Ο Σωκράτης Παπασταθόπουλος πέρασε το κατώφλι του Milanello, κάνοντας ένα τεράστιο βήμα στην καριέρα του και επιβεβαιώνοντας πόσο σημαντικό είναι για ένα παιδί με ταλέντο να έχει το μυαλό στο κεφάλι και τα πόδια στη γη! Αν τα πάει καλά ή όχι είναι συνάρτηση πολλών παραγόντων, αλλά είμαι βέβαιος πως θα τους πείσει στο Milano πως άξιζε τα χρήματα που έδωσαν για να τον πάρουν από την Genoa.
Το να ψωνίζει –και μάλιστα ακριβά- αμυντικό μέσα από το Campionato η Milan είναι άξιο αναφοράς! Δεν μιλάμε απλώς για μια ομάδα, αλλά για τον σύλλογο που άλλαξε τον τρόπο με τον οποίο πρεσάρουν και αγωνίζονται οι ομάδες τα τελευταία 20 χρόνια κι αυτό γιατί στο δρόμο της βρέθηκε ένας χαρισματικός άνθρωπος, ο οποίος τόλμησε να κάνει πράξη τα πιο τρελά όνειρά του.
Η ίδια ιστορία της Milan άλλαξε με μια συνέντευξη Τύπου το 1987, μια και περνούσε τη πόρτα του προπονητικού κέντρου της για να αναλάβει την ομάδα κάποιος που γινόταν δεκτός με αμηχανία από τους ρεπόρτερ. Ο Arrigo Sacchi παρουσιαζόταν επίσημα στον Τύπο, έχοντας ως προϋπηρεσία την καλή δουλειά του στην Parma (που έπαιζε, ωστόσο, στην Serie C), αλλά αυτό που ξεχώριζε στο βιογραφικό του ήταν η δουλειά του στο εργοστάσιο του πατέρα του ως πωλητής παπουτσιών!
Στην σημερινή εποχή της μιντιακής έκρηξης ανατριχιάζω στη σκέψη ακόμα και να φανταστώ τι θα επακολουθούσε μιας τέτοιας πρόσληψης. Φυσικά εκείνη τη μέρα έμεινε στην ιστορία η ατάκα του στην ερώτηση που του έγινε, αν θεωρεί κατάλληλο τον εαυτό του για τη θέση μιας και δεν είχε παίξει ποτέ ποδόσφαιρο. «Δεν γνώριζα πως για να γίνει κάποιος τζόκεϊ χρειάζεται να ήταν προηγουμένως άλογο».
Για να καταλάβει κάποιος πόσο σημαντική αποδείχτηκε για το μοντέρνο ποδόσφαιρο η (ακραία όντως) επιλογή του Silvio Berlusconi να αντικαταστήσει τον σεβάσμιο Σουηδό Nils Liedholm (τεράστιος και ως ποδοσφαιριστής και ως προπονητής και στη Milan και στη Roma) με έναν άγνωστο τεχνικό, χρειάζεται να εντρυφήσει λίγο στο πόσο δύσκολο ρόλο αναλάμβανε, όχι για το μέγεθος της Milan, διότι είχε πάρει ένα πρωτάθλημα από το 1968 έως το 1987 (εκείνο του 1979, στην τελευταία σεζόν του Gianni Rivera), αλλά επειδή πριν καταλήξει στα χέρια του Silvio Berlusconi είχε βιώσει μια περίοδο απαξίωσης.
Στα πρόθυρα χρεοκοπίας
Το καλοκαίρι του 1983, έχοντας περάσει την τραυματική εμπειρία δύο υποβιβασμών –τον πρώτο το 1980 λόγω της εμπλοκής του προέδρου της και κάποιων παικτών στο σκάνδαλο των στημένων παιχνιδιών και τον δεύτερο το 1982 έπειτα από μια τραγική σαιζόν, η οποία οδήγησε σε πτώση και έφερε τον σύλλογο στα πρόθυρα της χρεοκοπίας- είχε μόλις επιστρέψει στην Serie A και έψαχνε στην αγορά για ενισχύσεις. Κάνει πρόταση στον Άγγλο φορ Tony Woodcock, βασικό με την Nottingham Forest, όταν πήρε τα δύο Κύπελα Πρωταθλητριών στα τέλη της δεκαετίας του ’70, ο οποίος αγωνιζόταν στην γερμανική Κολωνία. Η απάντησή του, ένα ηχηρό χαστούκι: «Προτιμώ να πάω σε μια ομάδα με φιλοδοξίες κι όχι σε ένα μέτριο κλαμπ που ανεβοκατεβαίνει κατηγορίες».
