Ξαναδιαβάζοντας, μεγάλοι πια, τα παραμύθια ανακαλύπτουμε έκθαμβοι κάτι που φέρουμε εντός μας ανέπαφο, το μεγαλύτερο δώρο που θα μπορούσαμε να χαρίσουμε στον εαυτό μας: μια παιδική ηλικία αήττητη, ακίνητη, χωρίς γίγνεσθαι, απελευθερωμένη από τα γρανάζια του ημερολογίου. Για χάρη αυτού του αισθήματος, η «Βιβλιοθήκη» επέλεξε μερικά από τα πιο όμορφα παραμύθια του κόσμου, παρμένα από παλιές συλλογές ερευνητών και συγγραφέων, και τα μετέφρασε, σαν δώρο γιορτινό στους αναγνώστες της.
Τα παραμύθια επέλεξε, μετέφρασε και διασκεύασε η Κατερίνα Σχινά
Μια νύχτα, από τις φλόγες αναδύθηκε μια λαμπερή θεά.
«Είμαι η Σαβίτρι, κόρη του Ηλιου. Οι προσευχές σου εισακούστηκαν. Πήγαινε στο καλό και περίμενε τον ερχομό της θυγατέρας σου».
Πέρασε ένας χρόνος, και η αγαπημένη σύζυγος του βασιλιά απέκτησε ένα κοριτσάκι. Την ονόμασαν Σαβίτρι για να τιμήσουν τη θεά.
Είχε πολλά χαρίσματα το παιδί. Ομορφιά, εξυπνάδα, και μάτια που έλαμπαν σαν τον ήλιο. Ηταν τόσο ξεχωριστή, που οι άνθρωποι τη νόμιζαν θεά. Κι έτσι, όταν έφτασε η ώρα να παντρευτεί, κανένας άντρας δεν ήρθε να τη ζητήσει σε γάμο.
«Οι αδύναμοι άντρες αποστρέφουν το βλέμμα μπρος σε μια λάμψη όπως η δική σου», είπε ο πατέρας της. «Οι ανάξιοι σε φοβούνται. Πήγαινε μόνη σου να βρεις τον άντρα που σου αξίζει».
Κι έτσι η Σαβίτρι, με συνοδεία συμβούλων και υπηρετών, ξεκίνησε πάνω στον άσπρο της ελέφαντα να ταξιδέψει στη χώρα. Υστερα από μέρες πολλές έφτασε σε ένα ερημητήριο στις όχθες του ποταμού. Εκεί ζούσαν άνθρωποι πολλοί, που είχαν εγκαταλείψει τις πόλεις και τα χωριά τους, αναζητώντας την ηρεμία στην προσευχή και τη μελέτη.
Η Σαβίτρι μπήκε στην αίθουσα της λατρείας και γονάτισε μπροστά στον πιο ηλικιωμένο δάσκαλο· αλλά πριν προλάβει να σηκώσει το βλέμμα, ένας νεαρός άντρας με λαμπερά μάτια εμφανίστηκε στο κατώφλι, στηρίζοντας έναν άλλο άντρα, γέρο και τυφλό. «Ποιος είναι αυτός ο νέος;», ρώτησε η Σαβίτρι. «Είναι ο πρίγκιπας Σατιαβάν», είπε ο δάσκαλος, χαμογελώντας. «Οδηγεί τον πατέρα του, που κάποτε ήταν βασιλιάς, έχασε όμως τον θρόνο και μαζί το φως του. Το όνομα "Σατιαβάν" σημαίνει "γιος της αλήθειας", γιατί πραγματικά κανένας άντρας δεν έχει τις αρετές του».
Η Σαβίτρι κατάλαβε ότι δεν χρειαζόταν να ψάξει περισσότερο και πήρε τον δρόμο της επιστροφής. Μπαίνοντας στο παλάτι, βρήκε τον πατέρα της να συζητάει με τον προφήτη Ναράντα.
«Κόρη μου», ρώτησε ο βασιλιάς, «βρήκες τον άντρα που θα παντρευτείς;»
«Ναι, πατέρα μου. Το όνομά του είναι Σατιαβάν».
Ο Ναράντα έβγαλε μια κραυγή. «Οχι τον Σατιαβάν! Πριγκίπισσά μου, κανένας δεν είναι πιο άξιος απ' αυτόν, αλλά δεν πρέπει να τον παντρευτείς! Γνωρίζω το μέλλον. Ο Σατιαβάν θα πεθάνει, σ' έναν χρόνο από σήμερα».
Ο βασιλιάς τινάχτηκε από το κάθισμά του. «Ακούς, κόρη μου;» είπε. «Διάλεξε άλλο σύζυγο, σε ικετεύω».
Ρίγος διέτρεξε τη Σαβίτρι, κι όμως είπε: «Διάλεξα τον Σατιαβάν, και δεν θέλω κανέναν άλλον. Οσο μικρή κι αν είναι η ζωή του, θα τη μοιραστώ μαζί του».
Κι έτσι ο βασιλιάς δέχτηκε, θέλοντας και μη, την απόφαση της κόρης του. Ο Σατιαβάν πλημμύρισε από χαρά στην ιδέα του γάμου με μια τόσο όμορφη και έξυπνη γυναίκα, όμως ο πατέρας του, ο τυφλός βασιλιάς, ρώτησε τη Σαβίτρι: «Μπορείς να αντέξεις τη σκληρή ζωή του ερημητήριου; Θα περιβληθείς το απλό μας ένδυμα; Θα φορέσεις τον μανδύα μας από φλοιό των δέντρων; Θα τρως μονάχα φρούτα κι άγρια χόρτα;»
«Θα αψηφήσω κάθε κακουχία», είπε η Σαβίτρι. «Το ερημητήριο, στα μάτια μου, φαντάζει παλάτι».
Την ίδια μέρα, η Σαβίτρι και ο Σατιαβάν έκαναν, πιασμένοι χέρι χέρι, τρεις κύκλους γύρω από την ιερή φωτιά και, μπροστά στους ιερείς και τους ερημίτες, έγιναν σύζυγοι.
Εναν χρόνο έζησαν ευτυχισμένοι. Ομως η Σαβίτρι δεν μπορούσε να ξεχάσει ότι πλησίαζε ο θάνατος του Σατιαβάν. Οταν πια δεν είχαν απομείνει παρά μονάχα τρεις μέρες, η Σαβίτρι πήγε στην αίθουσα της λατρείας, γονάτισε μπροστά στην ιερή φωτιά και προσευχήθηκε τρεις μέρες και τρεις νύχτες, χωρίς να φάει ούτε να κοιμηθεί.
Ανέτειλε ο ήλιος της τελευταίας μέρας, όταν η Σαβίτρι βγήκε από τον ναό. Είδε τον Σατιαβάν να κατευθύνεται προς το δάσος, μ' ένα τσεκούρι στον ώμο. Ετρεξε στο πλευρό του. «Θα 'ρθώ μαζί σου», είπε.
«Μείνε εδώ, αγαπημένη», είπε ο Σατιαβάν. «Πρέπει να φας και να αναπαυθείς».
«Η καρδιά μου λέει να σε ακολουθήσω», απάντησε η Σαβίτρι. Κι έτσι, πιασμένοι από το χέρι περπάτησαν στους δασωμένους λόφους. Τα λουλούδια μοσχοβολούσαν και οι φωνές των παγονιών αντιλαλούσαν ανάμεσα στους θάμνους. Στο τέλος σταμάτησαν σ' ένα ξέφωτο. Η Σαβίτρι έγειρε να ξεκουραστεί και ο Σατιαβάν βάλθηκε να κόβει ξύλα για τη φωτιά από ένα πεσμένο δέντρο. Δούλεψε έτσι μερικά λεπτά, όταν, ξαφνικά, ο κόσμος σκοτείνιασε. Το τσεκούρι τού έπεσε απ' τα χέρια.
«Πονάει το κεφάλι μου».
Η Σαβίτρι έτρεξε προς το μέρος του. Τον ξάπλωσε στη σκιά ενός δέντρου, με το κεφάλι του στα γόνατά της. «Το σώμα μου καίγεται! Τι μου συμβαίνει;», ψέλλισε τρομαγμένος ο Σατιαβάν. Υστερα έκλεισε τα μάτια. Η αναπνοή του λιγόστευε.
Η Σαβίτρι ύψωσε το βλέμμα. Ανάμεσα στα δέντρα διέκρινε έναν άντρα με βασιλική όψη, που ερχόταν να τη συναντήσει. Ελαμπε, μ' όλο που το δέρμα του ήταν πιο σκούρο κι από την πιο σκοτεινή νύχτα. Τα μάτια και ο μανδύας του είχαν το χρώμα του αίματος.
Τρέμοντας, η Σαβίτρι ρώτησε: «Ποιος είσαι;»
Απάντησε μια βαθιά, ευγενική φωνή. «Πριγκίπισσα, με βλέπεις μόνο με τη δύναμη της προσευχής και της νηστείας σου. Είμαι ο Γιάμα, ο θεός του θανάτου. Ηρθε η ώρα να πάρω την ψυχή του Σατιαβάν».
Ο Γιάμα έβγαλε μια μικρή θηλιά, την πέρασε μέσα από το στήθος του Σατιαβάν, σαν μέσα από τον άνεμο, και τράβηξε έξω ένα ομοίωμα του Σατιαβάν, μικρό σαν δαχτυλάκι.
Η αναπνοή του Σατιαβάν σταμάτησε.
Ο Γιάμα έκρυψε το ομοίωμα μέσα στον μανδύα του. «Μεγάλη ευτυχία περιμένει τον σύζυγό σου στο βασίλειό μου», είπε. «Ο Σατιαβάν ήταν άντρας με μεγάλη αρετή».
Υστερα ο Γιάμα στράφηκε προς τον Νοτιά, παίρνοντας τον δρόμο για τον τόπο του.
Η Σαβίτρι σηκώθηκε και άρχισε να τον ακολουθεί.
Ο Γιάμα βάδιζε με μεγάλες δρασκελιές, σαν να μην πάταγε στη γη και η Σαβίτρι αγωνιζόταν να μην τον χάσει από τα μάτια της. Ωρες πολλές περπάτησαν έτσι, με τη Σαβίτρι να τρέχει πίσω του γεμάτη αγωνία, όταν εκείνος επιτέλους σταμάτησε.
«Σαβίτρι! Δεν μπορείς να περάσεις στη χώρα των νεκρών!»
«Αφέντη Γιάμα, γνωρίζω πως δική σου υποχρέωση είναι να πάρεις τον άντρα μου. Ομως δική μου είναι να σταθώ πλάι του».
«Πριγκίπισσα, αυτή η υποχρέωση τελειώνει. Ομως θαυμάζω την πίστη σου. Γι' αυτό και θα εκπληρώσω μιαν ευχή σου - ζήτα μου ό,τι θες, εκτός από τη ζωή του άντρα σου».
«Παρακαλώ δώσε στον πεθερό μου πίσω το φως του και το βασίλειό του».
«Η όραση και ο θρόνος τού ανήκουν και πάλι».
Και ο Γιάμα συνέχισε να βαδίζει, με τη Σαβίτρι να τον ακολουθεί. Τα αγκάθια και το κοφτερό γρασίδι παραμέριζαν για να περάσει ο Γιάμα, κουρέλιαζαν όμως τα ρούχα της Σαβίτρι και κεντούσαν το δέρμα της.
«Σαβίτρι! Προχώρησες πάρα πολύ!»
«Αφέντη Γιάμα, ξέρω ότι ο άντρας μου θα βρει την ευτυχία στο βασίλειό σου. Ομως παίρνεις μακριά τη δική μου ευτυχία!»
«Πριγκίπισσα, ακόμη και ο έρωτας πρέπει να σκύβει το κεφάλι μπρος στη μοίρα. Ομως θαυμάζω την αφοσίωσή του. Ζήτα μου άλλη μια χάρη - ό,τι θελήσεις, εκτός απ' τη ζωή του άντρα σου».
«Κάνε ο πατέρας μου να αποκτήσει πολλά παιδιά ακόμα».
«Ο πατέρας σου θα αποκτήσει πολλά παιδιά ακόμα».
Ο Γιάμα στράφηκε και πάλι προς τον Νότο, με τη Σαβίτρι να ακολουθεί ξοπίσω του. Εφτασε σε μια ψηλή κορφή και σταμάτησε.
«Σαβίτρι! Σου απαγορεύω να προχωρήσεις!»
«Αφέντη Γιάμα, όλοι σε σέβονται και σε τιμούν. Ομως ό,τι κι αν γίνει, εγώ θα μείνω με τον Σατιαβάν».
«Πριγκίπισσα, θα σου το πω για τελευταία φορά: αυτό δεν πρόκειται να γίνει! Ομως θαυμάζω τη σταθερότητα και το θάρρος σου. Θα σου κάνω μια τελευταία χάρη - ό,τι θελήσεις, εκτός απ' τη ζωή του άντρα σου».
«Τότε χάρισε πολλά παιδιά σε μένα. Κι ας είναι αυτά, τα παιδιά του Σατιαβάν».
Τα μάτια του Γιάμα άνοιξαν διάπλατα. «Δεν ζήτησες να σου χαρίσω τη ζωή του άντρα σου, όμως δεν μπορώ να πραγματοποιήσω την επιθυμία σου χωρίς να τον ελευθερώσω. Πριγκίπισσα, το πνεύμα σου είναι πιο δυνατό και από τη θέλησή σου!»
Τράβηξε από τον μανδύα του την ψυχή του Σατιαβάν και έβγαλε τη θηλιά που την έπνιγε. Και η ψυχή πέταξε κατά τον Βορρά και γρήγορα χάθηκε απ' τα μάτια τους.
