Αντί για ολοκληρωμένους πολίτες, τα πανεπιστήμια θα παράγουν πια γενιές χρήσιμων μηχανών, υποστηρίζει η Αμερικανίδα φιλόσοφος Μάρθα Νοσμπάουμ.
Τον περασμένο Απρίλιο το Πανεπιστήμιο του Middlesex της Βρετανίας ανήγγειλε το κλείσιμο του Τμήματος της Φιλοσοφικής. Ευτυχώς η διεθνής κινητοποίηση εμπόδισε αυτό το σχέδιο καθώς αποφασίστηκε τελικά η μεταφορά του Τμήματος αυτού σ' ένα άλλο ανώτατο ίδρυμα. Η προώθηση στα πανεπιστήμια αλλά και στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση γνωστικών αντικειμένων που εξασφαλίζουν σε μαθητές και φοιτητές άμεση θέση στην αγορά εργασίας γίνεται σε βάρος κάποιων άλλων μαθημάτων και προς όφελος, βεβαίως, των αγορών. Η αρχή έγινε με την κατάργηση των Αρχαίων Ελληνικών και των Λατινικών σε πολλά ευρωπαϊκά πανεπιστήμια και ακολούθησε ο περιορισμός και άλλων μαθημάτων, όπως της λογοτεχνίας, της ιστορίας, των τεχνών που προσέφεραν, πολλά χρόνια τώρα, γενικές γνώσεις απαραίτητες για τη διαμόρφωση του πνεύματος των νέων ανθρώπων, της καλλιέργειάς τους, της έκφρασης όλων των ικανοτήτων τους, αλλά και του μέλλοντος της δημοκρατίας γενικότερα.
Έτσι λοιπόν, εκτός από την οικονομική κρίση, αντιμετωπίζουμε σήμερα και την κρίση στα εκπαιδευτικά συστήματα σχεδόν όλων των ευρωπαϊκών χωρών, αφού η τάση αυτή για περιορισμό των γενικών γνώσεων έχει συμφωνηθεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο με τη Συμφωνία της Μπολόνιας το 1999 και από τις μετέπειτα αναθεωρήσεις της.
Την προσοχή μας σε αυτό το θέμα εφιστά η Αμερικανίδα φιλόσοφος Martha Nussbaum στο νέο της βιβλίο «Not for profit: Why Democracy Needs the Humanities».
«Σήμερα βιώνουμε μια κρίση ευρέος φάσματος και διεθνούς κλίμακας», λέει σε κείμενό της σε αμερικανική εφημερίδα, το οποίο αναδημοσιεύει το περιοδικό «Κουριέ Ιντερνασιονάλ» σ' ένα μεγάλο αφιέρωμά του: «Δεν μιλώ για την παγκόσμια οικονομική κρίση που ξεκίνησε το 2008. Μιλώ για μια κρίση που περνά απαρατήρητη, η οποία όμως μακροπρόθεσμα μπορεί να αποβεί πολύ πιο επικίνδυνη για το μέλλον της δημοκρατίας: μια πλανητική κρίση παιδείας.
Βαθιές ανατροπές συντελούνται σε όσα οι δημοκρατικές κοινωνίες διδάσκουν στους νέους και δεν έχουμε ακόμη αντιληφθεί το μέγεθός τους. Άπληστες για οικονομική επιτυχία, οι χώρες και τα εκπαιδευτικά συστήματά τους εγκαταλείπουν με απερισκεψία κάποιες ειδικές γνώσεις απαραίτητες για την επιβίωση των δημοκρατιών. Αν υπερισχύσει αυτή η τάση, πολλές χώρες σε ολόκληρο τον κόσμο σύντομα θα παράγουν γενιές χρήσιμων μηχανών, υπάκουων και τεχνικά εξειδικευμένων, αντί για ολοκληρωμένους πολίτες, ικανούς να συλλογίζονται μόνοι τους, να αμφισβητούν τις παραδόσεις και να αντιλαμβάνονται την έννοια του κόπου και των επιτευγμάτων των άλλων.
Σε ποιες ανατροπές αναφέρομαι; Οι γενικές σπουδές και οι τέχνες συνεχώς χάνουν έδαφος, τόσο στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση όσο και στο πανεπιστήμιο, σε όλες σχεδόν τις χώρες του κόσμου. Θεωρούμενες από τους πολιτικούς άχρηστα ενδιαφέροντα σε μια στιγμή που οι χώρες πρέπει να αποτινάξουν ό,τι περιττό, ώστε να παραμείνουν ανταγωνιστικές στην παγκόσμια αγορά, αυτά τα γνωστικά αντικείμενα εξαφανίζονται με μεγάλη ταχύτητα από τα εκπαιδευτικά προγράμματα αλλά και από το μυαλό και την καρδιά γονιών και μαθητών. Επίσης υποχωρούν και όλες οι ανθρωπιστικές και οι κοινωνικές επιστήμες, καθώς οι χώρες αναζητούν το βραχυπρόθεσμο κέρδος καλλιεργώντας χρήσιμες και εφαρμόσιμες ικανότητες προσαρμοσμένες σε αυτόν τον στόχο.
