Γεννημένος την αυγή του 20ου αιώνα στις 18 Μαρτίου του 1900 από μία παρέα σπουδαστών στο Άμστερνταμ, ο Άγιαξ έμελλε να κάνει στις αρχές της δεκαετίας του '70 την πιο μεγάλη ποδοσφαιρική επανάσταση.
Η ίδρυση αυτής της τεράστιας ομάδας μπαίνει με χρυσά γράμματα στην ιστορία του ποδοσφαίρου, που ποτέ δεν θα ήταν πια το ίδιο από την ώρα που ο επιθετικός προσδιορισμός «ολοκληρωτικό» θα προστίθετο μπροστά του.
Το να παίζεις ποδόσφαιρο δεν είναι τέχνη. Τέχνη είναι να κάνεις πράγματα με την μπάλα που άλλοι δεν φαντάζονται.
Χρόνια αργότερα, ο Γκερντ Μιούρεν, ένας εξαιρετικός φορ που μεταγράφηκε το καλοκαίρι του '75 στη Βαλένθια, έκανε την πιο σκληρή αυτοκριτική για κείνη την ομάδα. «Είμασταν μία παρέα στην αρχή, αλλά μετά ο καθένας πήρε το δρόμο του. Γίναμε αλαζόνες και γελάγαμε με τον αντίπαλο. Θυμάμαι πως, όταν διαπιστώσαμε ότι η Γιουβέντους μας έτρεμε στο Βελιγράδι στον τελικό του 1973, κάναμε πλάκα στα αποδυτήρια. Και ο καθένας πίστευε πώς ήταν ένας μικρός Θεός. Ο Κρόιφ όμως έκανε τη διαφορά. Και μόλις έφυγε, χάσαμε τη γη κάτω από τα πόδια. Αν μέναμε μαζί πιστεύω πως θα φτάναμε έξι, ακόμη και επτά Κύπελλα σερί». Ακούγεται υπερφίαλο. Μπορεί όμως να μην ήταν. Γιατί ο μέσος όρος ηλικίας του Άγιαξ τότε ήταν μόλις 25 ετών! Εκπληκτικό και συνάμα πολύ εκφοβιστικό για τους υπόλοιπους.
Ο Άγιαξ δεν έγινε από μόνος του ένα θαύμα. Η νευρωτική ανάγκη των Ολλανδών να φτιάχνουν χώρο, σε μία χώρα που λογικά θα ήταν κάτω από το νερό χωρίς τα φράγματα, οδήγησε σε μία ολική επανάσταση τη δεκαετία του '6O. Η ολοκληρωτική αρχιτεκτονική και το ολοκληρωτικό ποδόσφαιρο είχαν στενή σχέση. Δημιουργήθηκαν ολόκληρες πόλεις από το πουθενά και, σε μίνιμουμ χώρο, ένα αεροδρόμιο, το Schipholl, που αποτελεί ακόμη και σήμερα την πιο τέλεια εκδοχή στον τομέα του. Ταυτόχρονα, η μαθηματική προσέγγιση στο ποδόσφαιρο έφερε το ολοκληρωτικό στην πλήρη εφαρμογή του. Όταν ο Ρίνους Μίχελς συνέλαβε τη λογική πως οι διαστάσεις του γηπέδου είναι πάντα 105 επί 68, αλλά μπορούν να αλλάξουν κατά τη διάρκεια του ματς, πολλοί τον είπαν τρελό! Αυτό που εννοούσε ήταν ότι όταν αμύνεσαι πρέπει να μεταβάλεις το γήπεδο σε 70 επί 30, πρεσάροντας όλους τους χώρους, ενώ όταν επιτίθεσαι να κερδίζεις κάθε γωνία με αποτέλεσμα να «μεγαλώνεις» τις διαστάσεις σε 130 επί 90! Αυτό ακούγεται κάπως φυσιολογικό σήμερα, αλλά πριν από τριάντα χρόνια ήταν αιρετικό! Ο Αγιαξ άλλαξε τα πάντα. Και αυτό που μπέρδευε ακόμη περισσότερο τον αντίπαλο ήταν τα τρελά νούμερα! Οχι από το 1 έως το 11, αλλά ό,τι ήθελε ο καθένας, με τον Κρόιφ να διαλέγει το 14! Ηταν η απόλυτη επανάσταση!