«Γύρνα πίσω, Σαβίτρι. Κέρδισες τη ζωή του άντρα σου».
Ο ήλιος έγερνε στη δύση του, όταν η Σαβίτρι έπαιρνε ξανά το κεφάλι του Σατιαβάν στα γόνατά της. Ξαφνικά, το στήθος του άρχισε να πάλλεται. Τα μάτια του άνοιξαν.
«Νύχτωσε κιόλας; Κοιμήθηκα πολύ. Μα τι συμβαίνει, αγαπημένη μου; Κλαις και ταυτόχρονα γελάς;»
«Αγαπημένε μου», είπε η Σαβίτρι, «ας γυρίσουμε στο σπίτι μας».
Ηταν μια φορά ένα ανδρόγυνο από τη Ρώμη, που πάντρεψε τη μονάκριβη κόρη του κι έκανε ένα μεγάλο γλέντι για να το γιορτάσει. Στη μέση του γλεντιού, σώθηκε το κρασί. «Τρέχα, κόρη μου, στο κελάρι να φέρεις κι άλλο», είπε ο πατέρας.
Η νιόπαντρη κατέβηκε στο κελάρι, έβαλε την μποτίλια κάτω από την κάνουλα και περίμενε να γεμίσει. Οσο περίμενε σκεφτόταν: «Σήμερα παντρεύτηκα. Σε εννιά μήνες θα αποκτήσω γιο. Θα τον βαφτίσω Τσίκο Πετρίλο, θα τον ντύνω και θα τον στολίζω. Κι ύστερα θα γίνει μεγάλο και τρανό παλικάρι... Αν όμως πάθει κακό; Αν πεθάνει; Αχ, γιόκα μου, αχ παλικάρι μου!...» κι άρχισε να κλαίει, όπως δεν είχε κλάψει ποτέ ώς τότε.
Η κάνουλα έμεινε ανοιχτή και το κρασί κυλούσε έξω απ' την μποτίλια. Οι καλεσμένοι περίμεναν, αλλά η νύφη πού να φανεί. Ετσι κατέβηκε και η μάνα της να δει τι τρέχει.
«Τι έχεις, κορούλα μου;», ρώτησε ανήσυχη βλέποντάς την πνιγμένη στα δάκρυα.
«Αχ, μανούλα μου, σκέφτηκα ότι σήμερα παντρεύτηκα και σε εννιά μήνες θα αποκτήσω γιο, θα τον βαφτίσω Τσίκο Πετρίλο, και θα τον αγαπώ και θα τον φροντίζω, αν όμως πάθει κανένα κακό τι θ' απογίνω;»
«Αχ, φτωχό μου εγγονάκι!», έκανε η μητέρα της νύφης βάζοντας κι αυτή τα κλάματα, ακόμη πιο δυνατά από την κόρη της, ενώ, στο μεταξύ, το κρασί είχε πλημμυρίσει το κελάρι.
Πάνω, οι καλεσμένοι είχαν σταματήσει το τραγούδι. Ο πατέρας της νύφης είχε αρχίσει να ανησυχεί.
«Πάω να δω μήπως πάθανε τίποτα», είπε και κατέβηκε στο κελάρι.
Βρήκε τις δύο γυναίκες αγκαλιασμένες, να χύνουν μαύρο δάκρυ.
«Αχ, αντρούλη μου, αν ήξερες!», ψέλλισε η γυναίκα του. «Η κόρη μας θα γεννήσει ένα ωραίο αγοράκι, θα το βαφτίσει Τσίκο Πετρίλο και τι θα γίνει αν πεθάνει;»
«Αχ!», τσίριξε ο πατέρας. «Τον καημένο, τον πολυαγαπημένο μας Τσίκο Πετρίλο!» Κι άρχισε κι εκείνος να θρηνεί, ενώ το κρασί τούς είχε φτάσει ώς τον αστράγαλο.
Οι καλεσμένοι περίμεναν, περίμεναν, κανένας δεν εμφανιζόταν. Τότε αποφάσισε να κατεβεί στο κελάρι ο γαμπρός. «Τι πάθατε και κλαίτε σαν μωρά;», ρώτησε τα πεθερικά και τη γυναίκα του, καθώς τσαλαβουτούσε στο χυμένο κρασί.
«Κλαίμε τον γιόκα σου, τον Τσίκο Πετρίλο», απάντησε ο πεθερός του.
Οταν ο γαμπρός κατάλαβε τι του έλεγαν, θύμωσε. «Μα πώς γίνεται να είστε τόσο ανόητοι;», ξέσπασε. «Φεύγω αυτή τη στιγμή, κι εσύ, αγαπημένη μου, δεν θα με ξαναδείς, εκτός κι αν στα ταξίδια μου συναντήσω τρεις ανθρώπους πιο κουτούς από σένα και τους γονείς σου!» Ανέβηκε τρέχοντας τα σκαλιά και βρόντηξε με θόρυβο πίσω του την πόρτα, αφήνοντας σύξυλους νύφη, πεθερικά και καλεσμένους.
Δρόμο παίρνει, δρόμο αφήνει, φτάνει σ' ένα ποτάμι, όπου ένας άνθρωπος προσπαθούσε με μια τσουγκράνα να ξεφορτώσει μια βάρκα γεμάτη φουντούκια.
«Τι κάνεις εκεί, άνθρωπέ μου;», τον ρωτάει.
«Τόσες ώρες παλεύω και δεν έχω καταφέρει να πιάσω ούτε ένα».
«Μα φυσικά! Γιατί δεν δοκιμάζεις με το φτυάρι;»
«Το φτυάρι! Ούτε που μου πέρασε απ' το μυαλό!».
«Να ο ένας!» σκέφτηκε ο γαμπρός. «Αυτός είναι πιο κουτός απ' όλη την οικογένεια της γυναίκας μου μαζί».
Συνέχισε τον δρόμο του, κι έφτασε στις όχθες μιας λίμνης. Εκεί, ένας αγρότης προσπαθούσε να ποτίσει τις αγελάδες του μ' ένα κουταλάκι.
«Τι στο καλό κάνεις εκεί;»
«Τρεις ώρες προσπαθώ να σβήσω τη δίψα τους και δεν τα καταφέρνω».
«Και γιατί δεν αφήνεις τα ζώα σου να βάλουν τη μουσούδα τους στο νερό;»
«Τι ωραία ιδέα! Ποτέ δεν θα μπορούσα να τη σκεφτώ!»
«Να κι ο δεύτερος!», είπε από μέσα του το παλικάρι, και συνέχισε να περπατάει.
Λίγο πιο κάτω, βλέπει μια γυναίκα σκαρφαλωμένη σε μια μουριά, να κρατάει ένα ζευγάρι παντόφλες.
«Τι κάνεις εκεί πάνω, καλή μου γυναίκα;»
«Περιμένω τον άντρα μου. Πέθανε το πρωί και ο παπάς μού είπε ότι πήγε στον Παράδεισο. Εφερα τις παντόφλες του, να τις φορέσει τώρα που θα γυρίσει για το βραδινό».
«Να και η τρίτη!», σκέφτηκε ο γαμπρός.
Και ξαναγύρισε στο σπίτι του ευτυχισμένος, γιατί, όπως λένε, πάντα υπάρχουν και χειρότερα.
Πέρασε ένας χρόνος και ο αφέντης τον φώναξε κοντά του. «Δούλεψες καλά και άξια, Γιάννη», του είπε. «Να ο μισθός σου. Ομως, αν μου τον δώσεις πίσω, εγώ θα σου προσφέρω για αντάλλαγμα μια καλή συμβουλή».
Ο Γιάννης σκέφτηκε λιγάκι και απάντησε: «Χρειάζομαι τα χρήματα, αλλά η συμβουλή σου μπορεί να είναι πιο χρήσιμη. Την ακούω».
«Ποτέ να μην αφήνεις έναν παλιό γνώριμο δρόμο για χάρη ενός καινούριου», είπε ο αφέντης του.
Πέρασε ένας ακόμη χρόνος, κι όταν ήρθε η ώρα να πληρωθεί ο Γιάννης, ο αφέντης του αντί για χρήματα του έδωσε μία ακόμα συμβουλή. «Κρατήσου μακριά από τους καυχησιάρηδες», του είπε. Τα ίδια έγιναν και τον επόμενο χρόνο. Η συμβουλή, αυτή τη φορά, ήταν: «Να είσαι τίμιος ό,τι και να συμβεί».
Ο Γιάννης αγαπούσε πολύ τον αφέντη του, αλλά είχε νοσταλγήσει το σπίτι του και τη γυναίκα του. «Καλέ μου αφέντη, μαζί σου έμαθα πολλά και δούλεψα καλά. Τώρα όμως πρέπει να γυρίσω στους δικούς μου», του είπε. Κι έτσι, ήρθε η ώρα του αποχαιρετισμού... Το επόμενο πρωί, ο αφέντης ξεπροβόδισε τον Γιάννη και τον φίλεψε ένα μεγάλο καρβέλι ψωμί. «Πάρε αυτό το καρβέλι», του είπε, «και κόψ' το την ώρα της πιο μεγάλης σου χαράς. Οχι νωρίτερα».
Ξεκίνησε λοιπόν ο Γιάννης και στον δρόμο συνάντησε τρεις εμπόρους από το χωριό του. «Καλώς σε βρήκαμε!», του είπαν. «Για πού το 'βαλες;»
«Γυρνάω στο χωριό, στη γυναίκα μου», απάντησε ο Γιάννης.
«Ελα τότε μαζί μας», του πρότειναν και ο Γιάννης δέχτηκε με χαρά.
Περπάτησαν ώρα πολλή, ώσπου έφτασαν σ' ένα σταυροδρόμι. «Πάμε από τον καινούριο δρόμο», είπαν οι έμποροι. «Είναι πιο σύντομος και πιο καλός». Ομως, ο Γιάννης θυμήθηκε τη συμβουλή του αφέντη του κι έμεινε στον παλιό. Κι έκανε πολύ σωστά, γιατί, πριν καλά καλά ξεμακρύνει από τους συμπατριώτες του, άκουσε τις φωνές τους: «Κλέφτες! Κλέφτες!» Ληστές τούς είχαν στήσει καρτέρι πίσω από τα δέντρα. «Κλέφτες!», φώναξε και ο Γιάννης τρομαγμένος. Τότε οι ληστές φοβήθηκαν με τη σειρά τους και το 'βαλαν στα πόδια. Μερικές ώρες αργότερα, ο Γιάννης ξανασυναντήθηκε με τους εμπόρους στο γειτονικό χωριό.
«Σου χρωστάμε τη ζωή μας», του είπαν. «Ελα να μείνουμε στο ίδιο πανδοχείο και να σου κάνουμε το τραπέζι».
Ο Γιάννης τους ακολούθησε πρόθυμα. Ομως την ώρα που άρχισαν να τρώνε και να πίνουν, οι έμποροι βάλθηκαν να καυχιούνται μεγαλόφωνα για τις καλές τους τις δουλειές και τα πολλά λεφτά που είχαν κερδίσει στα ταξίδια τους. Τότε θυμήθηκε τη δεύτερη συμβουλή του αφέντη του και σηκώθηκε από το τραπέζι.
«Φίλοι μου, ευχαριστώ», τους είπε, «δέχτηκα το τραπέζι σας, αλλά δεν μπορώ να δεχτώ και τη φιλοξενία σας. Θα μείνω στο διπλανό το χάνι, που είναι και πιο φτηνό».
Αυτό και έκανε... Δεν είχε όμως προλάβει να κλείσει τα μάτια του, όταν άκουσε και πάλι φωνές: «Κλέφτες! Κλέφτες!» Κοίταξε τρέμοντας απ' το παράθυρο, και είδε τους τρεις εμπόρους να τρέχουν μες στη νύχτα και τρεις μαυροντυμένους να τους κυνηγούν. Ορμησε μες στο σκοτάδι το κατόπι τους, κάνοντας όση φασαρία μπορούσε. Κάτι στρατιώτες που αναπαύονταν στο χάνι ξύπνησαν κι αυτοί κι έτσι, όλοι μαζί, κυνήγησαν τους κακοποιούς, που χάθηκαν στο δάσος κι ακόμα τρέχουν.
«Γιάννη, μας έσωσες τη ζωή για δεύτερη φορά», του είπαν οι έμποροι. «Μάλλον μας άκουσαν την ώρα που καυχιόμασταν και θέλησαν να μας ληστέψουν. Ζήτα μας ό,τι θέλεις και θα το 'χεις».
«Δεν θέλω τίποτα», είπε ο Γιάννης χαμογελώντας, «μονάχα λίγο ύπνο ακόμα...» και γύρισε στο κρεβάτι του να ξεκουραστεί.
Οταν ξύπνησε το πρωί, οι έμποροι είχαν κιόλας φύγει. Πάει να βγει από την πόρτα του, και σκοντάφτει σ' ένα πουγκί με χρυσά νομίσματα. Τρέχει να τους προλάβει, αλλά αυτοί είχαν γίνει καπνός. Τι να κάνει ο Γιάννης; Εριξε το πουγκί στο δισάκι του και πήρε τον δρόμο για το σπίτι του.
Εφτασε το απόγευμα, γεμάτος χαρά που ξανάβλεπε τη γυναίκα του. Φάγανε, τα είπανε, αλλά ο Γιάννης δεν είχε ησυχία. Ηθελε να επιστρέψει τα χρήματα στους εμπόρους. Ρώτησε από δω, ρώτησε από κει, στο τέλος έμαθε ότι έμεναν στην κορφή του λόφου, σ' ένα αρχοντόσπιτο που έμοιαζε παλάτι.