Αναζητούμε αγαθά που μας προστατεύουν, μας ικανοποιούν και μας ανακουφίζουν -αυτό που ο Ινδός συγγραφέας και φιλόσοφος Ραμπιντρανάθ Ταγκόρ αποκαλούσε «το υλικό μας κάλυμμα»-, ωστόσο, φαίνεται πως λησμονούμε τις ικανότητες της σκέψης και της φαντασίας που μας κάνουν ανθρώπους, των συναισθηματικών μας σχέσεων και όχι μόνο των ωφελιμιστικών.
Σήμερα, περισσότερο από ποτέ άλλοτε, εξαρτιόμαστε όλοι από πρόσωπα που δεν έχουμε συναντήσει ποτέ. Τα προβλήματα που έχουμε να επιλύσουμε -είτε είναι οικονομικά, είτε οικολογικά, είτε θρησκευτικά ή πολιτικά- είναι πλανητικής κλίμακας. Κανείς μας δεν ξεφεύγει από αυτή την παγκόσμια αλληλεξάρτηση Επομένως, τα σχολεία και τα πανεπιστήμια όλου του κόσμου έχουν ένα τεράστιο και επείγον έργο: να καλλιεργήσουν στους φοιτητές την ικανότητα να θεωρούν τον εαυτό τους μέλος ενός ετερογενούς κράτους (όλα τα σύγχρονα κράτη είναι ετερόκλητα) και ενός ακόμη πιο ετερογενούς κόσμου και να έχουν μια κάποια αντίληψη της Ιστορίας και του χαρακτήρα των διαφορετικών ομάδων που τον κατοικούν.
Αν η γνώση δεν αποτελεί εγγύηση καλής συμπεριφοράς, η άγνοια είναι σχεδόν σίγουρα εγγύηση κακής συμπεριφοράς Οι πολίτες του κόσμου χρειάζονται πραγματικά μια γενική μόρφωση; Ασφαλώς χρειάζονται πολλές πρακτικές γνώσεις που οι φοιτητές μπορούν να αποκτήσουν χωρίς να εκπαιδευτούν στις ανθρωπιστικές επιστήμες, παραδείγματος χάριν απομνημονεύοντας γεγονότα από τα σχολικά βιβλία (και ας υποθέσουμε πως αυτά δεν περιλαμβάνουν λάθη). Ωστόσο, για να γίνεις υπεύθυνος πολίτης, χρειάζεσαι κάτι άλλο: την ικανότητα να αξιολογείς τις ιστορικές αποδείξεις, τον χειρισμό των οικονομικών αρχών και την εξάσκηση του κριτικού σου πνεύματος. Να μπορείς να συγκρίνεις διαφορετικές απόψεις της κοινωνικής δικαιοσύνης, να μιλάς τουλάχιστον μία ξένη γλώσσα, να μπορείς να αξιολογείς την πολυπλοκότητα των μεγάλων θρησκειών του κόσμου. Το να κατέχεις μια σειρά γεγονότων χωρίς να μπορείς να τα κρίνεις είναι ελάχιστα προτιμότερο από την άγνοια. Το να έχεις όμως μια δομημένη σκέψη πάνω σε ένα ευρύ φάσμα πολιτισμών, ομάδων κι εθνών και στην ιστορία των αλληλεπιδράσεών τους επιτρέπει στις δημοκρατίες να προσεγγίσουν με υπεύθυνο τρόπο τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν σήμερα.
Ο Σωκράτης, που θεωρούσε πως αν δεν ερευνάς τη ζωή σου δεν αξίζει να τη ζεις, ζούσε σε μια κοινωνία που αγαπούσε τις έντονες συζητήσεις, εξέταζε κάθε επιχειρηματολογία και πλήρωσε με τη ζωή του την εμμονή του στο ιδανικό της κριτικής σκέψης. Σήμερα το παράδειγμά του βρίσκεται στο κέντρο της θεωρίας και της πρακτικής της εκπαίδευσης του πολιτισμού στη δυτική παράδοση. Αν θελήσουμε να απαλλάξουμε όλους τους φοιτητές από μια σειρά γενικών μαθημάτων που έχουν σχέση με τις επιστήμες του ανθρώπου είναι γιατί θεωρούμε πως αυτά τα μαθήματα θα τους δώσουν τα εργαλεία να σκέπτονται και να επιχειρηματολογούν οι ίδιοι, αντί να αποδέχονται απλώς την παράδοση και την εξουσία και γιατί θεωρούμε πως αυτή η ικανότητα ορθολογισμού είναι σημαντική σε κάθε δημοκρατική κοινωνία.