Όταν ανέλαβε ο Berlusconi τα ηνία, η Milan είχε να παίξει στην Ευρώπη από το 1979. Μέσα σε δυο δεκαετίες, έως το 2007, οι «rossoneri» είχαν μετατραπεί στην κορυφαία ομάδα του πλανήτη από πλευράς τίτλων και το ποδόσφαιρο που έπαιξαν μεταξύ του 1989 έως του 1994 παραμένει σημείο αναφοράς, αλλά η ανάκαμψη ξεκίνησε τη μέρα που ο ιδιόρρυθμος ιδιοκτήτης αποφάσισε να στηρίξει την εξεζητημένη επιλογή του να προσλάβει έναν άγνωστο νέο τεχνικό και να του δώσει πανάκριβους παίκτες για να διαχειριστεί! Ο Marco van Basten από τον Ajax και ο Ruud Gullit από την Eindhoven ήταν προσωπικές επιλογές του Sacchi, ο οποίος είχε μεγαλώσει λατρεύοντας τις ομάδες που έπαιζαν επιθετικά (Ουγγαρία, Honvend, Real) και είχε μαγευτεί από την τελειότητα του Ολλανδικού ποδοσφαίρου. Ο Frank Rijkaard θα γινόταν σύντομα ο τρίτος Ολλανδός της παρέας (ο οποίος έπαιξε δανεικός στην Saragosa, αν και αποκτήθηκε απ’ τον Ajax), αλλά επειδή είχε χάσει τις ημερομηνίες στις οποίες όφειλε να τον δηλώσει η Milan, ο Sacchi ήρθε για πρώτη φορά σε κόντρα με τον Berlusconi, ο οποίος προτιμούσε ως τρίτο ξένο τον Αργεντινό Borgi, που έπαιζε δανεικός στην Como.
Στις 21 Ιουλίου 1987, όταν η Milan παρουσίασε τα νέα αποκτήματά της, τα φώτα έπεσαν στον 28χρονο Carlo Ancelotti, μεταγραφή από την Roma, για τον οποίον ο Sacchi επέμεινε πολύ. Αν και είχε μείνει στάσιμη η καριέρα του στην «αιώνια πόλη», ο Arrigo διέβλεπε πως είχε τόση ποιότητα, που το κέντρο των «rossoneri» τον χρειαζόταν όπως η γη το νερό της βροχής σε περίοδο ξηρασίας! Γιατί ο Sacchi έκανε αμέσως γνωστό στους παίκτες του πως αυτό που ήθελε βελτίωση, και μάλιστα άμεση, ήταν η αγωνιστική φιλοσοφία, με την εφαρμογή ενός τρόπου pressing ανάλογου με εκείνο των Ολλανδών της δεκαετίας του ’70, αλλά προσαρμοσμένου στις ανάγκες της δεκαετίας που ακολουθούσε!
Κοντά οι γραμμές!
Ο Sacchi επέμενε πως ο χώρος ανάμεσα στην άμυνα και την επίθεση οφείλει να είναι σε σύμπτυξη. Η διαφορά με την σκέψη που διατύπωσε ο Rinus Michels σχεδόν δυο δεκαετίες νωρίτερα, γεννώντας την ιδέα του Total Football, είχε να κάνει με τον πιο επιθετικό τρόπο με τον οποίο εφάρμοζε το τεχνητό οφσάιντ η Milan. Αυτό έκανε σχεδόν αδύνατο τον τρόπο παιχνιδιού του αντιπάλου με μπαλιές στην πλάτη της άμυνας. Ο μεγάλος Ajax των 70s έδινε κάποια μέτρα χώρο ανάμεσα στους χαφ και την άμυνα, έχοντας μερικές φορές και μια υπέρμετρη αγωνιστική αλαζονεία, ενώ η Feyenord του Ernst Happel την ίδια περίοδο επέτρεπε ανάμεσα στους επιθετικούς της και τα χαφ να υπάρχει λίγο κενό, χαλαρώνοντας τη θηλιά στον λαιμό του αντιπάλου! Ο Arrigo Sacchi, που είχε περάσει ώρες μελετώντας σε βίντεο αυτές τις συμπεριφορές, κατέληξε σε ένα σύστημα που όλες οι γραμμές ήταν πάρα πολύ κοντά, σχεδόν μέσα σε 25 μέτρα. Όσοι προσπαθούσαν να τους παίξουν κατά μέτωπον, έπρεπε να διασπάσουν τρεις γραμμές με μεγάλη συνοχή! Αυτό έδινε την δυνατότητα στους παίκτες της Milan να μην κουράζονται άσκοπα, να μην ξοδεύουν ενέργεια και να έχουν άμεσες επιλογές μόλις κέρδιζαν ξανά την κατοχή της μπάλας. Ακούγεται απλό, αλλά στην πράξη και μέχρι να το συνηθίσουν δεν ήταν. «Γι’ αυτό η ομάδα θα έπρεπε να κινείται ολόκληρη με ενιαίο τρόπο πάνω και κάτω και από δεξιά