Πήγε και χτύπησε την πόρτα. Του άνοιξε ο πιο μεγάλος από τους τρεις, που δεν πίστευε στα μάτια του, όταν ο Γιάννης του έδωσε το πουγκί. «Δεν έχω δει πιο τίμιο άνθρωπο στη ζωή μου», του είπε. «Αυτά τα χρήματα είναι δικά σου. Και από αύριο το πρωί έλα να πιάσεις δουλειά κοντά μου».
Τότε θυμήθηκε ο Γιάννης την τρίτη συμβουλή του αφέντη του και γύρισε καταχαρούμενος στο σπίτι. «Με συμβούλεψε να είμαι τίμιος», είπε στη γυναίκα του, «και είχε δίκιο! Πόσο ευτυχισμένος νιώθω!»
Ηταν η πιο κατάλληλη στιγμή να κόψουν το καρβέλι του αφέντη. Αλλά, μόλις το μαχαίρι ακούμπησε το ψωμί, από μέσα κατρακύλησαν ένα σωρό χρυσά νομίσματα. Ηταν οι μισθοί των τριών χρόνων που ο Γιάννης είχε ανταλλάξει με τις τρεις πολύτιμες συμβουλές.
«Ερχομαι από το Βασίλειο της Τύχης, τον πιο παράξενο τόπο της γης ολόκληρης. Στα ποτάμια του ρέει χρυσάφι· τα δέντρα έχουν ασημένια φύλλα. Τα σπίτια είναι φτιαγμένα από χρυσό, τα τείχη από καθαρό ασήμι και τα κανόνια, αντί για μπάλες, ρίχνουν διαμαντόπετρες. Οι δρόμοι είναι στρωμένοι με χρυσά νομίσματα και οι πέτρες στα χωράφια είναι μπριλάντια μεγάλα σαν καρύδια».
Τα παιδιά τον κοίταζαν με ανοιχτό το στόμα, ανίκανα να πιστέψουν ότι υπάρχει τέτοιο μέρος στον κόσμο.
«Το κακό όμως είναι», συνέχισε ο ταξιδιώτης, «ότι το μονοπάτι που οδηγεί στο Βασίλειο είναι κακοτράχαλο και δύσβατο και οι περισσότεροι το εγκαταλείπουν στα μισά...»
Ο Ενρίκε είχε εντυπωσιαστεί περισσότερο απ' όλους.
«Ξέρεις τον δρόμο γι' αυτό το μαγεμένο μέρος;», ρώτησε.
«Και βέβαια, γιε μου· όμως δεν θα σε συμβούλευα να δοκιμάσεις».
«Γιατί;»
«Για να φτάσεις στο Βασίλειο υπάρχουν δύο μονοπάτια: το ένα είναι στενό, γεμάτο πέτρες, θάμνους και αγκάθια· αν το διαλέξεις, οι μυτεροί βράχοι θα σου ξεσκίσουν τα πόδια, ένα σωρό άγρια τέρατα θα προσπαθήσουν να σε εμποδίσουν, θα κάνεις δέκα βήματα μπρος και οκτώ πίσω, κι αν τελικά καταφέρεις να ξεπεράσεις όλα τα εμπόδια, θα φτάσεις στο Βασίλειο γέρος και τσακισμένος, όταν τα πλούτη θα σου είναι άχρηστα πια. Το άλλο, είναι σύντομο και ομαλό, αλλά...».
«Φτάνει!» φώναξε ο Ενρίκε, «δεν χρειάζεται ν' ακούσω τίποτ' άλλο. Δείξε μου το μονοπάτι και θα βρω μόνος μου τα υπόλοιπα».
«Καλά, καλά...», απάντησε ο ταξιδιώτης. «Αφού το θέλεις θα στο δείξω. Ομως θα μετανιώσεις που δεν με άκουσες ώς το τέλος...».
Ο Ενρίκε ανυπομονούσε. Ούτε που χαιρέτησε τον πατέρα και τους φίλους του, κι άρχισε να βαδίζει προς την κατεύθυνση που του είχε δείξει ο ταξιδιώτης. Η καρδιά του πετούσε από ενθουσιασμό στη σκέψη των αμύθητων θησαυρών που τον περίμεναν στο Βασίλειο της Τύχης - γιατί ήταν σίγουρος πως θα κατάφερνε να φτάσει ώς εκεί.
Το βράδυ της δεύτερης μέρας έφτασε στις όχθες ενός μεγάλου ποταμού. Δεμένη σ' έναν πάσσαλο ήταν μια βάρκα και πλάι της έστεκε ένας θεόρατος άντρας.
«Καλέ μου άνθρωπε, ξέρεις πού είναι το Βασίλειο της Τύχης;», ρώτησε ο Ενρίκε.
«Από την άλλη πλευρά του ποταμού».
«Μπορείς να με περάσεις απέναντι;».
«Ναι, αλλά πρέπει να πληρώσεις. Χρήματα έχεις;»
«Αν είχα θα πήγαινα να βρω το Βασίλειο της Τύχης;», είπε ο Ενρίκε.
«Τότε θα πρέπει να πληρώσεις μ' ένα μικρό κομμάτι απ' την καρδιά σου. Δεν θα πονέσει, θα δεις».
Ο Ενρίκε ούτε που το σκέφτηκε δεύτερη φορά. Αφησε τον άντρα να του ανοίξει το στήθος και να του πάρει ένα κομματάκι απ' την καρδιά του, κι έτσι βρέθηκε στην απέναντι όχθη... Ηδη μπορούσε να δει από μακριά το Βασίλειο της Τύχης, ν' αστράφτει στο ηλιοβασίλεμα. Ομως πρόσεξε ότι δεν ανυπομονούσε τόσο να φτάσει, κι ένιωθε ένα παράξενο κενό στο στήθος. Παρ' όλα αυτά συνέχισε να προχωρεί. Ούτε εκατό βήματα δεν είχε κάνει, όταν έφτασε σ' ένα στενό πέρασμα ανάμεσα σε δύο βουνά, που το φρουρούσε ένας άλλος άντρας, ακόμη πιο μεγαλόσωμος από τον πρώτο.
«Μπορώ να περάσω;», ρώτησε ο Ενρίκε.
«Αν με πληρώσεις μ' ένα κομμάτι απ' την καρδιά σου...», απάντησε ο φρουρός.
Χωρίς να διστάσει, ο Ενρίκε άνοιξε το πουκάμισό του και ο άντρας έκοψε ένα κομμάτι απ' την καρδιά του. Τώρα η πανέμορφη πόλη βρισκόταν κοντά κι άστραφτε τόσο, που μολονότι είχε νυχτώσει, ήταν σαν μέρα μεσημέρι. Ομως ο Ενρίκε την κοίταζε με κάτι σαν αδιαφορία· η λαχτάρα του σαν να είχε σβήσει. Αλλωστε, μπροστά στα μάτια του ανοιγόταν μια τεράστια χαράδρα και γεφύρι δεν φαινόταν πουθενά. Αποκαρδιωμένος, ο Ενρίκε κάθησε σε μια πέτρα σκεφτικός.
Ξαφνικά, άκουσε πλατάγισμα φτερών. Σήκωσε τα μάτια και είδε μπροστά του έναν τεράστιο γύπα.
«Θέλεις να περάσεις; Δώσε μου τότε ένα κομμάτι απ' την καρδιά σου».
«Πάρε όσο θες», είπε ο Ενρίκε και το αρπακτικό άνοιξε με το ράμφος του το στήθος του παιδιού κι έκοψε ένα μεγάλο κομμάτι απ' την καρδιά του. Υστερα, τον άρπαξε με τα νύχια του και τον κουβάλησε στην άλλη πλευρά της αβύσσου.
Τώρα βρισκόταν μπροστά στις πύλες του Βασιλείου - κι εκεί, όμως, στέκονταν θεόρατοι φρουροί. Ανοιξαν το στήθος του, πήραν ό,τι είχε απομείνει απ' την καρδιά του και στη θέση της έβαλαν μιαν άλλη, φτιαγμένη από ατσάλι και σκληρή σαν διαμάντι. Τους ξέφυγε μονάχα ένα ελάχιστο κομματάκι αληθινής καρδιάς, που συνέχισε να χτυπάει αδύναμα.
«Επιτέλους, έφτασα», μονολόγησε ο Ενρίκε, όμως, τι παράξενο, δεν ένιωθε ούτε έκπληξη ούτε χαρά! Το χρυσάφι τού φαινόταν φτηνό αλουμίνιο, τα πετράδια ψεύτικα στολίδια. Εψαξε να βρει φίλους, όμως κανένας δεν του έδινε σημασία, γιατί όλοι στο Βασίλειο της Τύχης είχαν ατσάλινη καρδιά. Το ελάχιστο κομματάκι αληθινής καρδιάς μέσα στο στήθος του άρχισε να υποφέρει. Το παιδί ήθελε τώρα να γυρίσει πίσω. Ακολούθησε τον πρώτο δρόμο που βρήκε μπροστά του και γρήγορα βρέθηκε έξω από τη μεγάλη πύλη. Ενιωσε ένα σκίρτημα χαράς, που αμέσως πνίγηκε σαν από σιδερένιο χέρι. Ομως τα πόδια του είχαν βγάλει φτερά. Ετρεχε, χωρίς να λογαριάζει τις μυτερές πέτρες και τ' αγκάθια και σε λίγο βρέθηκε στο χωριό του.
Ηταν φτωχός όπως και πριν. Στο στήθος του, η μεταλλική καρδιά δεν τον άφηνε να ανασάνει. Πέρασε το κατώφλι του σπιτιού του, χωρίς να νιώσει καμία χαρά. Ενα χέρι βαρύ πίεζε το στήθος του και τον γέμιζε αγωνία. Η ψεύτικη καρδιά χτυπούσε μηχανικά, σαν ρολόι: τικ-τακ, τικ-τακ... Τα πρόσωπα των αδελφών του, των φίλων, του πατέρα του, του φαίνονταν ξένα. Τότε, στην πόρτα φάνηκε η μητέρα του.
Ορμησε στο παιδί της, το έσφιξε στην αγκαλιά της κι ένα δάκρυ χαράς κύλησε απ' τα μάτια της κι έπεσε στο στήθος του Ενρίκε. Και τότε, η ατσάλινη καρδιά, σαν να ξεκουρντίστηκε. Αρχισε να χτυπάει ακανόνιστα και ξαφνικά πήδησε έξω από το στήθος του αγοριού, σαν σπασμένο ελατήριο από χαλασμένο ρολόι. Το μικρό κομματάκι είχε ξαναγίνει κανονική καρδιά και ο Ενρίκε ήταν ευτυχισμένος. «Αν είναι ν' αποκτήσουμε πλούτη και να χάσουμε την καρδιά και τα όνειρά μας, καλύτερα να μείνουμε φτωχοί», είπε στους φίλους του όταν τον ρώτησαν για το Βασίλειο της Τύχης. Και ρίχτηκε στο παιχνίδι, με έναν ενθουσιασμό που δεν είχε νιώσει ποτέ ώς τότε.
Μια μέρα τα δύο αδέλφια αποφάσισαν να πάνε στην πρωτεύουσα όπου, όπως κάθε χρόνο, γινόταν το μεγάλο παζάρι - ο πλούσιος με το όμορφο άτι του, ο φτωχός με τη φοράδα του. Δρόμο πήραν δρόμο άφησαν και, την ώρα που σουρούπωνε, είδαν μπροστά τους μια έρημη καλύβα. «Εδώ να περάσουμε τη νύχτα!» είπε ο πλούσιος. Ξεπέζεψαν, έδεσαν τα άλογα έξω από το καλυβάκι και έπεσαν να κοιμηθούν. Πολύ πρωί, τους ξύπνησαν χλιμιντρίσματα. Βγαίνουν στην πόρτα, και τι να δουν! Τα άλογα ήταν τρία! Το τρίτο ήταν ένα πουλαράκι, που το είχε γεννήσει η φοράδα τη νύχτα. Στεκόταν, μισοτρεκλίζοντας, πλάι στο άλογο του πλούσιου αδελφού.
«Δικό μου είναι!», φώναξε ο Ντιμίτρι, ο πλούσιος.
«Από πού κι ώς πού;» ρώτησε ο Ιβάν, ο φτωχός. «Αφού το γέννησε η φοράδα μου!»
«Ναι, αλλά στεκόταν πλάι στο άλογό μου!» απάντησε ο Ντιμίτρι.
Τα δύο αδέλφια άρχισαν να μαλώνουν και κανένας δεν υποχωρούσε. Στο τέλος αποφάσισαν, μόλις φτάσουν στην πόλη, να ζητήσουν από τον βασιλιά να αποδώσει δικαιοσύνη.
Ετσι κι έκαναν. Ο βασιλιάς τούς δέχτηκε καθισμένος στον θρόνο του και τους άκουσε προσεκτικά. Από τα πρώτα τους κιόλας λόγια κατάλαβε ότι το πουλάρι ανήκε στον Ιβάν, επειδή όμως ήθελε να διασκεδάσει λιγάκι, είπε:
«Πολύ μπερδεμένα μου τα λέτε εσείς οι δυο και δεν μπορώ να αποφασίσω. Θα δώσω, λοιπόν, το πουλάρι σ' όποιον μου πει ποιο πράγμα στον κόσμο είναι το γρηγορότερο, ποιο είναι το παχύτερο, ποιο είναι το απαλότερο και ποιο το πολυτιμότερο. Να έρθετε σε μία βδομάδα με τις απαντήσεις σας!».
Τα αδέλφια πήραν αμίλητα τον δρόμο του γυρισμού. Ο πλούσιος πήγε κατευθείαν στο σπίτι του και εξιστόρησε όσα έγιναν στη γυναίκα του. «Μα, δεν σε ρώτησε και τίποτα δύσκολο ο βασιλιάς!», είπε εκείνη. «Να τι θα του απαντήσεις: Το γρηγορότερο πράγμα στον κόσμο είναι το άλογό σου, το παχύτερο το γουρούνι μας, το απαλότερο το πάπλωμά μας και το πολυτιμότερο ο μικρός μας γιος».