Η ιδέα πως ο καθένας μπορεί να σκεφτεί μόνος του και να συνδιαλέγεται με τους άλλους σε ένα πνεύμα αμοιβαίου σεβασμού είναι ουσιαστική για την ειρηνική διευθέτηση των διαφορών, τόσο στους κόλπους του κράτους όσο και σε έναν κόσμο όλο και πιο διαιρεμένο από εθνικές και θρησκευτικές συγκρούσεις.
Το κατά τον Σωκράτη ιδανικό δοκιμάζεται σκληρά γιατί θέλουμε πάση θυσία να μεγιστοποιήσουμε την οικονομική ανάπτυξη. Η ικανότητα να σκεπτόμαστε και να επιχειρηματολογούμε ως ανεξάρτητα άτομα δεν θεωρείται απαραίτητη σε αυτούς που έχουν ως στόχο ποσοτικά αποτελέσματα».
Τα εργαστήρια, πιο ελκυστικά από τις βιβλιοθήκες
«Όταν οι καιροί δυσκολεύουν, οι σκληροί κάνουν σπουδές λογιστικής. Όταν καταρρέει η αγορά εργασίας, πολλοί φοιτητές φαντάζονται πως δεν έχουν το περιθώριο να επιλέξουν ως μαθήματα πρώτης επιλογής Γλώσσα ή Ιστορία. Πρέπει να σπουδάσουν κάτι που θα τους εξασφαλίσει αμέσως μια θέση εργασίας», υποστηρίζει ο αρθρογράφος των NYTimes, David Brooks, και συνεχίζει:
«Έτσι, δεν έχουμε παρά να περιμένουμε στο μέλλον τη συνεχή υποχώρηση των σχετικών σπουδών, που έχει ξεκινήσει ήδη από καιρό. Ο αριθμός των εγγεγραμμένων φοιτητών στις "liberals arts" (κατευθύνσεις γενικών σπουδών όπου διδάσκονται οι τέχνες, η λογοτεχνία και επιστήμες στα αμερικανικά πανεπιστήμια) έπεσε κατά 50% στο χρονικό διάστημα μιας γενιάς και η τάση δείχνει πως το ποσοστό θα αυξηθεί στο άμεσο μέλλον.
Άλλοτε, περιζήτητες στα πανεπιστήμια, οι σπουδές σε αυτούς τους τομείς έχουν κατρακυλήσει σε δεύτερη θέση στις προτιμήσεις των φοιτητών. Τα εργαστήρια είναι σαφώς πιο ελκυστικά από τις βιβλιοθήκες. Ωστόσο, θα ήθελα να υπερασπιστώ τα μαθήματα ιστορίας, αγγλικής γλώσσας και τέχνης, παρά τη σημερινή δύσκολη οικονομική κατάσταση.
Οι σπουδές στις Επιστήμες του Ανθρώπου βελτιώνουν τις ικανότητες στην κατανόηση κειμένων και στο γράψιμο. Όποια δραστηριότητα κι αν ασκούμε, οι σπουδές αυτές παρέχουν ένα επί πλέον, πολύ σημαντικό πλεονέκτημα, αυτό του να μπορούμε να διαβάζουμε μια παράγραφο και να καταλαβαίνουμε το νόημά της (πρόκειται για ένα σπάνιο ταλέντο, πολύ πιο σπάνιο από όσο νομίζουμε). Αυτό το πλεονέκτημα μας δίνει στη δουλειά μας μια τεράστια δύναμη να μπορούμε να είμαστε εμείς, στο γραφείο μας, το πρόσωπο που έχει την ικανότητα να συντάξει μια αναφορά σαφή και συγκροτημένη. Οι σπουδές αυτές μας εξοικειώνουν με τη γλώσσα των συναισθημάτων. Στην οικονομία των πληροφοριών στην οποία ζούμε σήμερα, πολλοί είναι ικανοί να δημιουργήσουν ένα τεχνολογικό επίτευγμα, ένα νέο ΜΡ3, για παράδειγμα, πολλοί λίγοι όμως μπορούν να δημιουργήσουν μια μεγάλη μάρκα όπως το iPod. Για να δημιουργήσουμε μια μάρκα, πρέπει να έχουμε γνώση των συναισθηματικών μας μηχανισμών και την ικανότητα να τους διαχειριστούμε, κάτι που δεν μπορεί να συμβεί αν δεν γνωρίζουμε καλά τη γλώσσα των αισθημάτων.
