Στις αρχές της δεκαετίας του '80, ζούσαμε σ' ένα μεταίχμιο: «στη ρωγμή του χρόνου», όπως θα έλεγε ο Ρασούλης, με τη φωνή του Παπάζογλου.
Ήμουν τότε ανάμεσα στα 20 και στα 25 μου, και μπορεί να ξέραμε τι είχε προηγηθεί, όχι όμως τι θα επακολουθούσε. Πίσω μας, η γενιά του 1970, με τα ξεφτισμένα συλλογικά οράματα. Και μπροστά μας, οι νεότεροι, που έμελλε να παραδοθούν στον πιο έξαλλο ατομικισμό, μέσω της καταναλωτικής αφθονίας και του ευδαιμονισμού. Ιδίως από το '89 και μετά, οπότε υπερίσχυσε ο ασύδοτος χρηματοπιστωτικός καπιταλισμός, που μας οδήγησε στην οικονομική κρίση.Από μια πλευρά ήταν χρυσή εποχή. Μια δεκαετία σφραγισμένη από την πασοκική Αλλαγή. Και από τον εφηρμοσμένο φεμινισμό, όπου το «μάτσο» αρσενικό έγινε καταγέλαστο. Ο αντιαμερικανισμός κόχλαζε σε βαθμό υστερίας (η φωτιά του σιγοκαίει τώρα ως αντίθεση στην παγκοσμιοποίηση). Την αρχική μας άρνηση απέναντι στην ΕΟΚ θα τη διαδεχόταν η αποδοχή της, όπως σε κάθε πένθος, μολονότι εν προκειμένω βοήθησαν και τα ευρωπαϊκά κονδύλια. Πρώτη φορά μετά τους χίπις, η επιδημία του AIDS θα ύψωνε ένα ανάχωμα στην ερωτική ελευθεριότητα, προκαλώντας έναν παροξυσμό της πορνογραφίας. Θα θριάμβευε η επώνυμη μάρκα στο ντύσιμο: ο μαζάνθρωπος και η στολή του. Ήταν η εποχή που πρωτονιώσαμε στο πετσί μας τον καύσωνα, και το Μεγάλο Ελληνικό Καλοκαίρι άρχιζε να μετατρέπεται από όνειρο σε εφιάλτη.
Όμως, ειδικά τα πρώτα εκείνα χρόνια, η γενιά μου είχε την τύχη να βρεθεί σ' ένα σπάνιο σημείο ισορροπίας. Μετέωρη ανάμεσα στη συλλογικότητα και στον ατομικισμό, στην παράδοση και στο μοντέρνο, στο ρομαντισμό και στον πραγματισμό. Σε σύγκριση με τους προηγούμενους, είχαμε φτωχές εμπειρίες: ούτε έπος της Αντίστασης κι Εμφύλιο, ούτε Πολυτεχνείο. Αλλά είχαμε συνείδηση αυτής της έλλειψης, της απογύμνωσης από ηρωισμούς και μεγάλα λόγια - όχι όπως οι ακόμα νεότεροι, που μεγάλωσαν αντιμέτωποι με το σκέτο τίποτα και αυταπατώνται ότι «παγκοσμιοποιήθηκαν». Μπροστά στις καταπιεστικές συμβάσεις των μεγαλύτερων και στην κυνική αφασία των μικρότερων, εμείς βιώναμε μια αναζωογονητική ελευθερία, που μας επέτρεπε να κρίνουμε με μια σχεδόν αιρετική ματιά.
Βλέπαμε, φέρ' ειπείν, ότι ο Ανδρέας Παπανδρέου ήταν ο ηγέτης που άλλαξε τη χώρα όσο κανείς άλλος μεταπολεμικά. Όμως, εξίσου προς το καλύτερο και προς το χειρότερο, αφού συνόψιζε τα εθνικά μας προτερήματα κι ελαττώματα. Ο Κοσκωτάς ήταν η ζωντανή απόδειξη ότι τα ΜΜΕ αποκτούσαν την πρωτοκαθεδρία. Η Μελίνα Μερκούρη μας δίδασκε ότι το πάθος στην πολιτική, έστω και το θεατρινίστικο, είναι καλύτερο από το τίποτα. Όσο για τον Χαρίλαο Φλωράκη, απορούσαμε: πώς κολλάνε το αρχέτυπο του κατσαπλιά καπετάνιου με τη λαμπρή κοινοβουλευτική καριέρα;
Ο Μάνος Χατζιδάκις ήταν ο διεθνής βάρδος του βαθύτερου και του πιο εκλεπτυσμένου λυρισμού μας. Και ο Θεοδωράκης: ο ακόμα πιο διεθνής μας, επικολυρικός αυτός. Όμως, συμφωνούσαμε και με την κριτική που τους έκανε ο μέγας σόουμαν της γενιάς του Πολυτεχνείου, ο Σαββόπουλος: «Χατζιδάκια μ', Θοδωράκια μ', ισείς τρώτι κι πίνιτι κι εμένα μι τρώει η αρκούδα». Ο Παπάζογλου μας φαινόταν η καλόκαρδη και εναλλακτική πλευρά της ίδιας γενιάς. Κι ο Τζίμης Πανούσης: έξοχος, και μαζί αδικαιολόγητα χυδαίος. Οι αδελφοί Κατσιμίχα, αν και κατά βάθος ροκάδες, διέθεταν την αβίαστη γνησιότητα του παλιού λαϊκού τραγουδιού. Όμως, οι χαρακτηριστικοί εκπρόσωποι της γενιάς μου ήταν οι Φατμέ κι ο Πορτοκάλογλου, που έτυχε να τους ζήσω από κοντά.