Ο φτωχός γύρισε στο φτωχικό του καταστενοχωρημένος. Πήρε την κορούλα του στην αγκαλιά του και της είπε όσα είχαν συμβεί. Εκείνη, σκέφτηκε λίγο και του απάντησε: «Να πεις στον βασιλιά ότι το γρηγορότερο πράγμα στον κόσμο είναι ο παγωμένος βόρειος άνεμος τον χειμώνα, το παχύτερο είναι το χώμα των χωραφιών της πατρίδας μας, το απαλότερο είναι το χάδι ενός παιδιού και το πολυτιμότερο είναι η τιμιότητα».
Πέρασαν οι μέρες και τα δύο αδέλφια παρουσιάστηκαν και πάλι μπρος στον βασιλιά. Εκείνος ξεκαρδίστηκε με τις απαντήσεις του Ντιμίτρι, όμως άκουσε με προσοχή τον Ιβάν και θα του έδινε το πουλάρι στη στιγμή, αν δεν ήθελε να τον δοκιμάσει λίγο ακόμη.
«Εσύ τα σκέφτηκες όλα αυτά;» τον ρώτησε.
«Οχι, εγώ, μεγαλειότατε», απάντησε ο Ιβάν, «η εφτάχρονη κορούλα μου».
«Για να δούμε αν είναι τόσο έξυπνη όσο φαίνεται», είπε ο βασιλιάς. «Σε εφτά ημέρες να τη φέρεις στο παλάτι. Να εμφανιστεί όμως μπροστά μου ούτε γυμνή ούτε ντυμένη ούτε πεζή ούτε καβάλα σ' άλογο ούτε με δώρα ούτε με άδεια χέρια. Αν τα καταφέρει, θα πάρεις και το πουλάρι και εκατό ασημένια δουκάτα».
Ο Ιβάν γύρισε σπίτι ακόμα πιο στενοχωρημένος. Είπε δακρυσμένος στην κόρη του τι ζητούσε ο βασιλιάς, εκείνη όμως, χωρίς να ταραχτεί καθόλου, του ζήτησε να της φέρει έναν λαγό και μια πέρδικα και να πάψει να ανησυχεί.
Εφτασε η μεγάλη μέρα... Πλήθος κόσμου είχε συγκεντρωθεί στο παλάτι, περιμένοντας να δει πώς θα εμφανιζόταν η κορούλα του Ιβάν μπροστά στον βασιλιά. Κι εκείνη, ήρθε τυλιγμένη σε ένα ψαράδικο δίχτυ, καβάλα σ' έναν λαγό, κρατώντας στα χέρια της μια πέρδικα.
«Ωραία!» φώναξε ο βασιλιάς. «Δεν είναι ούτε γυμνή ούτε ντυμένη ούτε πεζή ούτε καβάλα σ' άλογο. Τα χέρια της όμως είναι γεμάτα!» Τότε το κοριτσάκι άνοιξε τα δάχτυλα και η πέρδικα πέταξε στον αέρα. Θαυμάζοντας την εξυπνάδα του κοριτσιού, ο βασιλιάς τη ρώτησε με γλυκιά φωνή:
«Τόσο φτωχοί είστε, λοιπόν; Τόσο πολύ χρειάζεστε το πουλάρι;»
«Ναι, μεγαλειότατε!», απάντησε το κοριτσάκι. «Ζούμε με τους λαγούς που πιάνει ο πατέρας μου απ' το ποτάμι και με τα ψάρια που μαζεύει από τα δέντρα».
«Αχά!», φώναξε θριαμβευτικά ο βασιλιάς. «Να που δεν είσαι και τόσο έξυπνη! Πού ακούστηκε να υπάρχουν λαγοί στα ποτάμια και ψάρια στα δέντρα;»
«Και πού ακούστηκε αρσενικό άλογο να γεννάει πουλάρι;», απάντησε το κοριτσάκι.
Τραντάχτηκε το παλάτι από τα γέλια και τα χειροκροτήματα. Ο βασιλιάς διέταξε να δοθούν αμέσως στον Ιβάν το πουλάρι και τα δουκάτα και δήλωσε με δυνατή φωνή:
«Μονάχα στο βασίλειό μου θα μπορούσε να γεννηθεί ένα τόσο σοφό κορίτσι!»
Αλλά ο Ουρασίμα δεν ξεχώριζε μονάχα στο ψάρεμα. Οσοι τον ήξεραν, τον αγαπούσαν για την καλή του την καρδιά. Ποτέ δεν είχε βλάψει ούτε και το πιο απαίσιο πλάσμα. Μάλιστα, αν δεν ήταν τα πλάσματα της θάλασσας ο μόνος τρόπος για να βγάζει το ψωμί του, θα ψάρευε πάντα μ' ένα απλό αγκίστρι, ώστε να πιάνει μονάχα όσα ψάρια ήθελαν να πιαστούν. Ποτέ του δεν βασάνισε ζώα όταν ήταν παιδί· αντιθέτως, η τρυφερότητά του προς όλα τα βουβά πλάσματα της Φύσης έκανε τους φίλους του να τον περιγελούν. Τίποτε όμως δεν μπορούσε να τον πείσει να μετέχει σ' αυτό το άσπλαχνο παιχνίδι που τόσο απολαμβάνουν μερικά παιδιά.
Ενα βράδυ, καθώς ο Ουρασίμα γύριζε σπίτι έπειτα από μια κοπιαστική μέρα στη θάλασσα, είδε μερικά παιδιά να φωνάζουν και να γελούν πάνω από κάτι που τυραννούσαν μες στη μέση του δρόμου: μια θαλάσσια χελωνίτσα. Στριμωγμένο ανάμεσα σ' όλα εκείνα τα παιδιά, που το βασάνιζαν με ξύλα και με πέτρες, το δύστυχο πλάσμα έδειχνε έτοιμο να πεθάνει από τον φόβο του.
Ο Ουρασίμα δεν άντεξε να βλέπει ένα αβοήθητο ζωντανό να υποφέρει και μπήκε ανάμεσά τους.
«Παιδιά», είπε, «δεν είναι σωστό να φέρεστε έτσι σ' ένα άκακο πλάσμα. Θα το σκοτώσετε το καημένο!» Ομως τα παιδιά γελάσανε και, χωρίς να δώσουν σημασία στα λόγια του, συνέχισαν το άσπλαχνο παιχνίδι τους.
Ο Ουρασίμα έμεινε για λίγο σιωπηλός, αναζητώντας έναν τρόπο να πείσει τα παιδιά να του δώσουν τη χελώνα. Στο τέλος, είπε, χαμογελώντας, «Ελάτε, παιδιά! Το ξέρω πως έχετε καλή καρδιά. Θα κάνουμε μια συμφωνία. Θα' θελα να την αγοράσω τη χελώνα· αν είναι, δηλαδή, δικιά σας».
«Και βέβαια είναι δικιά μας. Εμείς την πιάσαμε», είπαν αυτά με μια φωνή.
«Πολύ ωραία», απάντησε ο Ουρασίμα, βγάζοντας μια χούφτα νομίσματα από την τσέπη του. «Μπορείτε να αγοράσετε πολλά ωραία πράγματα με αυτά εδώ. Τι λέτε;»
Τους χαμογελούσε τόσο γλυκά και μιλούσε τόσο τρυφερά, με τα χρήματα να κουδουνίζουν μπροστά στα μάτια τους, που δεν χρειάστηκε να κοπιάσει για να τα πείσει. Τότε, το μεγαλύτερο από τα αγόρια άρπαξε τη χελώνα και του την έδωσε με το ένα χέρι, ενώ άπλωνε το άλλο για να πάρει τα νομίσματα. Ο Ουρασίμα έμεινε με τη χελώνα στην αγκαλιά του, ενώ τα παιδιά σκόρπιζαν με αλαλαγμούς προς το μαγαζί με τα ζαχαρωτά.
«Καημένη χελωνίτσα!» της ψιθύρισε χαϊδεύοντάς την απαλά για να ηρεμήσει τον φόβο της, «εδώ, μαζί μου, δεν κινδυνεύεις. Θυμήσου, όμως, καλή μου, ότι παρά τρίχα να χάσεις μια ζωή πολύχρονη. Πόσο κρατάει; Δέκα χιλιάδες χρόνια, λένε. Δέκα φορές περισσότερα από τα χρόνια ενός πελαργού. Τώρα αμέσως θα σε πάω πίσω στη θάλασσα, για να κολυμπήσεις μ' όλη σου τη δύναμη και να γυρίσεις στο σπίτι και στους δικούς σου. Να μου υποσχεθείς, όμως, ότι ποτέ ξανά δεν θα αφήσεις να σε πιάσουν». Η χελώνα το υποσχέθηκε με το βλέμμα της. Ηταν τόσο μελαγχολικό και γεμάτο ευγνωμοσύνη, που ο Ουρασίμα ένιωσε πως δεν θα το ξεχνούσε ποτέ.
Την άλλη μέρα, τα χαράματα, ο Ουρασίμα ξεκίνησε με τη βάρκα του για το καθημερινό ψάρεμα. Η θάλασσα ήταν ήρεμη και ο αέρας γεμάτος από την απαλή, γλυκιά ζέστη του καλοκαιριού. Σκίζοντας τα γαλανά, βαθιά νερά, σύντομα βρέθηκε στ' ανοιχτά, μακριά από τους άλλους ψαράδες. Ηταν τόσο όμορφο το πρωινό, την ώρα που ο ήλιος ανέβαινε στον ουρανό και το φως του αντανακλούσε στο νερό, ώστε, όταν σκέφτηκε πόσο μικρή είναι η ζωή του ανθρώπου, ευχήθηκε να είχε χιλιάδες χρόνια για να ζήσει, όπως η χελώνα που είχε σώσει από τ' αγόρια, μία μέρα πριν. Μ' αυτές τις σκέψεις στον νου του, ξαφνιάστηκε από μια γλυκιά φωνή που τον καλούσε με τ' όνομά του. Ηταν σαν ήχος καμπάνας ασημένιας, που έπεφτε από τους ουρανούς.
«Ουρασίμα! Ουρασίμα!»
Κοίταξε τη θάλασσα ολόγυρά του, μήπως και τον φώναζε κάποιος ψαράς από τη βάρκα του, όμως ώς εκεί που μπορούσε να φτάσει το μάτι δεν βρισκόταν κανείς.
«Ουρασίμα! Ουρασίμα!»
Και πάλι ακούστηκε η φωνή, από πιο κοντά. Εσκυψε στο νερό και είδε μια χελώνα να τον κοιτάζει τρυφερά· κι από το βλέμμα της κατάλαβε ότι ήταν η ίδια χελώνα που είχε σώσει από τα παιδιά.
«Συναντιόμαστε, λοιπόν, και πάλι....», της είπε εύθυμα. «Για φαντάσου, να με βρίσκεις στη μέση του ωκεανού! Ομως φέρεσαι απερίσκεπτα. Θέλεις να σε ξαναπιάσουν;»
«Σε έψαχνα», απάντησε η χελώνα, «από το χάραμα, κι όταν σε είδα στη βάρκα σου κολύμπησα ώς εδώ για να σε ευχαριστήσω που μου έσωσες τη ζωή».
«Είσαι πολύ ευγενική», είπε ο Ουρασίμα. «Θέλεις ν' ανεβείς στη βάρκα, να στεγνώσεις τη ράχη σου στον ήλιο και να κουβεντιάσουμε λιγάκι;»
Η χελώνα δέχτηκε μετά χαράς. Σκαρφάλωσε στη βάρκα, κι έπιασαν την κουβέντα. Ξαφνικά, γύρισε προς το μέρος του νεαρού ψαρά και του είπε: «Βάζω στοίχημα ότι δεν έχεις δει ποτέ σου το Ριν Τζιν, το Παλάτι του Βασιλιά της Θάλασσας».
Ο Ουρασίμα έγνεψε αρνητικά: «Δεν έτυχε ποτέ να με καλέσουν».
Η χελώνα διέκρινε το κοροϊδευτικό σπίθισμα στα μάτια του Ουρασίμα: «Δεν νομίζω ότι πιστεύεις πως το Ριν Τζιν είναι πραγματικό. Κι όμως, υπάρχει, βαθιά, πολύ βαθιά, στον πάτο της θάλασσας. Αν στ' αλήθεια θέλεις να δεις το Ριν Τζιν θα σε πάω εγώ εκεί».
«Πολύ ευγενικό εκ μέρους σου», είπε ο ψαράς, «μα εγώ είμαι άνθρωπος και δεν μπορώ να κολυμπήσω κάτω απ' τη θάλασσα όπως εσύ».
«Δεν είναι απαραίτητο», τον καθησύχασε η χελωνίτσα. «Ανέβα στη ράχη μου και θα κολυμπήσω εγώ».
Ο Ουρασίμα γέλασε. Πώς θα τον κουβαλούσε ένα τόσο μικροσκοπικό πλάσμα;
«Σου φαίνεται αστείο;» έκανε η χελώνα. «Ανέβα και θα δεις». Και ξαφνικά, κάτω απ' τα μάτια του Ουρασίμα, η χελώνα άρχισε να μεγαλώνει και να μεγαλώνει, ώσπου έγινε τόσο μεγάλη, ώστε μπορούσε να κουβαλήσει στη ράχη της και δύο και τρεις ανθρώπους.
«Καταπληκτικό!» φώναξε ο ψαράς. «Και βέβαια, φίλη μου, θα 'ρθω μαζί σου».
«Ξεκινάμε», είπε η χελώνα. «Κρατήσου γερά».