Μας προσφέρουν επίσης αυτές οι σπουδές ένα πλούσιο ρεπερτόριο αναλογιών. Όλοι σκεπτόμαστε κάνοντας συγκρίσεις: το Ιράκ είναι ένα νέο Βιετνάμ ή μια νέα Βοσνία, το αφεντικό σας είναι ένας Νάρκισσος ή ένας Σόλων. Όσοι διαθέτουν ευρεία γκάμα αναλογιών σκέπτονται με μεγαλύτερη ακρίβεια από ό,τι οι άλλοι. Οι σπουδές αυτές που δεν οδηγούν αμέσως σ' ένα επάγγελμα και έχουν τόσο υποβαθμιστεί στις μέρες μας μας βοηθούν επίσης και σε κάτι άλλο: να εξοικειωθούμε με το σκοτεινό Τέρας, που υπάρχει μέσα σε κάθε άνθρωπο, φτιαγμένο από τους φόβους και τα πάθη του.
Στη διάρκεια του τελευταίου αιώνα, οι άνθρωποι κατασκεύασαν κάθε είδους συστήματα που τους βοηθούν να καταλάβουν την ανθρώπινη συμπεριφορά: οικονομία, πολιτικές επιστήμες, θεωρία παιχνιδιών, εξελικτική ψυχολογία. Αυτά τα συστήματα αποδεικνύονται χρήσιμα σε πολλές περιπτώσεις, αλλά κανένα δεν κατορθώνει να εξηγήσει εντελώς τις συμπεριφορές, γιατί κατά βάθος οι άνθρωποι διακατέχονται από πάθη και ορμές που δεν μπορούν να περιοριστούν σε ένα συστημικό μοντέλο. Έχουν ιδανικά και φόβους που κατοικούν σε αυτό το Τέρας που όλοι μας έχουμε μέσα μας. Ωστόσο πάντα υπάρχουν, σε όλες τις εποχές, ορισμένες σπάνιες υπάρξεις οι οποίες έχουν το χάρισμα να αδράξουν τις θύελλες του νου που προέρχονται από αυτό το Τέρας και να τις παρουσιάσουν με τη μορφή διηγημάτων, μουσικής, ζωγραφικής, αρχιτεκτονικής, γλυπτικής και λόγου. Αυτοί οι άντρες και οι γυναίκες καλλιέργησαν γλώσσες που μας βοηθούν να καταλάβουμε όλα αυτά αλλά και να τα χρησιμοποιούμε. Αυτοί οι άνθρωποι μας άφησαν μια πλούσια πηγή συναισθηματικής γνώσης και αυτή η πηγή αναβλύζει από τις γνώσεις της ευρύτερης παιδείας».
Εκπαίδευση «φαστ φουντ»
«Μετά τη Συμφωνία της Μπολόνιας (αφορά τη μεταρρύθμιση της ανώτατης εκπαίδευσης σε ευρωπαϊκό επίπεδο και την απορρόφηση των φοιτητών από την αγορά εργασίας), οδηγούμαστε στην καταστροφή καθώς καταργείται η γενική εκπαίδευση για όλους τους φοιτητές. Το μοντέλο της Μπολόνιας θα μπορούσε να επιτύχει όσα δεν κατάφεραν οι δύο Παγκόσμιοι Πόλεμοι: να καταστρέψει το γερμανικό πανεπιστήμιο», γράφει σε άρθρο του στο περιοδικό «Κουριέ Ιντερνασιονάλ», ο Γερμανός κοινωνιολόγος, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου και του Χάρβαρντ, συγγραφέας Ούλριχ Μπεκ.
«Η μεταρρύθμιση της ανώτατης εκπαίδευσης, εχθρική στην παροχή γενικών γνώσεων, παπαγαλίζει με αναίσχυντο τρόπο τεχνοκρατικές απόψεις -παραγωγικότητα, ανταγωνιστικότητα κ.λπ.- που οι πρυτάνεις του πανεπιστημίου και το σώμα των καθηγητών, μισο-φοβισμένο, μισο-πρόθυμο, εφαρμόζουν. Πρόκειται για μια "μακντοναλντοποίηση" του γερμανικού πανεπιστημίου. Το "φαστ φουντ" βρήκε το ταίρι του στη "φαστ-εκπαίδευση".