Ο Άγιαξ έπαιξε έναν τελικό το '69 όπου συνετρίβη από τη Μίλαν του Ριβέρα με 4-1, αλλά ήταν το καλύτερο μάθημα! Ο Βάσοβιτς ήταν ο αρχηγός και ταυτόχρονα ο προπονητής μέσα στο γήπεδο. Τον είχε πάρει ο Άγιαξ από την Παρτιζάν Βελιγραδίου και ήταν ο άνθρωπος που το 1971 σήκωσε το τρόπαιο στο Γουέμπλεϊ με αντίπαλο τον Παναθηναϊκό. Ήταν μπακ, αλλά έβγαινε μαζί με τον Σουρμπίρ με εξαιρετική ταχύτητα μπροστά. Ο Μπάρι Χουλσόφ με τον Γερμανό Χορστ Μπλάκενμπουργκ μπορούσαν να κατεβάσουν την μπάλα. Τερματοφύλακας ήταν ένας χοντρούλης και λίγο βαρύς, ο Στούι, που όμως είχε τρομερό μυαλό. Η μπάλα, όταν γύριζε πίσω, δεν πιανόταν με τα χέρια, αλλά αμέσως με τα πόδια έφευγε για πάσα και η ομάδα κέρδιζε έναν παίκτη παραπάνω! Η πρώτη φουρνιά στα χαφ είχε τον Πιτ Κάιζερ και τον Σάακ Σβαρτ, τον ρέκορντμαν συμμετοχών στην ιστορία του Άγιαξ, καθώς και τον Άρι Χάαν, που μπήκε αλλαγή και σκόραρε –με την άθελη βοήθεια του Άνθιμου Καψή- στον τελικό του '71, αποτελώντας μία άλλη φοβερή περίπτωση με το πέρασμα των χρόνων. Ικανός σουτέρ, αλλά και μπαλαδόφατσα, μπορούσε να είναι φορ και λίμπερο με την ίδια άνεση!
Τον Ιούλιο του 1971 έφτασε στον Αγιαξ ο Στέφαν Κόβατς, αφού ο Μίχελς αποφάσισε να πει «ναι» στη μυθική πρόταση της Μπαρτσελόνα. Για τον Ρουμάνο ο (χαρισματικός φορ που ξεπετάχτηκε επί των ημερών του) Τζόνι Ρεπ δήλωνε: «Ο Μίχελς εφηύρε το Total Voetball, αλλά χωρίς τον Κόβατς δεν θα ήμασταν υπερομάδα». Ο ευφυής Κόβατς χαμογελώντας σχολίασε για αυτό: «Ο Άγιαξ ήταν το τέλειο αυτοκίνητο. Εγώ απλά έβγαλα το χειρόφρενο!» Το 1971-72 έμελλε να είναι η πιο τέλεια σεζόν. Δεύτερο πρωταθλητριών (2-0 επί της Ίντερ), το πρώτο Σούπερ Κύπελλο της ιστορίας, με δυο νίκες επί της σκωτσέζικης Ρέιντζερς και το Διηπειρωτικό Κύπελλο επί της κορυφαίας ομάδας εκείνης της δεκαετίας στη Λατινική Αμερική, της Ιντεπεντιέντε. Καμία ομάδα ποτέ στο μέλλον δεν κατάφερε να πάρει τέτοια γκάμα τίτλων σε μία χρονιά, δηλαδή τρεις στη χώρα της (Νταμπλ και σουπερ Κύπελλο), δυο ευρωπαϊκούς και έναν διηπειρωτικό! Το 1972-73 η ωριμότητα ακουμπούσε το τέλειο. Το 4-0 επί της Μπάγερν και οι δύο νίκες επί της Ρεάλ στα ημιτελικά ακολουθήθηκαν από το άνετο 1-0 με την Γιουβέντους στον τελικό. Αν το ποδόσφαιρο είναι τέχνη, τότε αυτό που παίζει ο Αγιαξ είναι μπαλέτο και πίνακας ζωγραφικής μαζί, επέμενε ο Γαλλοαλγερινός συγγραφέας και λάτρης της μπάλας Αλμπέρ Καμί!
Ο χρόνος φθείρει, αλλά αυτή η ενδεκάδα ακόμη ήταν σε ακμή. Και φρόντισε μόνη της να βγάλει τα μάτια της! Μετά από απουσία χρόνων, η ομάδα που δημιούργησε ο Κρόιφ ως προπονητής το '87 με τον Μάρκο Φαν Μπάστεν αρχηγό πήρε στην Αθήνα ένα Κύπελλο Κυπελλούχων και ξαναμπήκε στα σαλόνια. Ο Φαν Γκάαλ, με ένα ΟΥΕΦΑ το '92 και το Τσάμπιονς Λιγκ το '95, έφερε και πάλι στην κορυφή τον Αίαντα με τους αδελφούς Ντε Μπουρ, τον Λίτμανεν, τον Κλάιφερτ, τον Ντάβιντς και τον Φαν ντερ Σάαρ. Σαν την ιστορία που επαναλαμβάνεται ως φάρσα ή τραγωδία, όπως και το '73, η ενδεκάδα διαλύθηκε γρήγορα. Ο νόμος Μποσμάν σκόρπισε στους πέντε άνεμους μία ομάδα που έδειχνε ικανή για νέο κύκλο. Την φανέλα του Άγιαξ τα τελευταία χρόνια φόρεσαν ο Νίκος Μαχλάς, που παραμένει η πιο ακριβή μεταγραφή στην ιστορία του συλλόγου του Άμστερνταμ, ο Γιάννης Αναστασίου και ο Άγγελος Χαριστέας, δίνοντας ελληνικό χρώμα σε αυτό το τεράστιο κλαμπ.
Η ιστορία συνήθως γράφεται μετά από χρόνια. Για τον Άγιαξ είναι αλήθεια πως δεν χρειάστηκε καιρός για να απονεμηθεί έπαινος για αυτά που είχε καταφέρει!