Και στη στιγμή βουτήξανε στη θάλασσα κι άρχισαν να βυθίζονται όλο και πιο βαθιά, τόσο που ο Ουρασίμα σκέφτηκε πως ούτε σε χίλια χρόνια δεν θα κατάφερναν να ξαναβγούν στην επιφάνεια. Στο τέλος, είδε κάτωθέ του ν' απλώνεται ένας τόπος υπέρλαμπρος, πόλεις ολόκληρες και χωριά, με όμορφους κήπους γεμάτους αστραφτερά λουλούδια κι ονειρεμένα δέντρα που ανέμιζαν τα κλαδιά τους. Επειτα, πέρασαν από μια απέραντη πράσινη πεδιάδα· στο μακρινότερο άκρο της, σ' ένα χωριό στους πρόποδες ψηλών βουνών, έλαμπαν οι μεγαλόπρεπες πύλες ενός μαγευτικού παλατιού.
«Βλέπεις;» είπε η χελώνα. «Φτάσαμε στο Ριν Τζιν. Πώς νιώθεις;»
«Θαυμάσια», είπε ο Ουρασίμα, συνειδητοποιώντας εκείνη τη στιγμή ότι τα ρούχα του ήταν εντελώς στεγνά κι ότι ούτε για μια στιγμή δεν είχε δυσκολευτεί να ανασάνει.
Πλησίαζαν κι άλλο τη μεγάλη πύλη, και ο Ουρασίμα μπόρεσε να δει στο βάθος, μισοκρυμμένους πίσω από τα δέντρα, τους λαμπερούς θόλους του παλατιού. Ηταν στ' αλήθεια ένας τόπος θαυμαστός· δεν έμοιαζε με κανέναν απ' όσους είχε γνωρίσει στη στεριά. Σταμάτησαν μπροστά σε μια σειρά από κοραλλένια σκαλοπάτια και η χελώνα του ζήτησε να κατεβεί από τη ράχη της.
Ο φύλακας της πύλης, μια μουρούνα, τους σταμάτησε· όμως η χελώνα εξήγησε ότι ο Ουρασίμα ήταν ένας θνητός από το μεγάλο βασίλειο της Ιαπωνίας και είχε έρθει για να επισκεφθεί τον βασιλιά των θαλασσών, και η μουρούνα υποκλίθηκε και τους άφησε να περάσουν.
Βαδίζοντας προς το παλάτι, συνάντησαν τους αυλικούς και τους αξιωματούχους: το δελφίνι, την παλαμίδα, τη γιγάντια σουπιά, το βαθυκόκκινο μπαρμπούνι· ο κέφαλος, η γλώσσα, το σκουμπρί κι άλλα πολλά ψάρια έκαναν ένα βήμα και υποκλίθηκαν ευγενικά μπρος στη χελώνα. Εδειξαν μάλιστα τέτοιο σεβασμό, που ο Ουρασίμα αναρωτήθηκε τι θέση, αλήθεια, να κατείχε η χελώνα σ' αυτό το βασίλειο του βυθού. Τον καλωσόρισαν κι εκείνον με μια φωνή, και το δελφίνι, που ήταν υψηλός αξιωματούχος, τον προσφώνησε θερμά. Υστερα, η πομπή των ψαριών τούς οδήγησε στο εσωτερικό του παλατιού.
Ποτέ ξανά ο ταπεινός ψαράς δεν είχε τύχει να βρεθεί σε τέτοιο μεγαλόπρεπο μέρος. Κοίταζε γύρω θαμπωμένος, αλλά δεν ένιωσε ούτε στιγμή ντροπή ή αμηχανία. Καθώς ακολουθούσε τους οδηγούς του, πρόσεξε ξαφνικά ότι η χελώνα είχε εξαφανιστεί, αλλά το ξέχασε αμέσως, μόλις αντίκρισε μια όμορφη πριγκίπισσα, περιτριγυρισμένη από τις κυρίες των τιμών, να τον πλησιάζει για να τον υποδεχτεί.
Ηταν πιο όμορφη από οτιδήποτε υπήρχε στη γη και το πρασινορόδινο φόρεμά της άλλαζε χρώματα, όπως η επιφάνεια της θάλασσας το ηλιοβασίλεμα σε κάποιο ήρεμο αραξοβόλι. Νήματα από καθαρό χρυσάφι στόλιζαν τα μακριά της τα μαλλιά και, καθώς χαμογελούσε, τα δόντια της έμοιαζαν μικρά μαργαριτάρια. Του μίλησε γλυκά και η φωνή της ήχησε σαν τον ψίθυρο της θάλασσας.
Ο Ουρασίμα ήταν τόσο γοητευμένος, που δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξη. Εκανε να υποκλιθεί, όμως εκείνη τον πήρε από το χέρι και τον οδήγησε σε μια υπέρλαμπρη αίθουσα. Μακριά απ' τους άλλους, του είπε με χαμηλή, γλυκιά φωνή:
«Ακουσέ με, Ουρασίμα. Χαίρομαι που σε καλωσορίζω στο παλάτι του πατέρα μου και θα σου πω γιατί. Χτες, έσωσες την πολύτιμη ζωή μιας χελώνας. Εγώ ήμουν εκείνη η χελώνα, Ουρασίμα! Εσωσες τη δική μου τη ζωή!»
Ο Ουρασίμα δεν πίστευε στ' αυτιά του - όταν όμως κοίταξε βαθιά μέσα στα πανέμορφα μάτια της, θυμήθηκε το μελαγχολικό τους βλέμμα και τα γλυκά της λόγια ήχησαν όπως η φωνή που καλούσε από τη θάλασσα το όνομά του. Ενιωθε τόση έκπληξη που έμεινε βουβός.
«Θα ήθελες, Ουρασίμα, να ζήσεις εδώ για πάντα, για πάντα νέος; Τούτη είναι η γη του αιώνιου καλοκαιριού, τα πάντα είναι γιορτή, και ούτε ο θάνατος ούτε η λύπη δεν φτάνουν ώς εδώ. Μείνε, Ουρασίμα, κι εγώ η πριγκίπισσα θα γίνω γυναίκα σου».
Ο Ουρασίμα πίστεψε πως ονειρευόταν - και σαν μέσα απ' όνειρο τα λόγια ήρθαν στα χείλη του από μόνα τους.
«Γλυκιά πριγκίπισσα, και δέκα χιλιάδες φορές αν μπορούσα να σ' ευχαριστήσω, θα 'ταν λίγες. Θα μείνω εδώ, το δίχως άλλο· κι αν το 'θελα δεν θα μπορούσα να φύγω, αφού αυτός εδώ είναι ο πιο υπέροχος τόπος που θα μπορούσα να ονειρευτώ κι εσύ είσαι το πιο υπέροχο πλάσμα μέσα του».
Ενα γλυκό χαμόγελο ζωγραφίστηκε στο πρόσωπο της πριγκίπισσας, κι αμέσως, σαν να πατήθηκε ένα μαγικό κουμπί, δυνατά τύμπανα ακούστηκαν, κι όλο το παλάτι πλημμύρισε από φωνές ενθουσιασμού. Οι θύρες άνοιξαν, και μια πομπή από λαμπροφορεμένα ψάρια μπήκαν στην αίθουσα, βαδίζοντας με βήμα αργό και κουβαλώντας, άλλο όμορφα λουλούδια, άλλο μεγάλα μαργαριτάρια, άλλο κοράλλια, κόκκινα και λευκά, άλλα μποτίλιες με κρασιά μυρωδάτα κι άλλα πιατέλες με σπάνια φρούτα που καρπίζουν μόνο στον βυθό της θάλασσας.
Αρχισε το γαμήλιο γλέντι... Το διαλεχτό κρασί έρρεε στα ποτήρια και η γλυκιά μουσική αντηχούσε σ' όλο το βασίλειο. Το ευτυχισμένο ζευγάρι έδωσε όρκους αιώνιας πίστης, κι ύστερα άνοιξαν οι δυο τους τον χορό, ενώ όλα τα ψάρια της θάλασσας, ντυμένα με τα καλύτερα χρυσά και ασημένια λέπια τους, στροβιλίστηκαν στον ρυθμό της μουσικής ώς το ξημέρωμα. Ποτέ δεν είχε νιώσει τέτοια χαρά ο Ουρασίμα. Και το επόμενο πρωί, όταν η πριγκίπισσα του έδειξε τους όμορφους κήπους γύρω από το παλάτι, κήπους που αντιπροσώπευαν τις τέσσερις εποχές, ο Ουρασίμα ένιωσε πως αυτή ήταν η μόνη χώρα όπου μπορούσε να ζήσει κανείς για πάντα νέος, προστατευμένος από αρρώστιες, γηρατειά και θάνατο... Κι έτσι λησμόνησε το σπίτι του στην Ιαπωνία, τους γέροντες γονείς του, ακόμα και το όνομά του.
Τρεις μέρες απερίγραπτης ευτυχίας περάσανε, ύστερα, όμως, ο Ουρασίμα άρχισε να θυμάται ποιος ήταν και τι έκανε. Η σκέψη των καημένων των γονιών του να τον αναζητούν παντού, ίσως και να τον κλαίνε σαν να ήταν νεκρός· η γειτονιά του φτωχικού του σπιτιού, οι φίλοι του στο χωριουδάκι, όλες αυτές οι σκέψεις πλημμύρισαν το μυαλό του και μετέτρεψαν όλη του τη χαρά σε απόγνωση.
«Αλίμονο!», είπε, «πώς να μείνω εδώ περισσότερο; Η μητέρα μου θα κλαίει και θα οδύρεται και ο πατέρας μου θα σκύβει το γέρικο κεφάλι του από τη θλίψη. Πρέπει να γυρίσω σήμερα κιόλας».
Ετσι το βραδάκι βρήκε την πριγκίπισσα, την καινούρια του σύζυγο, και της είπε λυπημένα:
«Αλίμονο! Είσαι τόσο καλή μαζί μου και νιώθω τόσο μεγάλη ευτυχία, που ξέχασα και αμέλησα τους γονείς μου τρεις ολόκληρες μέρες. Θα νομίζουν ότι είμαι νεκρός και θα με κλαίνε. Πρέπει να σε αποχαιρετήσω και να φύγω».
Τότε η πριγκίπισσα έκλαψε και τον ικέτεψε να μείνει κοντά της.
«Αγαπημένη μου!», απάντησε, «στη χώρα μου την Ιαπωνία έγκλημα πιο τρομερό από το να προδώσεις τους γονείς σου δεν υπάρχει. Δεν θα μπορούσα να το αντέξω, ούτε κι εσύ θα το 'θελες για μένα. Αλλά ραγίζει η καρδιά μου που σ' αφήνω. Πρέπει να φύγω, αγαπημένη μου, έστω και για μία μέρα. Θέλω μονάχα να τους δω, κι ύστερα θα γυρίσω σ' εσένα.»
«Τι μπορώ να κάνω;», στέναξε η πριγκίπισσα. «Πρέπει να ακολουθήσεις την καρδιά σου. Θα έδινα τα πάντα για να σε κρατήσω κοντά μου έστω και μία μέρα παραπάνω. Αλλά ξέρω πως δεν γίνεται. Σέβομαι τη χώρα σου και την αγάπη σου για τους γονείς σου. Θα περιμένω την επιστροφή σου: θα λείψεις μόνο μία μέρα. Θα είναι ατελείωτη για μένα, αλλά όταν τελειώσει, και τα εξιστορήσεις όλα στους γονείς σου, θα βρεις μια χελώνα να σε περιμένει στην ακροθαλασσιά και θα την αναγνωρίσεις: θα είναι η ίδια που σε πήγε πίσω στους γονείς σου».
«Αγαπημένη μου! Πώς να σε αφήσω; Ομως...»
«Ομως πρέπει. Περίμενε, έχω κάτι να σου δώσω πριν φύγεις».
Η πριγκίπισσα έφυγε βιαστικά και σύντομα γύρισε κρατώντας ένα χρυσό κουτί, διακοσμημένο με μαργαριτάρια και δεμένο με μια πράσινη κορδέλα από φύκια.
«Μου έσωσες τη ζωή», του είπε. «Είσαι η ζωή μου και ό,τι έχω είναι δικό σου. Αυτό το κουτί περιέχει τα πάντα. Οταν βγεις στη στεριά πρέπει να το έχεις πάντα μαζί σου, αλλά δεν πρέπει να το ανοίξεις πριν γυρίσεις σ' εμένα. Αν το ανοίξεις, αλίμονο, και για σένα και για μένα!»
«Στο υπόσχομαι, στο υπόσχομαι. Δεν θα το ανοίξω μέχρι να γυρίσω κοντά σου».
Και με δάκρυα στα μάτια, ο Ουρασίμα γονάτισε μπροστά της.
«Αντίο».
«Αντίο».
Οι αυλικοί συνόδεψαν τον Ουρασίμα στην πύλη, με το δελφίνι επικεφαλής. Εκεί ο βασιλικός οξύρρυγχος φύσηξε μια δυνατή σφυρίχτρα και σύντομα εμφανίστηκε μια μεγάλη χελώνα. Καθώς ο Ουρασίμα καβάλησε τη ράχη της, η χελώνα έστρεψε το κεφάλι, σαν να 'θελε να κρύψει το βλέμμα της. Ισως είχε τον λόγο της. Για τον ίδιο ακριβώς λόγο ο Ουρασίμα κάθισε στην πλάτη της σιωπηλός και δεν αντάλλαξαν λέξη.
Βούτηξαν βαθιά στον πράσινο βυθό και μετά αναδύθηκαν στη γαλάζια επιφάνεια. Διέσχισαν πολύ γρήγορα αμέτρητα μίλια μέχρι που έφτασαν στις ακτές της Ιαπωνίας. Εκεί, ο Ουρασίμα βγήκε στη στεριά, απάντησε στο νοσταλγικό βλέμμα της χελώνας με μια παρατεταμένη ματιά όλο αγάπη και έσπευσε ν' απομακρυνθεί από την παραλία.