στα αριστερά», είπε ο Sacchi μιλώντας στον Jonathan Wilson, συγγραφέα του βιβλίου «Αντιστρέφοντας την πυραμίδα» (Εκδόσεις Polaris) και, εξηγώντας πως το κατάφερε, είπε: «Όταν είχαμε την κατοχή, ήθελα πάντα να βρίσκονται πέντε παίκτες μπροστά από την μπάλα». Ο Sacchi έλεγε πάντα πως το σύστημα ήταν το πιο σπουδαίο πράγμα στο ποδόσφαιρο. «Το ποδόσφαιρο έχει σενάριο», είχε πει σε μια συνέντευξή του. «Οι ηθοποιοί, αν είναι μεγάλοι, μπορούν να ερμηνεύσουν το σενάριο και τα λόγια τους σύμφωνα με την δημιουργικότητά τους, αλλά θα πρέπει να ακολουθούν το σενάριο. Ήμουν ο μόνος που θα μπορούσα να τους καθοδηγήσω και να τους βοηθήσω να αναπτύξουν ένα παιχνίδι με συλλογικά χαρακτηριστικά, κάτι που θα μπορούσε να μεγιστοποιήσει τις δυνατότητες του συνόλου. Η φιλοσοφία μου ήταν να διδάξω τους ποδοσφαιριστές όσα περισσότερα μπορούσα, για να γνωρίζουν όσο το δυνατόν πιο πολλά. Αυτό θα τους έδινε την ικανότητα να πάρουν τη σωστή απόφαση –και να τη πάρουν γρήγορα-, γνωρίζοντας κάθε πιθανό σενάριο μέσα στον αγωνιστικό χώρο».
Δέκα εναντίον πέντε!
Όσο κι αν ακούγεται υπερφίαλο, η αλήθεια είναι πως ο Arrigo Sacchi έφερε την μεγαλύτερη επανάσταση στο ποδόσφαιρο μετά τον Rinus Michels κι ουσιαστικά πάνω στη δουλειά που παρουσίασε με τη Milan στο γήπεδο δομήθηκε όλη η επόμενη δεκαετία στο άθλημα.
Όπως γράφει ο Jonathan Wilson, ο μεγαλύτερος θρίαμβος του Sacchi ήταν ότι μπόρεσε να πείσει τους μεγάλους ποδοσφαιριστές της Milan για την ορθότητα των απόψεών του. «Έπεισα τον Gullit και τον van Basten ότι πέντε οργανωμένοι ποδοσφαιριστές μπορούν να νικήσουν δέκα ανοργάνωτους». Και συνεχίζοντας το εξηγεί: «Πήρα πέντε ποδοσφαιριστές, τον Giovanni Galli στο τέρμα και τους Mauro Tassoti, Paolo Maldini, Alessandro Costacurta και Franco Baresi. Απέναντί τους υπήρχε μια δεκάδα από τους Ruud Gullit, Marco van Basten, Frank Rijkaard, Pietro-Paolo Virdis, Alberigo Evani, Carlo Ancelotti, Angelo Colombo, Roberto Donnadoni, Christian Lantignotti και Graziano Mannari. Είχαν ένα τέταρτο για να βάλουν γκολ ενάντια στους πέντε δικούς μου και ο μόνος κανόνας ήταν ότι αν κερδίζαμε την μπάλα ή την έχαναν, επειδή έβγαινε πλάγιο ας πούμε, έπρεπε να ξαναρχίσουν δέκα μέτρα πίσω από τη γραμμή που άρχιζε το δικό τους μισό του γηπέδου. Το κάναμε συνέχεια και δεν έβαλαν γκολ. Ποτέ»
Αυτό ήταν το νέο pressing, ένα κλειδί για τον καινούργιο ποδοσφαιρικό παράδεισο, αλλά όχι με τον τρόπο που το έκαναν κάποτε η Dynamo Κιέβου, η Εθνική Ολλανδίας, ο Ajax, ακόμα και η Bayern Μονάχου, που κυνηγούσαν τον παίκτη μόλις είχε κατοχή. Και αυτό επειδή ο Sacchi είχε την ευφυΐα να διαπιστώσει πως, παρά την λατρεία που έτρεφε στους Ολλανδούς, ήταν τελείως διαφορετικοί από τους Ιταλούς ως κορμιά και ως τρόπος σκέψης. «Αυτοί ήταν πιο αθλητικοί, ενώ εμείς βασιζόμασταν περισσότερο στην τακτική. Κάθε ποδοσφαιριστής έπρεπε να βρίσκεται στην σωστή θέση. Στο αμυντικό κομμάτι όλοι οι παίκτες μας είχαν τέσσερα σημεία αναφοράς: την μπάλα, τον χώρο, τον αντίπαλο και τους συμπαίκτες τους. Κάθε κίνηση έπρεπε να είναι μια λειτουργία αυτών των τεσσάρων σημείων αναφοράς. Κάθε ποδοσφαιριστής έπρεπε να αποφασίσει πιο από τα τέσσερα σημεία θα καθόριζε τις κινήσεις του.