Χάρη στο ίδιο εκείνο πνεύμα ελευθερίας, κατόρθωσα να μαθητεύσω στο εργαστήριο ενός λογοτέχνη όπως ο Κουμανταρέας, που ταξικά και αισθητικά ήταν πολύ πιο συντηρητικός, και να γίνουμε φίλοι. Για τη γενιά μου, ο Θόδωρος Αγγελόπουλος ήταν όντως σπουδαίος. Και την ίδια στιγμή, υποψιαζόμασταν ότι ακόμα σπουδαιότερο έργο του ίσως ήταν το πώς επέβαλε το έργο του, όπως ισχυριζόταν ο Νίκος Νικολαΐδης, ο ανατρεπτικός πρίγκιπας του ντόπιου σινεμά.
Από την άλλη, ο Μένιος Κουτσόγιωργας δεν ήταν καλός ή κακός, αλλά ένα πρόσωπο τραγικό. Από χαλίφης στη θέση του χαλίφη όσο νοσούσε ο Αντρέας στο Λονδίνο, σύρθηκε στο Ειδικό Δικαστήριο για το σκάνδαλο Κοσκωτά, αποφασίστηκε η προφυλάκισή του, κι εκεί μες στην αίθουσα υπέστη εγκεφαλικό επεισόδιο, που τελικά τον έστειλε στον τάφο. Ακόμα πιο φρικτή ιστορία, για την οποία θα χρειαζόταν τουλάχιστον ένας Ντοστογιέφσκι, η διαβόητη υπόθεση Νάσιουτζικ, κι ο φόνος στο Κολωνάκι του 73χρονου εμπόρου και συγγραφέα Θανάση Διαμαντόπουλου από 94 σφυριές στο κεφάλι.Ξεχωριστή θέση στην πινακοθήκη του Κακού καταλάμβανε κι ο «δράκος» της Βόρειας Ελλάδας, Κυριάκος Παπαχρόνης, βιαστής και σίριαλ κίλερ, με τρομερές ερωτικές κατακτήσεις, αφότου μπήκε φυλακή. Ο «ισοβίτης ή δραπέτης», σύμφωνα με τον τίτλο της αυτοβιογραφίας του, Βαγγέλης Ρωχάμης, ήταν για μας ο νέος λήσταρχος Νταβέλης (τη θέση του διεκδικεί σήμερα ο Βασίλης Παλαιοκώστας και οι χολιγουντιανές αποδράσεις του με ελικόπτερα). Ακόμα και σ' ένα μνημείο φτήνιας και κακογουστιάς, όπως ο αστέρας της βιντεοκωμωδίας Στάθης Ψάλτης, εμείς διακρίναμε σπίθες αυτοπαρωδίας.
Όταν η ομάδα μπάσκετ του Άρη δοξάστηκε, κι η Ελλάδα έγινε πρωταθλήτρια στο «ευρωμπάσκετ», μάθαμε απέξω τα ονόματα των Γκάλη, Φασούλα και Γιαννάκη, και καμαρώναμε σαν γύφτικα σκεπάρνια. Απολαμβάναμε την τηλεοπτική όαση «Ζήτω το ελληνικό τραγούδι», που σκάρωνε ο Σαββόπουλος, και νιώσαμε ορφανοί όταν, μετά από μερικά ακόμα δημιουργικά βήματα, αποφάσισε να σιωπήσει. Να που δεν κρατήθηκε, όμως, και το έριξε στη νοσταλγική αυτοεπανάληψη, φλερτάροντας αναπόφευκτα με την αυτοπαρωδία.