Κοίταξε τριγύρω του, αναγνωρίζοντας τα παλιά σημάδια στο τοπίο. Επειτα, πήρε τον ανήφορο για το χωριό· αλλά, καθώς προχωρούσε, παρατήρησε με κάποια έκπληξη ότι όλα έμοιαζαν αλλαγμένα, σαν από θαύμα. Οι λόφοι ήταν οι ίδιοι και το χωριό είχε μείνει όπως το ήξερε, όμως οι άνθρωποι που τον προσπερνούσαν στον δρόμο δεν ήταν εκείνοι που γνώριζε τρεις μέρες πριν. Κοίταζε γύρω του απορημένος. Ανθρωποι που δεν γνώριζε, μάλλον νεοφερμένοι από άλλους τόπους, τον προσπερνούσαν σαν να ήταν και ο ίδιος ολότελα ξένος. Κάποιοι στρέφονταν και τον κοίταζαν, όπως κοιτάζει κανείς έναν ταξιδευτή. Υστερα, πρόσεξε ότι τα ισχνά δέντρα που είχε αφήσει πίσω του τρεις μέρες πριν, ήταν τώρα γίγαντες που εξουσίαζαν τις άκρες του δρόμου.
Τελικά, ύστερα από αρκετή περιπλάνηση, έφτασε στο παλιό του σπίτι. Πόσο αλλαγμένο ήταν! Και, μόλις έστριψε το πόμολο της πόρτας και μπήκε μέσα φωνάζοντας «Ε, μητέρα! Ε, πατέρα! Γύρισα, επιτέλους!», βρέθηκε μπροστά σε έναν άγνωστο άνθρωπο που έφραζε το κατώφλι.
«Τι θέλεις;»
«Εδώ είναι το σπίτι μου. Πού βρίσκεται ο πατέρας κι η μητέρα μου; Με περιμένουν».
«Δεν καταλαβαίνω. Πώς σε λένε;»
«Ουρασίμα Τάρο».
«Ουρασίμα Τάρο!» αναφώνησε έκπληκτος ο άντρας.
«Ναι, αυτό είναι τ' όνομά μου: Ουρασίμα Τάρο».
Ο άντρας γέλασε, σαν ν' άκουγε αστείο.
«Σίγουρα δεν εννοείς εκείνον τον παλιό Ουρασίμα Τάρο», είπε. «Αλλά και πάλι, μπορεί να είσαι κανένας απόγονός του ή κάτι τέτοιο».
«Εγώ δεν σε καταλαβαίνω. Τ' όνομά μου είναι Ουρασίμα Τάρο. Κανένας άλλος δεν υπάρχει μ' αυτό το όνομα. Είμαι ο ψαράς· σίγουρα με ξέρεις».
Ο άντρας περιεργάστηκε προσεκτικά τον Ουρασίμα, σαν να 'θέλε να βεβαιωθεί ότι δεν αστειεύεται.
«Υπήρχε κάποτε ένας διάσημος ψαράς με τ' όνομά σου, τριακόσια χρόνια πριν, αλλά σίγουρα δεν είσαι εσύ».
«Γιατί με κοροϊδεύεις; Τρεις μέρες μόνο έλειψα, όχι τριακόσια χρόνια. Πού είναι ο πατέρας και η μητέρα μου;
Ο άντρας τον κοίταξε αποσβολωμένος.
«Είσαι τρελός;», φώναξε. «Μένω σ' αυτό το σπίτι τριάντα ολόκληρα χρόνια! Θέλεις να πιστέψω ότι είσαι ο Ουρασίμα Τάρο; Θέλεις να με πείσεις ότι είσαι φάντασμα;»
«Κάθε άλλο· κοίτα τα πόδια μου». Και ο Ουρασίμα πρόβαλε πρώτα το ένα κι ύστερα το άλλο του πόδι, επειδή, σύμφωνα με την ιαπωνική παράδοση, τα φαντάσματα δεν έχουν πόδια.
«Εντάξει, λοιπόν», είπε ο άνδρας εκνευρισμένος. «Ο,τι και να λες, πάντως δεν είσαι ο Ουρασίμα Τάρο, γιατί εκείνος έζησε τριακόσια χρόνια πριν, κι εσύ δεν είσαι ούτε καν τριάντα». Και με τα λόγια αυτά, βρόντηξε την πόρτα στα μούτρα του Ουρασίμα.
Τι να σημαίνουν όλα αυτά; Ο Ουρασίμα Τάρο νεκρός; Εζησε πριν από τριακόσια χρόνια; Μήπως ονειρεύεται; Δεν μπορεί να είναι αλήθεια. Πώς άλλαξαν έτσι όλα; Πού χάθηκαν τα φιλικά πρόσωπα, οι γέροντες γονείς του; Κι αυτός, ποιος είναι;
Τότε του ήρθε μια ιδέα. «Πού βρίσκονται τα αρχεία της πόλης;», ρώτησε έναν περαστικό - κι αυτός του έδειξε ένα μεγάλο κτήριο που δεν υπήρχε πριν φύγει και σίγουρα είχε χρειαστεί πολύ περισσότερες από τρεις μέρες για να χτιστεί.
Δεν άργησε να βρει αυτό που ήθελε. Σ' έναν παμπάλαιο τόμο, κιτρινισμένο από τον χρόνο και την υγρασία, υπήρχε μια αρχαία καταγραφή, που πήγαινε κάπως έτσι:
«Ο Ουρασίμο Τάρο, ένας διάσημος ψαράς, που έζησε στις αρχές του 14ου αιώνα, ήταν, σύμφωνα με την παράδοση, προστάτης των ψαράδων. Υπάρχουν πολλές ιστορίες για αυτόν τον σχεδόν μυθικό ήρωα· η κυριότερη ήταν πως έπιασε μια φάλαινα στα ανοιχτά, αλλά καθώς δεν ήθελε ν' αφήσει το έπαθλο να του ξεφύγει, έμεινε στους αιώνες μες στη βάρκα του κρατώντας πεισματικά την πετονιά στο χέρι. Οι σημερινοί ναυτικοί βεβαιώνουν ότι βλέπουν συχνά τον Ουρασίμα Τάρο στη βάρκα του, να γλιστράει στα κύματα, καθώς τον σέρνει ένα αθέατο κήτος».
Ο Ουρασίμα έκλεισε το βιβλίο απότομα και κίνησε για την ακτή. Τότε μόλις συνειδητοποίησε ότι αυτές οι τρεις μέρες που είχε περάσει απόλυτα ευτυχισμένος με την πριγκίπισσα, δεν ήταν τρεις μέρες, αλλά τρεις αιώνες. Οι γονείς του είχαν πεθάνει από καιρό, και όλα είχαν αλλάξει. Τίποτε δεν του απέμενε να κάνει, παρά να επιστρέψει στο Βασίλειο του Βυθού.
Αλλά όταν έφτασε στην ακτή, δεν βρήκε καμία χελώνα να τον περιμένει. Περνούσαν οι ώρες και η θάλασσα έμενε ήσυχη κι εκείνος μόνος. Τότε θυμήθηκε το κουτί που του είχε δώσει η πριγκίπισσα. Το έβγαλε από την τσέπη του και το κοίταξε. Της είχε υποσχεθεί να μην το ανοίξει, αλλά τι σημασία είχε τώρα πια; Καθόλου δεν τον ένοιαζε τι θα μπορούσε να του συμβεί· είτε κρυμμένο στο εσωτερικό του είτε βγαλμένο στο φως, το θανατηφόρο μυστικό του κουτιού τού ήταν αδιάφορο. Τι ωφελούσε να ζει; Τα είχε χάσει όλα.
Κάθισε, λοιπόν, στην ακροθαλασσιά, έλυσε τις κορδέλες και σήκωσε το καπάκι. Εκπληκτος είδε ότι το κουτί ήταν άδειο· αλλά, σιγά σιγά, από το κενό αναδύθηκε ένα αχνό πορφυρό συννεφάκι, που τον τύλιξε απαλά. Ηταν ευωδιαστό, και του θύμισε το γλυκό άρωμα των φορεμάτων της πριγκίπισσας. Υστερα, πέταξε μακριά προς την ανοιχτή θάλασσα και ο Ουρασίμα ένιωσε ότι η ψυχή του έφευγε μαζί του.
Μια μουσική ακούστηκε απ' τη θάλασσα. Πετάχτηκε ορθός, νομίζοντας ότι άκουσε τη γλυκιά φωνή της να τον φωνάζει. Εμεινε εκεί για μια στιγμή, υπέροχη ενσάρκωση της νιότης. Επειτα κάτι άλλαξε πάνω του. Τα μάτια του θόλωσαν, τα μαλλιά του άσπρισαν, ρυτίδες εμφανίστηκαν στο πρόσωπό του, η μορφή του μαράθηκε απ' τα γηρατειά.
Επειτα ο Ουρασίμα Τάρο ζαλίστηκε και παραπάτησε. Το βάρος τριών αιώνων ήταν αβάσταχτο γι' αυτόν. Εγειρε τους ώμους του κι έπεσε νεκρός πάνω στην άμμο.
Μετάφραση από τους φοιτητές του πρώτου έτους του Αγγλικού Τμήματος του ΕΚΕΜΕΛ: Ολγα Κατσάνου, Γιώργο Κιλιμάντζο, Σπυριδούλα Κοκορόσκου, Αντιγόνη Λαβδάκη, Ειρήνη Μαράκη, Ελένη Ραυτοπούλου, Χρύσα Φραγκιαδάκη, Ιουλία Βαγενά, Μάνο Τζιρίτα.
Είναι γνωστό σε όλους πως ένα πονηρό Τζίνι δεν θα πλησιάσει ένα Κινεζάκι αν η κοτσίδα του είναι πλεγμένη με λίγο κόκκινο μετάξι ή αν φοράει ασημένια αλυσίδα στο λαιμό· και όλα τα πονηρά Τζίνια φοβούνται επίσης και τρέμουν τα δίχτυα των ψαράδων.
Ετσι η μητέρα του Κουάνγκ-Σου του έραψε ένα πουκαμισάκι από παλιό ψαράδικο δίχτυ για να το φοράει κατάσαρκα, και φρόντιζε πάντα να πλέκει την κοτσίδα του με το πιο λαμπερό κόκκινο μετάξι.
Πολύ σημαντικό επίσης είναι το κεφάλι να είναι ξυρισμένο με τον σωστό τρόπο και το ακόμα καλύτερο είναι ν' αφήσει κανείς μια μικρή τούφα μαλλιά όρθια στο πιο τυχερό σημείο. Οι γονείς του Κουάνγκ-Σου δεν παρέλειψαν τίποτα απ' αυτά, κι έτσι εκείνος πέρασε με ασφάλεια τα επικίνδυνα παιδικά χρόνια, κι έγινε ένας ψηλός κι όμορφος νέος.
Τότε πια σταμάτησε να φοράει το πουκάμισο από το δίχτυ, αν και η ασημένια αλυσίδα κρεμόταν ακόμα από τον λαιμό του, και να 'στε σίγουροι πως υπήρχε κόκκινο μετάξι πλεγμένο στην κοτσίδα του.
Μια μέρα ο πατέρας του Κουάνγκ-Σου είπε: «Είναι καιρός το παιδί να δει τον κόσμο. Πρέπει να πάει στο Γιουν-ναν να σπουδάσει πλάι στους σοφούς και να μάθει τα πράγματα που πρέπει να ξέρει». Το Γιουν-ναν ήταν, στ' αλήθεια, πολύ μεγάλη πόλη, και ο Σουν-Τσε, ο δάσκαλος πλάι στον οποίο θα μαθήτευε ο Κουάνγκ-Σου, ο πιο σοφός απ' όλους.
Με τον δάσκαλό του ο Κουάνγκ-Σου έμαθε όσα γνώριζαν οι σοφοί του κόσμου, κι ακόμα περισσότερα. Και όταν έγινε είκοσι χρονώ, ο Σουν-Τσε του είπε ότι δεν είχε πια να του διδάξει κάτι παραπάνω. «Είναι καιρός να γυρίσεις στους γονείς σου για να τους συμπαρασταθείς στα γεράματά τους», του είπε, κρύβοντας τον μεγάλο του καημό - γιατί ο Κουάνγκ-Σου ήταν ο αγαπημένος του μαθητής.
«Θα κάνω όπως προστάζεις», απάντησε υπάκουα ο Κουάνγκ-Σου. «Θα ξεκινήσω αύριο, και θα φύγω από την πόλη, περνώντας τη Χρυσή Γέφυρα».
«Οχι από τη Χρυσή», είπε ο δάσκαλος. «Να πας απ' τη Γαλάζια Γέφυρα, γιατί εκεί θα συναντήσεις τη γυναίκα που θα παντρευτείς».
«Μα δεν μου έχει περάσει καν απ' το μυαλό να βρω γυναίκα», αντιγύρισε ο Κουάνγκ-Σου.
«Τόσο το καλύτερο», είπε ο Σουν-Τσε, ζαρώνοντας τα φρύδια του και χαμογελώντας, «γιατί απ' τη στιγμή που θα τη δεις, δεν θα μπορείς πια να σκεφτείς τίποτε άλλο».
