «φιλέτα» του Δημοσίου, η «επιστήμη των μεσαζόντων» γαλούχησαν γενιές επί γενεών «αστών» κρατικοδίαιτους, εξαρτώμενους, αντιπαραγωγικούς
Δεν ήταν λίγες οι φορές που για να πετύχουν τους στόχους τους, «τάιζαν» ολόκληρα συστήματα. Στην πραγματικότητα υπερτιμολογούσαν έργα και υπηρεσίες προκειμένου να πάρουν όλοι το «μερτικό» τους, να μείνουν όλοι ευχαριστημένοι και να μην «κελαηδήσει» κανείς στα ΜΜΕ. Στην πράξη επιβάρυναν τον φορολογούμενο και το χρέος με δυσθεώρητα και αναίτια ποσά.
Με λίγα λόγια η δομή των κρατικών προμηθειών κάθε είδους, έκρυβε από πίσω της μια θλιβερή παθογένεια. Οι αρχές της ελεύθερης οικονομίας αλλά και της λογικής αντικαταστάθηκαν από τις απαιτήσεις των συμμετεχόντων στο πάρτι.
Ο εύκολος και γρήγορος πλουτισμός, οι «παράγοντες» του οικονομικού βίου που φύτρωναν σαν τα μανιτάρια και πόζαραν φιλάρεσκα για τις κυριακάτικες εκδόσεις, ήταν στην πραγματικότητα η ελληνική εκδοχή μιας λατινοαμερικανικού τύπου αστικής τάξης: Διαβρωμένη, εκφυλισμένη, αποϊδεολογικοποιημένη, η τάξη αυτή όχι μόνο δεν μπόρεσε να παίξει το ρόλο της ως εγχώριο «κεφάλαιο» αλλά ταυτίστηκε και με ξένα συμφέροντα και εταιρείες, απεμπολώντας την όποια εθνική της ταυτότητα.
Οι γνωστοί και μη εξαιρετέοι κονδυλοφόροι – προπαγανδιστές των «ιδανικών» της Νέας Τάξης, της Παγκοσμιότητας και της πολιτισμικής άλωσης δεν είναι παρά μίσθαρνα όργανα αυτής της χωρίς ιδανικά, αρχές και πατρίδα «αστικής τάξης». Το γεγονός ότι χάρις στο ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα αυτή η τάξη κατάφερε να αποκτήσει και τον έλεγχο του ΜΜΕ είχε ως αποτέλεσμα και τον εκμαυλισμό της κοινωνίας. Η οποία καθισμένη στον καναπέ της έπαιρνε μάτι στα απόκρυφα της «καλής κοινωνίας» και ονειρευόταν να γίνει σαν κι αυτήν.
Επίορκοι δικαστές και αστυνομικοί, επαγγελματίες δολοφόνοι και κουστουμαρισμένοι εκτελεστές κρατικών συμβολαίων, λαθρέμποροι ναρκωτικών και ιδεών, ντοπαρισμένοι αθλητές και πουλημένοι διαιτητές, κράτος και παρακράτος, παιδεραστές και αργυρώνητοι προστάτες των ηθών, παρήλαυναν καθημερινά στα τηλεοπτικά «παράθυρα» και την ζωή μας, διαπλεκόμενοι με «ροζ ιστορίες» και σκοτεινές διαμεσολαβήσεις, υπό την αιγίδα σκανδαλοθήρων δημοσιογράφων που λάτρευαν μόνο το λογαριασμό τους στην τράπεζα.
Αυτή ήταν η ζωή που πλάσαραν στον λαό. Καθ’εικόνα και ομοίωση τους.
Φτάσαμε όμως στο τέλος. Και στην αποκάλυψη της πραγματικής φύσης τους. Δεν χρειάζεται να αναφερθούμε σε ονόματα. Τους βλέπουμε όλοι στην τηλεόραση και τους διαβάζουμε στις δικογραφίες των κοριών. Ποια είναι η ουσία; Η καθημερινή συναναστροφή και η επιχειρηματική διαπλοκή σε στοιχηματικές και άλλες μπίζνες των σπουδαίων και τρανών που αγόραζαν πολιτικούς και ΜΜΕ με άτομα του κοινού ποινικού δικαίου. Οι πολίτες αντιλαμβάνονται πλέον μια πραγματικότητα πολύ διαφορετική από την γκλαμουριά και το «δήθεν» που αποπνέουν συνήθως τα ρεπορτάζ για τους γάμους, τα βαφτίσια και τις ευεργεσίες τους.
Αλλά όπως έλεγε και ο Μαρξ «ο καπιταλισμός φτιάχνει το σκοινί που θα τον κρεμάσει». Θα “σφαχτούν” μεταξύ τους όσο η κρίση θα βαθαίνει.
Από το Antinews
Η πρόσδεση της λεγόμενης ελληνικής «αστικής τάξης» στο άρμα της εκάστοτε εξουσίας, εξασφάλιζε την αναπαραγωγή της. Παράλληλα δημιουργούσε νέους αντιπαραγωγικούς πόλους. Η ποιότητα των μελών της έφθινε, καθώς το δαιμόνιο της επιχειρηματικότητας, αντικαταστάθηκε από τον δαίμονα της πρόσβασης στα πολιτικά κλιμάκια. Η στενή αυτή σχέση που έμεινε στην καθημερινή ορολογία ως «διαπλοκή» ήταν στην πραγματικότητα ο εκφυλισμός της μεγαλοαστικής τάξης, σε μια εκδοχή «λούμπεν αστική».