Θεωρούσαμε ότι το ΕΣΥ θα έπρεπε να είχε γίνει από καιρό, και παράλληλα το αντιμετωπίζαμε σαν να ήταν ένας θεσμός εκ γενετής προβληματικός. Και το βρίσκαμε φυσικό που έντιμοι πολιτικοί σαν τον Γεννηματά είχαν ακόμα τότε τον πρώτο ρόλο. Στη διασκέδαση συνδυάζαμε τρόπους που για τους παλιότερους ήταν αντιφατικοί σε βαθμό σχιζοφρένειας: μπαράκια και καφετέριες, με ντισκοτέκ και σκυλάδικα. Περαστικός από τα Εξάρχεια, έβλεπα τον Νικόλα Ασίμο να παίζει τα τραγούδια του στο δρόμο, εξαθλιωμένος και κακομοίρης. Όσο συνεπής κι αν υπήρξε στο εναλλακτικό όραμά του, η μετά θάνατον αγιοποίησή του πάντα θα με εκπλήσσει.
Σχεδόν με το που εφαρμόστηκε το Μονοτονικό, άρχισαν να μας λείπουν οι περισπωμένες και οι δασείες. Όσο για τις τηλεφωνικές υποκλοπές, πώς να σε εντυπωσιάσουν, όταν σε λίγο θα κατέφταναν τα κινητά, για τα οποία είχε πλήρη άγνοια μέχρι και η επιστημονική φαντασία; Νιώσαμε τρόμο με το πυρηνικό ατύχημα στο Τσέρνομπιλ, και παρά τα λεγόμενα του Μαρξ, μόνο φάρσα δεν αποδείχτηκε η επανάληψη της Ιστορίας πρόσφατα στη Φουκουσίμα της Ιαπωνίας.
Στο νου μας, ο 15χρονος Μιχάλης Καλτεζάς, που δολοφονήθηκε από αστυνομικό το '85, συνδέθηκε με τις καταλήψεις στο Χημείο και στο Πολυτεχνείο. Από εκεί και μετά, σαν να θέριεψε ο αντιεξουσιαστικός χώρος, που σήμερα μας θυμίζει περισσότερο από κάθε άλλον τους προδικτατορικούς «κομμουνιστοσυμμορίτας». Ο Χατζιδάκις, μέσ' απ' τις στήλες τού καλαίσθητου και πολυφωνικού περιοδικού του «Τέταρτο», έβλεπε με θετικό μάτι τους αναρχικούς. Τι θα έλεγε, άραγε, για τους τωρινούς μηδενιστές μπαχαλάκηδες;
Θυμάμαι, επίσης, πόσο είχα νιώσει μειονεκτικά βλέποντας ότι, ενώ σε άλλες χώρες οι πολιτικά στρατευμένοι δημιουργοί προβιβάζονταν σε κορυφαίους θεσμικούς παράγοντες (ο θεατρικός συγγραφέας Βάτσβαλ Χάβελ, πρόεδρος της Τσεχοσλοβακίας), εδώ σ' εμάς, αντί για τον συγγραφέα του «Ζ» (Β. Βασιλικός), έγινε πρόεδρος της Δημοκρατίας ένας από τους ήρωές του (Χρ. Σαρτζετάκης).
Τα ναρκωτικά μεταβάλλονταν σε μάστιγα και οι θεραπευτικές κοινότητες ξεφύτρωναν σαν μανιτάρια. Παραδόξως, ωστόσο, κανείς από την πεζογραφική «γενιά του 1980» (Τατσόπουλος, Σφακιανάκης, Ταμβακάκης, Βακαλόπουλος, εγώ) δεν έγραψε κάποιο μείζον έργο, για το μείζον αυτό σύγχρονο θέμα. Ζούσαμε την άνθηση και το μαρασμό των ραδιοπειρατών (το σκηνικό της νουβέλας μου «Διόδια») και βαυκαλιζόμασταν ότι η επερχόμενη ιδιωτική ραδιοτηλεόραση θα ήταν «ελεύθερη».
Η δομή του νεοφερμένου βίντεο κλιπ άρχιζε να επιδρά στον εγκέφαλό μας, κι ήμασταν τα πειραματόζωα όπου πρωτοδοκιμάστηκε η πρόσληψη της πραγματικότητας με τον τρόπο του τηλεοπτικού ζάπινγκ. Εννοείται ότι χαιρόμασταν βλέποντας τα κόμικς να μετατοπίζονται στο επίκεντρο της κυρίαρχης κουλτούρας. Και να επιβάλλεται ως αυταξία η αργκό της νεολαίας. Οι σημερινοί πιτσιρικάδες αγνοούν ότι, προηγουμένως, το να γράφεις εκφράσεις όπως «μου τη σπάει» ή «τη βρίσκω», σχεδόν απαγορευόταν.