Το πρωί ο Κουανγκ-Σου, κουρασμένος από τη μελέτη και τις συζητήσεις με τον δάσκαλό του, άργησε να ξυπνήσει. Οταν πια βγήκε στον δρόμο, οι δροσερές ώρες της μέρας είχαν περάσει. Ο ήλιος φλόγιζε τα σοκάκια του Γιουν-ναν και η πόλη άχνιζε σαν καμίνι. Ωστόσο, εκείνος ξεκίνησε με το ραβδί στο χέρι, ενώ σκεφτόταν: «Θα ξεκουραστώ λίγο στη Γαλάζια Γέφυρα και θα συνεχίσω τον δρόμο μου το απόγευμα με τη δροσούλα».
Ομως, όταν έφτασε στη γέφυρα ήταν τόσο κουρασμένος που αποκοιμήθηκε ξανά και στον ύπνο του ονειρεύτηκε μια ψηλή και όμορφη κοπέλα που του έδειχνε τον δεξιό της αστράγαλο, όπου ήταν δεμένη μια κόκκινη κλωστή. Ο Κουάνγκ-Σου δυσκολεύτηκε να πάρει τα μάτια του από το πρόσωπό της για να κοιτάξει το πόδι της, αλλά στο τέλος ρώτησε: «Τι σημαίνει αυτό;».
Και το κορίτσι απάντησε: «Και η κόκκινη κλωστή που είναι δεμένη στον αστράγαλό σου τι σημαίνει;». Ο Κουάνγκ-Σου κοίταξε το πόδι του. Με έκπληξή του είδε ότι το πόδι του και το πόδι του κοριτσιού ήταν δεμένα μεταξύ τους με την ίδια λεπτή κόκκινη κλωστή - και απ' αυτό κατάλαβε πως το κορίτσι θα ήταν η μελλοντική του γυναίκα.
«Εχω ακούσει τη μητέρα μου να λέει ότι όταν γεννιέται ένα αγόρι, η Νεράιδα του φεγγαριού δένει γύρω από τον δεξιό του αστράγαλο μια αόρατη κόκκινη κλωστή και την άλλη άκρη της γύρω από τον αστράγαλο του κοριτσιού που θα παντρευτεί», είπε, και το κορίτσι απάντησε: «Αλήθεια είναι· η κλωστή αυτή μένει αόρατη όσο κανείς είναι ξύπνιος. Θα σου πω το όνομά μου και πρέπει να το θυμάσαι την επόμενη φορά που θα τ' ακούσεις. Με λένε Λινγκ-Λινγκ». Πήγε και ο Κουάνγκ-Σου να προφέρει το δικό του, όμως η Λινγκ-Λινγκ τον διέκοψε, χαμογελώντας: «Το ξέρω το όνομά σου», είπε. «Ξέρω τα πάντα για σένα».
Κι ύστερα ο Κουάνγκ-Σου ξύπνησε και είδε πως ούτε κλωστή υπήρχε γύρω από τον αστράγαλό του ούτε όμορφο κορίτσι. Ομως από εκείνη τη στιγμή η Λινγκ-Λινγκ καρφώθηκε στον νου του και δεν έλεγε να φύγει. Τη σκεφτόταν σ' όλο τον δρόμο, ώς τη στιγμή που ένιωσε τόσο διψασμένος, ώστε σταμάτησε σ' ένα σπιτάκι στην άκρη του μονοπατιού και ζήτησε από μια γριά που καθόταν στο κατώφλι, λίγο νερό.
Η γυναίκα φώναξε στην κόρη της να γεμίσει το καλύτερό τους φλιτζάνι με φρέσκο νερό από την πηγή και να το φέρει έξω στον ξένο· με πόση έκπληξη και χαρά διαπίστωσε ο Κουάνγκ-Σου ότι η κοπέλα ήταν η Λινγκ-Λινγκ!
«Σε ξαναβρίσκω!» φώναξε ευτυχισμένος, κι εκείνη γέλασε και ρώτησε: «Και πώς με λένε;»
«Λινγκ-Λινγκ, Λινγκ-Λινγκ, Λινγκ-Λινγκ...» έκανε ο Κουάνγκ-Σου, λες και ήταν το όνομά της η μόνη λέξη που ήξερε.
Η Λινγκ-Λινγκ στεκόταν στον κήπο, κάτω από μια ανθισμένη ροδακινιά. Ηταν ντυμένη στα λευκά, όμως το πανωφόρι της ήταν γαλάζιο, κεντημένο με όμορφα λουλούδια απ' τα χεράκια της. Ηταν τόσο νέα και όμορφη, που ο Κουάνγκ-Σου ένιωσε να του κόβεται η μιλιά.
«Από πού ξέρεις την κόρη μου;» ρώτησε η γριά. «Ποιος είσαι;» Κι έμεινε να τον περιεργάζεται εξεταστικά, φέρνοντας την παλάμη της μπροστά στα μάτια της, σαν σκιάδι για τον ήλιο.
Η γριά ήξερε από μαγεία και είχε δώσει στη Λινγκ-Λνγκ το χάρισμα να μπαινοβγαίνει στα όνειρα των ανθρώπων, όπως η ίδια επιθυμούσε. Ομως, όταν άκουσε το όνειρο του Κουάνγκ-Σου για την κόκκινη κλωστή, δεν έδειξε να χαίρεται καθόλου.
Δεν ήταν κακό ταίρι ο Κουάνγκ-Σου: μοναχοπαίδι, από καλή και πλούσια οικογένεια, καλοσπουδαγμένος, με πολλά χαρίσματα. «Αν είχα δύο κόρες, θα σου' δινα μετά χαράς τη μία», είπε η γριά, «όμως τη Λινγκ-Λινγκ δεν γίνεται να την παντρευτείς».
Γιατί η Λινγκ-Λινγκ ήταν πολύ όμορφη, κι ένας μανδαρίνος από το Γιουν-ναν ήθελε να την κάνει γυναίκα του. «Το ξέρω, έχει τέσσερις φορές την ηλικία της», είπε η γριά στον Κουάνγκ-Σου, «όμως είναι πολύ πλούσιος. Ολα του τα σερβίτσια είναι χρυσά και λένε πως και τα ξυλάκια του φαγητού του είναι χρυσά, στολισμένα με διαμάντια».
«Δεν θέλω να τον παντρευτώ», είπε η Λινγκ-Λινγκ, «είναι γέρος και ρυτιδιασμένος σαν καφετιά μαϊμού. Κι ύστερα, η Νεράιδα του Φεγγαριού δεν έδεσε το πόδι μου στο δικό του».
«Δεν έχεις άδικο», είπε η μητέρα της αναστενάζοντας. Θα 'θελε μέσα απ' την καρδιά της να διώξει αμέσως τον Κουάνγκ-Σου, όμως ήξερε ότι αν πράγματι η κόκκινη κλωστή έδενε τους δύο νέους, ήταν πολύ επικίνδυνο να το κάνει. Δεν πρέπει να παίζεις με τέτοια πράγματα. Γι' αυτό και κάλεσε τον Κουάνγκ-Σου να μπει στο σπίτι. «Ελα μέσα, παλικάρι μου», του είπε. «Θα δω τι μπορώ να κάνω για σένα». Το σπίτι μοσχοβολούσε από βότανα και μυρωδικά και πάνω σ' ένα σκαμνί, στη μέση του δωματίου, βρισκόταν ένα γουδί με το γουδοχέρι του.
«Εδώ μέσα», είπε η γριά, «τρίβω και κοπανάω τα μαγικά βοτάνια που μου προμηθεύουν τα Τζίνια του βουνού. Ομως, κοίτα, σπάσανε και τα δύο. Χρειάζομαι καινούργιο γουδί και γουδοχέρι».
«Θα σου αγοράσω αμέσως ένα απ' το Γιουν-ναν», είπε ο Κουάνγκ-Σου.
«Τι να μου κάνει ένα απλό γουδί!» έκανε η γριά. «Ετούτο εδώ είναι καμωμένο από νεφρίτη, γι' αυτό είναι μαγικό. Μπορείς να βρεις ένα παρόμοιο, αν πας να συναντήσεις τα Τζίνια στη χώρα τους, μακριά στο βουνό, πάνω από τη θάλασσα με τα πετράδια. Αν τα καταφέρεις, τότε θα παντρευτείς τη Λινγκ-Λινγκ».
Ιδέα δεν είχε ο Κουάνγκ-Σου πού βρισκόταν η χώρα αυτή, όμως η Λινγκ-Λινγκ τον πήρε από το χέρι και του έδειξε μια χιονισμένη οροσειρά στο βάθος του ορίζοντα, όπου ξεχώριζε μια μυτερή κορφή. «Εκεί ζουν τα Τζίνια» του είπε. «Εκεί ψηλά, στο βουνό Φούμι. Κάθονται στο χιόνι και κοιτάζουν τη θάλασσα με τα πετράδια. Ομως, για να φτάσεις στο βουνό, πρέπει να διασχίσεις το Γαλάζιο Ποτάμι, το Λευκό Ποτάμι, το Κόκκινο Ποτάμι και το Μαύρο Ποτάμι, γεμάτα και τα τέσσερα από τέρατα και ψάρια τρομερά. Γι' αυτό σε στέλνει εκεί η μητέρα μου. Πιστεύει ότι δεν θα γυρίσεις ζωντανός».
«Δεν με τρομάζουν τα ψάρια», είπε ο Κουάνγκ-Σου, «και ξέρω να κολυμπώ». «Υποσχέσου μου ότι δεν θα κολυμπήσεις», επέμεινε η Λινγκ-Λινγκ. «Θα σε καταβροχθίσουν στο λεπτό. Πάρε μαζί σου αυτό το κουτάκι. Μέσα θα βρεις έξι κόκκινους σπόρους. Σε κάθε ποτάμι που θα φτάνεις ρίξε από έναν στα νερά, κι αυτό θα γίνει ένα ρυάκι τόσο στενό, που θα μπορέσεις να το δρασκελίσεις».
Κι έτσι, ο Κουάνγκ-Σου ξεκίνησε για το ταξίδι του. Στον δρόμο πέρασε απ' το χωριό όπου ζούσαν οι γονείς του για να τους δει και να τους αφηγηθεί τα όσα είχαν συμβεί από τότε που είχε φύγει από το σπίτι.
Η μητέρα του Κουάνγκ-Σου ήταν πολύ σοφή γυναίκα -όπως είναι συνήθως οι μητέρες - και τον προειδοποίησε ότι τα Τζίνια μπορεί να θύμωναν αν μεταμόρφωνε τα μαγικά ποτάμια τους σε ρυάκια. «Τότε μπορεί να μη σου δώσουν το γουδί από νεφρίτη», του είπε. «Ομως, μη φοβάσαι. Πάρε αυτό το σακουλάκι, που περιέχει έξι λευκά σποράκια. Κάθε φορά που διασχίζεις, επιστρέφοντας, ένα ρυάκι, θα ρίχνεις πίσω σου από έναν σπόρο, κι εκείνο θα ξαναγίνεται ποτάμι».
Ξημέρωσε η επόμενη μέρα, και ο Κουάνγκ-Σου ξεκίνησε το μεγάλο του ταξίδι. Περπάτησε μέρες πολλές· και στο τέλος της έβδομης, έφτασε στο Γαλάζιο Ποτάμι. Ηταν χιλιόμετρα μακρύ και βαθυγάλανο, σαν τον ουρανό το κατακαλόκαιρο. Ψάρια θεόρατα κολυμπούσαν στην επιφάνεια, με κεφάλια σφαιρικά και με δύο σειρές κοφτερά δόντια. Ομως, ο Κουάνγκ-Σου πέταξε έναν κόκκινο σπόρο στο νερό που έγλειφε τις όχθες και στη στιγμή το μεγάλο Γαλάζιο Ποτάμι συρρικνώθηκε, έγινε ένα μικρό ρυάκι. Τα πελώρια ψάρια μεταμορφώθηκαν σε μικροσκοπικά πλάσματα που θύμιζαν γυρίνους κι αυτός, με μια δρασκελιά, πέρασε στην απέναντι όχθη.
Συνέχισε τον δρόμο του και ύστερα από λίγες ώρες έφτασε στο Λευκό Ποτάμι, ακόμα πιο φαρδύ από το πρώτο, άγριο κι αφρισμένο, γεμάτο τεράστια θαλάσσια φίδια.
«Μπα, δεν θα καταφέρω να το περάσω μ' ένα πήδημα», σκέφτηκε ο Κουάνγκ-Σου πετώντας έναν από τους κόκκινους σπόρους στο νερό. Ομως, με έκπληξη διαπίστωσε ότι και το ποτάμι αυτό μεταμορφώθηκε σε μικρό κυματιστό ρυάκι, με χέλια μικρά ώς δύο πιθαμές, να στριφογυρίζουν στον βυθό του.
Ο Κουάνγκ-Σου πήδησε ανάλαφρα πάνω από τα νερά και περπάτησε πολύ ώσπου να βρει το Κόκκινο Ποτάμι. Αυτό ήταν ακόμα μεγαλύτερο, κατακόκκινο, όμοιο με χείμαρρο από λιωμένο κερί. Σαν γέφυρα, παραταγμένοι από τη μια ώς την άλλη όχθη, κροκόδειλοι με ορθάνοιχτα στόματα παραμόνευαν τον αστόχαστο διαβάτη. «Ελα κόκκινο σποράκι μου!», ψιθύρισε το παλικάρι, ανοίγοντας το κουτί του. Το επόμενο λεπτό, στη θέση των κροκοδείλων βρίσκονταν κάτι μικρούλες σαύρες και το ποτάμι είχε μεταμορφωθεί σε ένα λασπωμένο αυλάκι. Ενα μεγάλο βήμα έκανε ο Κουάνγκ-Σου και πέρασε απέναντι, για να βρεθεί, όμως, μπροστά σ' ένα Τζίνι που' χε κατεβεί απ' τη χιονοκορφή για να δει ποιος τολμούσε να παίζει με τους τρεις τεράστιους ποταμούς. Ο Κουάνγκ-Σου του έδειξε το σακουλάκι του με τους άσπρους σπόρους.