Το pressing δεν είχε να κάνει με το τρέξιμο και την σκληρή δουλειά. Είχε να κάνει με τον έλεγχο του χώρου. Ήθελα οι ποδοσφαιριστές μου να νιώθουν δυνατοί και οι αντίπαλοι αδύναμοι. Αν αφήναμε τους αντιπάλους μας να παίξουν με τον τρόπο που είχαν συνηθίσει, η αυτοπεποίθησή τους θα μεγάλωνε. Αν, όμως, τους εμποδίζαμε, τότε η αυτοπεποίθησή τους θα δεχόταν πλήγμα. Εδώ βρισκόταν και το κλειδί. Το δικό μας pressing βασιζόταν στην ψυχολογία όσο και στη δύναμη και ήταν πάντα μια ομαδική υπόθεση. Ήθελα και οι 11 ποδοσφαιριστές μου να βρίσκονται σε μια «ενεργή» θέση, η οποία να επηρεάζει τον αντίπαλο όταν δεν είχαμε την κατοχή. Κάθε κίνηση θα έπρεπε να είναι αποτέλεσμα συνεργασίας και να εξυπηρετεί ένα συλλογικό σκοπό. Έπρεπε να υπάρχει μια ομοφωνία στις κινήσεις», λέει ο Sacchi και αυτό αποδείχτηκε το εφαλτήριο για τις μεγάλες επιτυχίες των επόμενων χρόνων.
Αν παρακολουθήσει κανείς βίντεο από αγώνες της εποχής, θα μείνει με την εντύπωση πως οι ποδοσφαιριστές της Milan σε όλα τα ματς είναι πιο γυμνασμένοι και δυνατοί από τους αντιπάλους τους. Αυτά, όμως, που τους έδιναν αβαντάζ ήταν η κίνηση και η σωστή θέση που είχαν στον χώρο και τους έκαναν να φαίνονται μεγαλόσωμοι!
Ο Arrigo Sacchi έφερε την επανάσταση με τους διαφορετικούς τύπους pressing που εφάρμοζε η Milan και τους άλλαζε ανάλογα με το παιχνίδι. «Υπήρχε το μερικό pressing, το οποίο χρησιμοποιούσαμε περισσότερο για να κατευθύνουμε το παιχνίδι. Υπήρχε το ολοκληρωτικό pressing, που είχε να κάνει με την ανάκτηση της κατοχής, και υπήρχε και το ψευδο-pressing όταν προφασιζόμασταν ότι πρεσάραμε, αλλά στην ουσία χρησιμοποιούσαμε τον χρόνο για να ανακτήσουμε τις δυνάμεις μας», εξήγησε ο Arrigo Sacchi στον Jonathan Wilson και αυτό το πρωτοποριακό pressing βασιζόταν στους τέσσερις αμυντικούς που έπαιζαν όχι με λίμπερο, αλλά στην ευθεία. «Κάθε παίκτης ήταν απαραίτητος τόσο αμυντικά όσο και επιθετικά. Υπήρξαμε μια ομάδα που οι παίκτες ήταν το κλειδί και όχι οι θέσεις», εξήγησε σε συνέντευξή του ο Paolo Maldini, απονέμοντας τα εύσημα στον άνθρωπο που άλλαξε την εικόνα του ποδοσφαίρου και που έδωσε απάντηση στο αιώνιο ερώτημα αν μπορείς να κερδίζεις παίζοντας και ωραία! Για κάποιον που έγινε τελικά εξαιρετικός τζόκεϊ, αν και δεν είχε υπάρξει ποτέ άλογο, όπως είχε πει ο ίδιος τόσο εύστοχα, η συνεισφορά του στο μοντέρνο ποδόσφαιρο υπήρξε συγκλονιστικά εντυπωσιακή!
Του Χρήστου Σωτηρακόπουλου. Από την εφημερίδα «SportDay» της Τετάρτης, 21ης Ιουλίου 2010