Τότε ακόμα δείχναμε κατανόηση στο «αντάρτικο πόλης» της 17 Νοέμβρη και του ΕΛΑ, πριν τους γυρίσουμε τελικά την πλάτη. Χάσαμε τα αυθεντικά λαϊκά, αλλά βρήκαμε τα νεορεμπέτικα-νεολαϊκά: Οπισθοδρομική Κομπανία, «Η εκδίκηση της γυφτιάς» των Ρασούλη-Ξυδάκη, Χειμερινοί Κολυμβητές, Παιδιά από την Πάτρα. Το «νέφος» προλείαινε μέσα μας το έδαφος για την εξάπλωση της οικολογίας. Και οι Νεοορθόδοξοι επανόρθωναν, σαν γενιά κι αυτοί, το σφάλμα της νεότητάς τους, τότε που ως φανατικοί αριστεροί διέγραφαν τη θρησκεία. Τι αχαρακτήριστη ευκολία, ιδίως σε μια χώρα άσχετη με επιστήμες, Αναγέννηση και Διαφωτισμό, όπου η θρησκεία έπαιζε ανέκαθεν μετωπικό ρόλο.
Η αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης παραάργησε: εμείς αντιμετωπίζαμε ήδη σχεδόν αδιάφορα τα τραύματα του Εμφυλίου. Κάπου βάλαμε το χεράκι μας να μετατραπεί η γιορτή του Πολυτεχνείου σ' εμποροπανήγυρη (εδώ ο Μαρξ δικαιώνεται: υπό μορφήν εορτασμού, η επανάληψη της Ιστορίας καταλήγει μοιραία σε φάρσα). Θεωρούσαμε σχήμα οξύμωρο τη διατύπωση «κυβερνητικός συνδικαλισμός». Και ήμασταν διστακτικοί απέναντι στην καθιέρωση των γκάλοπ και των σφυγμομετρήσεων του κοινού (λες και σφυγμομετρούν κανέναν άρρωστο). Είχαμε συνείδηση ότι τα ΚΑΠΗ υποκαθιστούν τα «κομμάτια και θρύψαλα» της παραδοσιακής νεοελληνικής οικογένειας. Και καλωσορίσαμε την απενοχοποίηση της γυμναστικής και το ναρκισσισμό του σώματος.Στις αρχές της δεκαετίας του '90, είχε αρχίσει ήδη να ξηλώνεται το ύφασμα. Με την επαναστατικότητα της νεολαίας να εξαντλείται στο λάιφσταϊλ του περιοδικού «Κλικ», και με την ΚΝΕ ν' αντιπροσωπεύει μια αντίθετη, αλλά επίσης ψευδεπίγραφη επαναστατικότητα. Το ίδιο ψευδεπίγραφος αποδεικνυόταν κι ο αντιαμερικανισμός μας: ακόμα και στα χάμπουργκερ επιμείναμε ελληνικά, αλά Goody'ς. Κάποτε θεωρούσα εικαστικό σύμβολο του «εδώ και τώρα» τον Δρομέα του Βαρώτσου, στημένον όχι όπως σήμερα απέναντι από το Χίλτον, αλλά μες στο συντριβάνι της Ομόνοιας. Σταδιακά, όμως, ο αγχωμένος μεταμοντέρνος άνθρωπος από γυαλί και σίδερο, σαν να ξεθώριασε μέσα μου.
Τώρα πια, ο καθένας μας έχει γίνει ένας Μοναχικός Πλανήτης, και τα διδάγματα ελευθερίας από τη μεταιχμιακή εκείνη εποχή, σαν να χάθηκαν μέσα στο ωκεάνιο κύμα κομφορμισμού, συμφεροντοκρατίας και κυνισμού που μας σάρωσε έκτοτε. Κι έτσι, εναποθέτουμε τις ελπίδες μας στην κρίση. Όσο βαθαίνει, κομματιάζοντας τη γυαλιστερή βιτρίνα του νεοπλουτισμού, ίσως αφήσει ν' αναδυθεί η ευκαιρία για μια «επιστροφή στο μέλλον» των αρχών της δεκαετίας του '80. Ίσως μας περιμένει ξανά παρακάτω, άλλη μια «ρωγμή του χρόνου».
.
Από το "επτά 7", ένθετο στην Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία της 12ης Ιουνίου 2011