«Θα ξαναδώσω στα ποτάμια τα νερά τους στην επιστροφή», του είπε. «Πρώτα όμως πρέπει να βρω τη χώρα όπου ζουν τα Τζίνια και να πάρω ένα γουδί και γουδοχέρι από νεφρίτη για τη μέλλουσα πεθερά μου».
Το Τζίνι γέλασε περιφρονητικά. «Πρώτα πρέπει να περάσεις το Μαύρο Ποτάμι», είπε. «Είναι μεγάλο σαν τη θάλασσα, γεμάτο ψάρια αγκαθωτά, με σαγόνια από σίδερο».
«Κι εσύ πώς περνάς απέναντι;» ρώτησε τολμηρά ο Κουάνγκ-Σου.
«Εγώ πετάω», αποκρίθηκε το Τζίνι.
«Κι εγώ πηδάω», απάντησε άφοβα ο Κουάνγκ-Σου.
Κι έτσι ξεκίνησαν πλάι πλάι και βάδισαν ώρες πολλές, μέχρι που έφτασαν στο Μαύρο Ποτάμι, μια απέραντη έκταση από νερό, μαύρη σαν το μελάνι. Η καρδιά του παλικαριού βούλιαξε στο στήθος του από ανησυχία, όμως έβγαλε τον τέταρτο σπόρο και τον είδε να εξαφανίζεται μέσα στο κατάμαυρο ρεύμα. Στο λεπτό, το ποτάμι στέρεψε, αφήνοντας μόνο ένα ρηχό ρυάκι να κυλάει στο γρασίδι ανάμεσα στα πόδια τους.
Το Τζίνι εντυπωσιάστηκε από τα θαυμάσια πράγματα που μπορούσε να κάνει ο Κουάνγκ-Σου, και καθώς δεν ήταν πραγματικά κακόκαρδο, προσφέρθηκε να του δείξει τον συντομότερο δρόμο για τη χώρα όπου ζούσαν τα Τζίνια, στην κορυφή του βουνού Φούμι. Αφού σκαρφάλωσαν στο βουνό για ώρα πολλή, έφτασαν τελικά κατάκοποι και βρήκαν οχτώ Τζίνια να κάθονται σε οχτώ χιονισμένες βουνοκορφές και να αγναντεύουν τη Θάλασσα με τα Πετράδια, όπως ακριβώς του είχε πει η Λινγκ-Λινγκ.
Ο Κουάνγκ-Σου έμεινε να κοιτάζει έκθαμβος τη Θάλασσα με τα Πετράδια, που λαμποκοπούσε με όλα τα χρώματα του ουράνιου τόξου. Ξέχασε και το γουδί και το γουδοχέρι, καθώς ατένιζε τα κύματα να σπάζουν στην ακτή, και ν' αφήνουν πίσω τους χιλιάδες διαμάντια, ρουμπίνια, ζαφείρια και μαργαριτάρια.
Ετσι, λοιπόν, στεκόταν θαμπωμένος, ενώ το Τζίνι που του είχε δείξει τον δρόμο, διηγούνταν στους συντρόφους τα πάντα για τους θαυμαστούς κόκκινους και άσπρους σπόρους που κουβαλούσε μαζί του ο άφοβος νεαρός. «Πρέπει να τον αφήσουμε να πάρει το γουδί και το γουδοχέρι», τους είπε, «αλλιώς δεν θα μας ξαναδώσει τα ποτάμια μας.»
Τότε, τα οχτώ Τζίνια κούνησαν συμφωνώντας τα οχτώ κεφάλια τους και μίλησαν όλα μαζί με μια φωνή που ακούστηκε σαν βροντή. «Ας τα πάρει, αν μπορεί να τα κουβαλήσει», είπαν. Και γέλασαν μέχρι που σείστηκαν οι χιονισμένες βουνοκορφές, γιατί το γουδί από νεφρίτη ήταν δύο μέτρα ψηλό και ένα μέτρο πλατύ, ενώ το γουδοχέρι ήταν τόσο βαρύ που κανείς θνητός δεν μπορούσε να το σηκώσει.
Ο Κουάνγκ-Σου σκεφτόταν μ' όλη του τη δύναμη πώς θα κατάφερνε να κατεβάσει ένα τόσο τεράστιο γουδί από το βουνό και να το κουβαλήσει, διασχίζοντας τις κοιλάδες, μέχρι το Γιουν-ναν. Τα Τζίνια ακόμα γελούσαν μαζί του. «Μπορείς να το κουβαλήσεις αρκετά εύκολα», έλεγαν, «κι αν θες, μπορείς να γεμίσεις το γουδί με πολύτιμα πετράδια. Οποιος μπορεί να το κουβαλήσει άδειο, μπορεί να το κουβαλήσει και γεμάτο».
Ο Κουάνγκ-Σου καθόταν με σταυρωμένα χέρια και σκεφτόταν, και σκεφτόταν, χωρίς να δίνει σημασία στις κοροϊδίες τους. Δεν είχε σπουδάσει τρία χρόνια δίπλα στον πιο σοφό άνθρωπο του Γιουν-ναν για το τίποτα, κι ύστερα, ας μην ξεχνάμε, ήταν αποφασισμένος να παντρευτεί τη Λινγκ-Λινγκ.
Τότε, μεμιάς, του ήρθε μια λαμπρή ιδέα. Πήδηξε όρθιος και ρώτησε το φιλικό Τζίνι αν μπορούσε να του φτιάξει έναν μικρό σωρό από πέτρες πλάι στο γουδί. «Θέλω να δω τι έχει μέσα και δεν φτάνω», του είπε.
«Και γιατί δεν το κάνεις μόνος σου;», ρώτησε το Τζίνι. Ο Κουάνγκ-Σου απάντησε «γιατί πρέπει να κατεβώ στη Θάλασσα με τα Πετράδια και να μαζέψω πολύτιμους λίθους», κι έτρεξε στη θάλασσα και μάζεψε διαμάντια και ρουμπίνια, μαργαριτάρια, σμαράγδια και ζαφείρια, όσα περισσότερα μπορούσε να κουβαλήσει.
Ξανά και ξανά έκανε το ίδιο, αδειάζοντας τα κάθε φορά μέσα στο γουδί, ώσπου το γέμισε ώς επάνω. Μάζεψε έτσι τόσα πετράδια που θα τον έκαναν τον πλουσιότερο άνθρωπο στην Κίνα.
Βλέπετε, ο κιτρινιάρης μανδαρίνος ήταν ο πλουσιότερος άντρας στο Γιου-ναν μονάχα. Αν ο Κουάνγκ-Σου μπορούσε να γίνει ο πλουσιότερος άνθρωπος σ' ολόκληρο το Βασίλειο, θα είχε πολύ μεγαλύτερες πιθανότητες να παντρευτεί τη Λινγκ-Λινγκ.
Οταν ο Κουάνγκ-Σου γέμισε το γουδί, το Τζίνι τού είπε: «Ωραία, και τώρα; Θα το φορτωθείς στην πλάτη ή στο κεφάλι σου;». Ομως, ο Κουάνγκ-Σου τού απάντησε χωρίς δισταγμό: «Θα το κουβαλήσω απλώς κάτω από τη μασχάλη!».
Επειτα έβγαλε το κουτάκι του, πήρε έναν κόκκινο σπόρο και τον έριξε πάνω στον σωρό με τα πετράδια. Ωσπου να πεις κύμινο, το γουδί και το γουδοχέρι μίκρυναν, μέχρι που πήραν μέγεθος κανονικό! Τότε, ο Κουάνγκ-Σου έβαλε το γουδοχέρι στην τσέπη του, και σηκώνοντας προσεκτικά το γουδί ώστε να μη χυθούν τα πολύτιμα πετράδια, έκανε μια βαθιά υπόκλιση στο Τζίνι και είπε: «Αντίο και σ' ευχαριστώ πολύ».
Τα Τζίνια έβγαλαν έναν τρομερό βρυχηθμό. Ακούστηκαν σαν δεκατρία λιοντάρια που φοβερίζουν τη λεία τους. Αυτή τη φορά δεν αστειεύονταν· ήταν εξαγριωμένα. Δεν τόλμησαν όμως να τον σταματήσουν, αφού ήξεραν ότι είχε τη δύναμη να κάνει ξανά ποτάμια τα τέσσερα ρυάκια.
Στον δρόμο της επιστροφής, ο Κουάνγκ-Σου έκανε ό,τι ακριβώς είχε υποσχεθεί στο Τζίνι. Αφού πέρασε το πρώτο ρυάκι και έριξε μέσα έναν λευκό σπόρο, το ρυάκι έγινε μια απέραντη έκταση από νερό μαύρο σαν μελάνι, γεμάτο από τεράστια αγκαθωτά ψάρια.
Μόλις είδαν τον Μαύρο Ποταμό να ξεδιπλώνεται και πάλι ανάμεσα σ' αυτά και τον έξω κόσμο, τα Τζίνια σταμάτησαν να βρυχώνται.
Στον Κόκκινο Ποταμό, στον Λευκό Ποταμό και στον Γαλάζιο Ποταμό ο Κουάνγκ-Σου έκανε ακριβώς το ίδιο. Και από τη μέρα εκείνη μέχρι σήμερα, κανείς δεν έχει καταφέρει να βρει τη χώρα όπου ζουν τα Τζίνια, αφού κανείς εκτός από τον Κουάνγκ-Σου δεν μπόρεσε να διασχίσει τον Μπλε Ποταμό, πόσω μάλλον τους άλλους τρεις.
Εφτά μερόνυχτα ταξίδεψε ο Κουάνγκ-Σου, ώσπου έφτασε στο Γιου-τσαν, στο σπίτι του πατέρα και της μητέρας του. Τους διηγήθηκε όσα του είχαν συμβεί από τότε που τους άφησε. Για κάθε λευκό σπόρο που του είχε δώσει η μητέρα του, της χάρισε ένα διαμάντι, ένα ρουμπίνι, ένα σμαράγδι, ένα μαργαριτάρι, ένα ζαφείρι κι ένα μεγάλο ροζ τοπάζι· το καθένα τους ήταν μεγάλο σαν αβγό.
Επειτα, συνέχισε για το Γιου-ναν, όπου διαπίστωσε ότι παρότι που έλειπε έναν μήνα μονάχα, η μητέρα τής Λινγκ-Λινγκ είχε διαδώσει ότι δεν ζούσε πια. Κι ακόμα, ότι είχε καλέσει όλους τους φίλους της σε γλέντι, για να γιορτάσει τον γάμο της κόρης της με τον κιτρινιάρη μανδαρίνο.
Ευτυχώς, όταν ο Κουάνγκ-Σου έφτασε, ο γάμος δεν είχε ακόμη γίνει. Η Λινγκ-Λινγκ, φορώντας το νυφικό της από ρόδινο μετάξι κεντημένο με ασημένια κλωστή, στεκόταν κάτω από τη ροδακινιά. Μόλις είδε τον Κουάνγκ-Σου, ρίχτηκε στην αγκαλιά του και έκλαψε από χαρά. Τότε, ξεπρόβαλε η μητέρα της από το σπίτι.
«Αργησες πολύ για τον γάμο», του είπε. «Χαίρομαι, όμως, που κατάφερες να φέρεις το γουδί. Θα στο αγοράσω με τα λεφτά του μανδαρίνου».
«Δεν θέλω ούτε δεκάρα απ' τα λεφτά του!» φώναξε ο Κουάνγκ-Σου κι έριξε έναν άσπρο σπόρο μέσα στο γουδί, που άρχισε να μεγαλώνει, και να μεγαλώνει, και να μεγαλώνει, τόσο που κάλυψε όλο το χωράφι κάτω απ' τη ροδακινιά. Ρουμπίνια και διαμάντια ξεχύθηκαν παντού, κι ενώ οι καλεσμένοι παρακολουθούσαν έκθαμβοι, ο κιτρινιάρης μανδαρίνος όρμησε ασυγκράτητος, για να μαζέψει όσα περισσότερα μπορούσε.
«Τι ντροπή!», ψιθύριζαν ανάμεσά τους γνωστοί και φίλοι, βλέποντας τον γερο-τσιγκούνη να γονατίζει και να σέρνεται ανάμεσα στα χορτάρια. Τότε, ο Κουάνγκ-Σου του πρότεινε να του προσφέρει τρία ρουμπίνια, μεγάλα σαν αβγά από στρουθοκάμηλο, αν έφευγε μακριά και δεν ξανάκανε ποτέ πια κουβέντα για γάμο με τη Λινγκ-Λινγκ. Γέλασαν ώς και τα μουστάκια τού μανδαρίνου, που δεν περίμενε να του το ξαναπεί ο Κουάνγκ-Σου: πήρε ό,τι του έδωσαν και έφυγε τρέχοντας, κι ακόμα τρέχει. Ισως όμως και να γνώριζε ότι δεν είχε καμία τύχη απέναντι σ' έναν νέο τόσο ερωτευμένο, που έφτανε να σκορπίζει τα διαμαντικά σαν να' ταν βότσαλα της θάλασσας.
Μετάφραση από τους φοιτητές του πρώτου έτους του Αγγλικού Τμήματος του ΕΚΕΜΕΛ: Γιάννη Γεωργόπουλο, Φωτεινή Βασίλη, Ευγενία Γκόζιακα, Δέσποινα Δαμιανίδου, Θάνο Καραγιαννόπουλο, Νάντια Μποβολή, Αιμιλία Παπαδοπούλου, Ασημίνα Τάππα, Δρανδάκη Αννα, Γρηγόρη Χρυσικό.
Από την "ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ" της "Ελευθεροτυπίας" της Παρασκευής, 28 Δεκεμβρίου 2007