Οι «φωτογραφικοί» διαγωνισμοί, τα «φιλέτα» του Δημοσίου, η «επιστήμη των μεσαζόντων» γαλούχησαν γενιές επί γενεών «αστών» κρατικοδίαιτους, εξαρτώμενους, αντιπαραγωγικούς
Δεν ήταν λίγες οι φορές που για να πετύχουν τους στόχους τους, «τάιζαν» ολόκληρα συστήματα. Στην πραγματικότητα υπερτιμολογούσαν έργα και υπηρεσίες προκειμένου να πάρουν όλοι το «μερτικό» τους, να μείνουν όλοι ευχαριστημένοι και να μην «κελαηδήσει» κανείς στα ΜΜΕ. Στην πράξη επιβάρυναν τον φορολογούμενο και το χρέος με δυσθεώρητα και αναίτια ποσά.
Με λίγα λόγια η δομή των κρατικών προμηθειών κάθε είδους, έκρυβε από πίσω της μια θλιβερή παθογένεια. Οι αρχές της ελεύθερης οικονομίας αλλά και της λογικής αντικαταστάθηκαν από τις απαιτήσεις των συμμετεχόντων στο πάρτι.
Ο εύκολος και γρήγορος πλουτισμός, οι «παράγοντες» του οικονομικού βίου που φύτρωναν σαν τα μανιτάρια και πόζαραν φιλάρεσκα για τις κυριακάτικες εκδόσεις, ήταν στην πραγματικότητα η ελληνική εκδοχή μιας λατινοαμερικανικού τύπου αστικής τάξης: Διαβρωμένη, εκφυλισμένη, αποϊδεολογικοποιημένη, η τάξη αυτή όχι μόνο δεν μπόρεσε να παίξει το ρόλο της ως εγχώριο «κεφάλαιο» αλλά ταυτίστηκε και με ξένα συμφέροντα και εταιρείες, απεμπολώντας την όποια εθνική της ταυτότητα.
Οι γνωστοί και μη εξαιρετέοι κονδυλοφόροι – προπαγανδιστές των «ιδανικών» της Νέας Τάξης, της Παγκοσμιότητας και της πολιτισμικής άλωσης δεν είναι παρά μίσθαρνα όργανα αυτής της χωρίς ιδανικά, αρχές και πατρίδα «αστικής τάξης». Το γεγονός ότι χάρις στο ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα αυτή η τάξη κατάφερε να αποκτήσει και τον έλεγχο του ΜΜΕ είχε ως αποτέλεσμα και τον εκμαυλισμό της κοινωνίας. Η οποία καθισμένη στον καναπέ της έπαιρνε μάτι στα απόκρυφα της «καλής κοινωνίας» και ονειρευόταν να γίνει σαν κι αυτήν.
Επίορκοι δικαστές και αστυνομικοί, επαγγελματίες δολοφόνοι και κουστουμαρισμένοι εκτελεστές κρατικών συμβολαίων, λαθρέμποροι ναρκωτικών και ιδεών, ντοπαρισμένοι αθλητές και πουλημένοι διαιτητές, κράτος και παρακράτος, παιδεραστές και αργυρώνητοι προστάτες των ηθών, παρήλαυναν καθημερινά στα τηλεοπτικά «παράθυρα» και την ζωή μας, διαπλεκόμενοι με «ροζ ιστορίες» και σκοτεινές διαμεσολαβήσεις, υπό την αιγίδα σκανδαλοθήρων δημοσιογράφων που λάτρευαν μόνο το λογαριασμό τους στην τράπεζα.
Αυτή ήταν η ζωή που πλάσαραν στον λαό. Καθ’εικόνα και ομοίωση τους.
Φτάσαμε όμως στο τέλος. Και στην αποκάλυψη της πραγματικής φύσης τους. Δεν χρειάζεται να αναφερθούμε σε ονόματα. Τους βλέπουμε όλοι στην τηλεόραση και τους διαβάζουμε στις δικογραφίες των κοριών. Ποια είναι η ουσία; Η καθημερινή συναναστροφή και η επιχειρηματική διαπλοκή σε στοιχηματικές και άλλες μπίζνες των σπουδαίων και τρανών που αγόραζαν πολιτικούς και ΜΜΕ με άτομα του κοινού ποινικού δικαίου. Οι πολίτες αντιλαμβάνονται πλέον μια πραγματικότητα πολύ διαφορετική από την γκλαμουριά και το «δήθεν» που αποπνέουν συνήθως τα ρεπορτάζ για τους γάμους, τα βαφτίσια και τις ευεργεσίες τους.
Αλλά όπως έλεγε και ο Μαρξ «ο καπιταλισμός φτιάχνει το σκοινί που θα τον κρεμάσει». Θα “σφαχτούν” μεταξύ τους όσο η κρίση θα βαθαίνει.
Από το Antinews