Μόνο οι φοιτητές αποφάσισαν να υπερασπιστούν με μεγάλο θάρρος το πανεπιστήμιο, την ιδέα του πανεπιστημίου, απέναντι στις μεταρρυθμιστικές επιθέσεις του κράτους. Να λοιπόν που αποδεικνύεται πως το πνεύμα της δημοκρατίας ακόμη ζει.
Οι περισσότεροι τρόποι, φαινομενικά αιώνιοι, που διαθέτουμε προκειμένου να υπερβούμε την αβεβαιότητά μας χάνουν το νόημά τους: οικογένεια, γάμος, κατανομή των ρόλων των δύο φύλων, κόμματα, θρησκείες και τέλος το κράτος πρόνοιας. Απέναντι σε αυτή την άνοδο των αβεβαιοτήτων, τρεις είναι οι απαντήσεις σήμερα: γενική εκπαίδευση, γενική εκπαίδευση, γενική εκπαίδευση! Και όχι επαγγελματική εκπαίδευση. Γιατί αν η εκπαίδευση οδηγεί προς τις ανάγκες της αγοράς εργασίας, οι "ανάγκες της οικονομίας" γίνονται σημείο αναφοράς - ένα σημείο αναφοράς που για να πούμε την αλήθεια δεν υπάρχει πια σε έναν κόσμο εργασίας που αλλάζει με ξέφρενο ρυθμό.
Ωστόσο, δεν είναι το πανεπιστήμιο που καταρρέει, αλλά το εθνικό μοντέλο του πανεπιστημίου: αυτή η συμμαχία του σύγχρονου κράτους, της πανεπιστημιακής επιστήμης και της εθνικής κουλτούρας που μέσα στα σύνορά μας χρησίμευε ως σχέδιο εθνικής συνοχής και στο εξωτερικό ως ιμπεριαλισμός. Οι ιστορικές συνθήκες που επέτρεπαν στο έθνος-κράτος και στη σύγχρονη ιδέα της εθνικής κουλτούρας να στηριχθούν μεταξύ τους εξαφανίζονται μαζί με τις βαθιές αλλαγές μιας οικονομίας, μιας κουλτούρας και μιας πολιτικής όλο και πιο πολύ "δια-εθνικής". Ετσι λοιπόν καταρρέουν η παντοδυναμία του κράτους στον τομέα της εκπαίδευσης, ο ελιτίστικος χαρακτήρας του πανεπιστημίου, ο θρύλος του πανεπιστημιακού αλαβάστρινου πύργου και κυρίως ο "μεθοδολογικός εθνικισμός" του πανεπιστημίου.
Απέναντι σε αυτές τις δυσκολίες υπάρχουν τρεις πολύ διαφορετικές πολιτικές για την ανώτατη εκπαίδευση. Η πρώτη αφορά τους νοσταλγούς παλαιότερων εποχών, οι οποίοι αγνοούν τις ιστορικές αλλαγές που συντελούνται και εγκλωβίζονται στην εξής σκέψη: γιατί να αλλάξουμε κάτι, αφού τίποτε δεν αλλάζει (κυρίως όταν κανείς τους δεν συμβάλλει); Η δεύτερη εκδοχή είναι η νεοφιλελεύθερη, η οποία επιθυμεί να μετασχηματίσει το πανεπιστήμιο σε επιχείρηση στο μοντέλο του εργοστασίου μαρμελάδας. Στους ανθρώπους που εργάζονται σε αυτό, δεν πρέπει οπωσδήποτε να αρέσει η μαρμελάδα. Σε αντίθεση με αυτές τις δύο πολιτικές, ένας τρίτος δρόμος είναι πιθανός: η επανίδρυση του πανεπιστημίου για να γίνει ένα σχολείο των πολιτών όλου του κόσμου. Σ' ένα πλαίσιο βαθιών αλλαγών και διεθνούς ανταγωνισμού, είναι σημαντικό, τόσο για την παγκόσμια οικονομία όσο και για τη δημοκρατική κοινωνία, να υπάρχει συμμετοχή και αλληλεγγύη πέρα από τα σύνορα. Ο λόγος ύπαρξης κάθε πανεπιστημίου είναι να διαμορφώσει το πνεύμα του μέσα από επαφές με το εξωτερικό. Και αυτή η σκέψη δεν προέρχεται από τον ιδεαλισμό του Διαφωτισμού αλλά από τον οικονομικό ρεαλισμό σε μια παγκόσμια οικονομία».
Της Βίκης Τσιώρου. Από την Ελευθεροτυπία της Τετάρτης 7 Ιουλίου 2010